Την τελευταία δεκαετία σημειώθηκε η διεθνής τάση θέσπισης άμεσων φόρων επί του κύκλου εργασιών, όχι επί των κερδών, και μάλιστα επί σημαντικής και υψηλής φορολογητέας ύλης. Συνεπώς, αυτοί οι φόροι στοχεύουν, πρώτα απ’ όλα, σε επιχειρήσεις με σημαντικό κύκλο εργασιών και, άρα, σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Αυτή η τάση αποτέλεσε έναν από τους τρόπους με τους οποίους τα κράτη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τη διεθνή οικονομική κρίση, θωρακίζοντας τις αντοχές και τα περιθώρια των οικονομικών και κοινωνικών τους πολιτικών, ενισχύοντας τα δημοσιονομικά τους αποθέματα.
Ακολουθώντας και αντιγράφοντας αυτή τη διεθνή τάση, η Πολωνία και η Ουγγαρία εισήγαγαν άμεσους φόρους εταιριών, των οποίων η κλίμακα είναι προοδευτική, όχι επί των κερδών αλλά επί του κύκλου εργασιών.
Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 2014, η Ουγγαρία υιοθέτησε, με νόμο, τον φόρο της διαφήμισης, επιβάλλοντας σε όσους δημοσιεύουν τις διαφημίσεις (εφημερίδες, οπτικοακουστικά μέσα, επιχειρήσεις υπαίθριας διαφήμισης), φόρο με προοδευτικά κλιμάκια (έξι συντελεστές από 0 % έως 50 %) επί του καθαρού κύκλου εργασιών της ετήσιας οικονομικής χρήσης που προκύπτει από τη μετάδοση των διαφημίσεων στην Ουγγαρία. Οι συντελεστές αυτοί, στην συνέχεια, αντικαταστάθηκαν από την αποτελούμενη από δύο φορολογικούς συντελεστές ακόλουθη κλίμακα, 0 % για το τμήμα της βάσης επιβολής που δεν υπερέβαινε τα 100 εκατ. ουγγρικά φιορίνια (HUF) (περίπου 312.000,00 €), επομένως μηδενικός φόρος, και 5,3 % για το τμήμα της βάσης επιβολής που υπερέβαινε το τελευταίο ποσό.
Τον Ιούλιο του 2016, η Πολωνία ψήφισε νόμο και εισήγαγε τον φόρο στον τομέα του λιανικού εμπορίου που τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Με βάση τη φορολογία αυτή, οι λιανοπωλητές, ήτοι πολυκαταστήματα και αλυσίδες super market, έπρεπε να πληρώσουν, επί του μηνιαίου κύκλου εργασιών τους από την πώληση εμπορευμάτων σε καταναλωτές, εφόσον ο κύκλος εργασιών υπερέβαινε τα 17 εκατ. πολωνικά ζλότι (PLN) (περίπου 4 εκατ. ευρώ), φόρο με συντελεστή ύψους 0,8 % για το τμήμα του μηνιαίου κύκλου εργασιών που κυμαινόταν μεταξύ 17 και 170 εκατ. PLN και συντελεστή ύψους 1,4 % για το τμήμα του κύκλου εργασιών που υπερέβαινε το τελευταίο αυτό ποσό.
Μετά από σχετικές προσφυγές επιχειρήσεων, η Επιτροπή έκρινε, με τις αποφάσεις της της 30ής Ιουνίου 2017 και της 4ης Νοεμβρίου 2016 αντίστοιχα, ότι οι συγκεκριμένοι δύο φόροι είναι ασυμβίβαστοι με την εσωτερική αγορά, καθώς συνιστούν κρατική ενίσχυση διότι παρέχουν αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στις μικρές επιχειρήσεις έναντι των μεγάλων.
H Ουγγαρία και Πολωνία έχουν ζητήσει με προσφυγές τους την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ).
Με την απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Τ-836/16 και T–624/17, Πολωνία κατά Επιτροπής1 και με την απόφαση της 27ης Ιουνίου 2019, στην υπόθεση T-20/17, Ουγγαρία κατά Επιτροπής2, το ΓΔΕΕ ακύρωσε τις ως άνω αποφάσεις της Επιτροπής, με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω φόροι δεν παρείχαν επιλεκτικά πλεονεκτήματα και, συνεπώς, δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις υπέρ επιχειρήσεων που έχουν μικρότερο κύκλο εργασιών.
Οι φόροι εισοδήματος των οποίων ο συντελεστής ακολουθεί προοδευτική κλίμακα, έχουν ως νομιμοποιητική τους βάση, ratio της θέσπισης τους και φορολογικό στόχο τα υψηλά εισοδήματα, μικτά ή καθαρά, με τρόπο που να αμβλύνουν σημαντικά το φορολογικό βάρος στα χαμηλά εισοδήματα ή και να τα απαλλάσσουν εντελώς, όπως εν προκειμένω και στους δύο φόρους (ουγγρικός και πολωνικός). Οι άμεσοι φόροι έχουν κριθεί, από θεωρία και νομολογία3, ως δικαιότεροι φόροι συγκριτικά με τους έμμεσους (κατανάλωσης, Φ.Π.Α. κ.λ.π.), διότι δίνουν τη δυνατότητα να φορολογούνται οι υπόχρεοι του φόρου με βάση την υποκειμενική φοροδοτική τους ικανότητα και όχι με βάση το αντικειμενικό γεγονός της αξίας μίας συναλλαγής, χωρίς, παράλληλα, να λαμβάνεται υπόψη η υποκειμενική δυνατότητα ή μη του υπόχρεου.
Στη συνέχεια η Επιτροπή έχει ζητήσει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αναιρεθούν οι δυο αποφάσεις της Επιτροπής.
Κατά τη συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων ενώπιον του ΔΕΕ4, η Γενική Εισαγγελέας Juliane Kokott στις προτάσεις της υπογραμμίζει ότι ο πολωνικός φόρος στον τομέα του λιανικού εμπορίου και ο ουγγρικός φόρος για τις διαφημίσεις δεν παραβιάζουν τους κανόνες της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις. Οι κανόνες αυτοί δεν αντίκεινται στην επιβολή φόρου επί του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων με προοδευτική κλίμακα.
Η επιβολή άμεσου φόρου με προοδευτική κλίμακα στους μεγάλους κύκλους εργασιών των επιχειρήσεων και με σκοπό την δημοσιονομική ενίσχυση του Κράτους, εν’ καιρώ οικονομικής κρίσης και έκτακτων κοινωνικών αναγκών5, αποτελεί μία αυτονόητη επιλογή που υπακούει στην αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης6.
Η φορολογική επιβάρυνση των μεγάλων τζίρων με προοδευτική – αυξητική μέθοδο επιτρέπει τη συμμετοχή των μεγάλων οικονομικών μονάδων εντός μίας εθνικής οικονομίας στα δημοσιονομικά βάρη με δίκαιο τρόπο, καθώς αυτή η συμμετοχή θα είναι αντίστοιχη της φοροδοτικής ικανότητας τους και χωρίς να καθίσταται άδικη σε σχέση με τη μικρότερη ή και μηδενική επιβάρυνση των μικρότερων και μικρών οικονομικών μονάδων.
Το αντίθετο θα ήταν άδικο και θα υπέκρυπτε κρατική ενίσχυση προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, στην περίπτωση της επιβολής άμεσου φόρου με αντίστροφη προοδευτική κλίμακα, που θα επιβάρυνε υπέρμετρα τους μικρούς κύκλους εργασιών και θα απάλλασσε από την αντίστοιχη φορολογική επιβάρυνση τους μεγάλους και σημαντικούς οικονομικά.
Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο. Η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
1 βλ. το σχετικό Ανακοινωθέν Τύπου 64/19.
2 βλ. σχ. Ανακοινωθέν Τύπου 84/19.
3 Λ. Θεοχαρόπουλος, Κ. Φινοκαλιώτης, Θ. Φορτσάκης, Joachim S. Tanski, Andre Jungen κ.ά.
4 Υποθέσεις C-562/19 P, Επιτροπή κατά Πολωνίας και C-596/19 P, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας.
5 Τα παραδείγματα υιοθέτησης φόρων με σκοπό την αντιμετώπιση έκτακτων οικονομικών και δημοσιονομικών αναγκών είναι πολλά, όπως ο ΕΝΦΙΑ στην Ελλάδα, ο φόρος Tobin επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο κ.λ.π.
6 Κατά τη δεκαετή οικονομική κρίση η νομολογία του ΣτΕ υιοθέτησε αρχές που αναγόρευαν την δημοσιονομική σταθερότητα του Κράτους, ως έννομο αγαθό, υπέρτερο των κεκτημένων δικαιωμάτων των φορολογουμένων προσώπων. Σε αυτό το πλαίσιο, κρίθηκε ως συμβατή συνταγματικά η φορολογική επιβάρυνση των σημαντικών οικονομικών μεγεθών με είδος φόρων ή με συντελεστές που επιβάρυναν σημαντικά σε σχέση με τα μικρά εισοδήματα και οικονομικά μεγέθη.