Την περασμένη εβδομάδα δημοσιεύθηκε στη Δικαιοσύνη άρθρο για το ναζιστικό παρελθόν του Γερμανού συνταγματολόγου Ernst Fortshoff, πρώτου Προέδρου του κυπριακού Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, με αναφορά σε δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel.
Οι καταγγελίες για το ναζιστικό παρελθόν του Fortshoff, παλιού βοηθού του Carl Schmitt, είχαν συζητηθεί έντονα και στην Κύπρο. Θα αναφερθώ συνοπτικά στο παρόν σημείωμα σε μια ενδιαφέρουσα ιστορική υποσημείωση: την απάντηση που έδωσε για το θέμα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στις 21.9.1960, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου.
Ο Μακάριος παρέπεμψε εν πρώτοις στις εξηγήσεις που ο ίδιος ο Forsthoff είχε δώσει για τους ισχυρισμούς ότι ήταν ναζιστής κατά τη διάρκεια δημοσιογραφικής διάσκεψης που είχε προηγηθεί στη Λευκωσία. Ο Forsthoff είχε τότε αναφέρει πως το γεγονός πως είχε γράψει το 1933 το «Der Totale Staat», δεν συνεπαγόταν και πως ήταν ναζιστής. Ο Μακάριος εξέφρασε την γνώμη πως θα ήταν άδικο να θεωρηθεί πως το συγκεκριμένο σύγγραμμα που είχε γραφτεί χρόνια προηγουμένως υπό τις ιδιάζουσες περιπτώσεις που ίσχυαν στη Γερμανία και προτού αποκαλυφθεί το ονειδος του χιτλερικού καθεστώτος, αποτελούσε βάσιμο λόγο στιγματισμού του Forsthoff. Τόνισε εξάλλου πως μετά το 1934 ο Fortshoff υπέστη πολλαπλές διώξεις από τους Ναζί και ότι είχε επαινεθεί για τον διορισμό του ως Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου από τον γερμανικό τύπο, αλλά και τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.
Ο Μακάριος διευκρίνισε πως ένας πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου θα έπρεπε να έχει την αναγκαία νομική κατάρτιση και ακεραιότητα χαρακτήρα, καθώς και ιδανικά να κατέχει και την αγγλική γλώσσα. Ο Forsthoff κατείχε επαρκώς την αγγλική ως και τα άλλα προσόντα, ενώ είχε συμφωνήσει ρητά πως αν δεν κατείχε επαρκώς την αγγλική γλώσσα τότε αυτό θα συνιστούσε λόγο παύσης. Ο Μακάριος πρόσθεσε πως δυνάμει των όρων του συμβολαίου του, ο Fortshoff θα βρισκόταν στην Κύπρο από τις 15.11 μέχρι τις 15.5 κατ’ έτος και σε περίπτωση ανάγκης θα ερχόταν εκτάκτως κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών. Δεν είχε όμως θελήσει προς το παρόν να εγκαταλείψει την πανεπιστημιακή του έδρα στη Χαϊδελβέργη. Οπωσδήποτε το γεγονός ότι ο Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου που μόλις είχε δημιουργηθεί θα ήταν μερικής απασχόλησης για έξι μήνες τον χρόνο και θα διατηρούσε και παράλληλα την πανεπιστημιακή έδρα εκπλήττει τον σύγχρονο αναγνώστη.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως δεκαετίες αργότερα, η Στέλλα Σουλιώτη, η οποία ήταν το 1960 η πρώτη Υπουργός Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας (και πρώτη γυναίκα Υπουργός, μετέπειτα πρώτη – και μόνη – γυναίκα Γενικός Εισαγγελέας) στο αριστουργηματικό της σύγγραμμα Fettered Independence, ανέφερε πως η επιλογή του Fortshoff, κατόπιν σύστασης του Θεμιστοκλή Τσάτσου του οποίου ήταν στενός προσωπικός φίλος, δεν υπήρξε συνετή για μια σειρά από λόγους και συγκεκριμένα ότι δεν είχε γνώση του κοινοδικαίου, είχε ανεπαρκή γνώση της αγγλικής γλώσσας, δεν είχε προηγούμενη εμπειρία είτε ως δικηγόρος, είτε ως δικαστής, αλλά μόνο ως πανεπιστημιακός, ενώ ήταν και δικαστής μερικής απασχόλησης εφόσον εξακολουθούσε να διατηρεί την πανεπιστημιακή του έδρα και κατά συνέπεια μεγάλο όγκο εργασίας αναλάμβαναν οι εκάστοτε βοηθοί του. Η Σουλιώτη πρόσθεσε ότι ο Πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας απέφευγε να έχει κοινωνικές επαφές με τον Fortshoff λόγω της κακής φήμης που είχε αποκτήσει στη Γερμανία, αλλά και ότι ο Forsthoff επιθυμούσε τη θέση για να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα του.
Μετά την παραίτηση Forsthoff o Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών είχε εκφράσει την έκπληξή του στον Σπύρο Κυπριανού για το γεγονός ότι δεν είχε ζητηθεί η γνώμη της Γερμανίας για τον Forsthoff πριν τον διορισμό του. Πρόσθεσε πως ο Forsthoff δεν είχε καλό ιστορικό στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, αλλά ούτε και δικαστική εμπειρία. Στην επιστολή παραίτησής του, τον Μάιο του 1963, ο Forsthoff αναφερόταν σε προσωπικούς λόγους και ιδιαίτερα σε πληροφορίες που είχε λάβει για τον βοηθό του, τον Christian Heinze, ο οποίος είχε ισχυριστεί πως τον είχε δωροδοκήσει η τουρκική πλευρά, πως τον παρακολουθούσαν παντού ντετέκτιβ και πως έκανε αγορές εξωπραγματικού ύψους. Ο Forsthoff ανέφερε πως θα έπρεπε να λάβει την ευθύνη των επιλογών των συνεργατών του. Ο Heinze θα παρέμενε δεκαετίες αργότερα ενεργός στο κυπριακό, μέσω γνωμοδοτήσεων υπέρ της «ΤΔΒΚ», αποδεικνύοντας πως ο βοηθός ενός αμφιλεγόμενου δικαστή μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί ακόμα πιο αμφιλεγόμενος.