Ο ρόλος του ιατροδικαστή κατά τη δικαστική διερεύνηση βιαίων, υπόπτων και αιφνιδίων θανάτων

Ι.  Εισαγωγή

Πολλές φορές για τη διάγνωση και κρίση ενός γεγονότος απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης και δεν επαρκούν οι γνώσεις που έχει ο δικαστής από τη γενική κοινή γνώση. Αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα αυτή, ο νομοθέτης προβλέπει στη διάταξη του άρθρου 183εδ.α ΚΠΔ ότι «Αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη». Η πραγματογνωμοσύνη είναι ένα από τα αποδεικτικά μέσα που ενδεικτικώς απαριθμούνται στο άρθρο 178 ΚΠΔ και μάλιστα διακεκριμένο από τα λοιπά (έγγραφα, μάρτυρες)[1]. Ο πραγματογνώμονας παρέχει αντικειμενικά και απρόσωπα τις επιστημονικές πληροφορίες και εισφέρει αφηρημένους κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του  που θα «βοηθήσουν»  το δικαστή  στη σωστή κρίση.Έτσι, πέραν της ιδιότητας της πραγματογνωμοσύνης ως  αποδεικτικού μέσου,ο πραγματογνώμονας είναι και «βοηθός» του δικαστή, υπό την έννοια ότι επικουρεί τον δικαστή στη σωστή εκτίμηση του πραγματικού υλικού. Η τελευταία αυτή ιδιότητά του, ήτοι του «βοηθού» του δικαστή, συνάγεται από το ότι ο ιατροδικαστής υπόκειται σε εξαίρεση, όπως τα δικαστικά πρόσωπα (άρθ. 191επ. σε συνδ. με 15 ΚΠΔ), και καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια διασφάλισης της αμεροληψίας του, ιδίως με τον τρόπο επιλογής του (άρθ. 186 ΚΠΔ).

ΙΙ. Ο ρόλος του ιατροδικαστή κατά τη δικαστική διερεύνηση βιαίων, υπόπτων και αιφνιδίων θανάτων

Ανεξαρτήτως του είδους και της ιδιαιτερότητας των καθηκόντων του, η ιδιότητα του ιατροδικαστή ως ιατρού επιβάλλει σ’ αυτόν να ενεργεί σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης (άρθ. 10§1 εδ.α Ν. 3418/2005 «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας»).

Ο ρόλος του ιατροδικαστή κατά τη δικαστική διερεύνηση του θανάτου συνίσταται στην επιστημονική διερεύνηση των βιαίων, υπόπτων και  αιφνιδίων θανάτων.  Στην πράξη η συμμετοχή του ιατροδικαστή σε περιστατικά τοιούτων θανάτων γίνεται κατά κανόνα σε πρώιμο στάδιο, δεδομένου ότι οι επιλαμβανόμενοι  του περιστατικού ανακριτικοί υπάλληλοι ενημερώνουν αυτόν αμέσως μόλις λάβουν γνώση καθ’ οιονδήποτε τρόπο του περιστατικού.  Η παρουσία του ιατροδικαστή, τις πρώτες κρίσιμες ώρες,  στο σημείο που έλαβε χώρα το συμβάν είναι καθοριστική για την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεδομένου ότι η λεπτομερής εξέταση  του χώρου,  η δειγματοληψία στην οποία τυχόν προβεί, η εξασφάλιση αντικειμένων με ιατροδικαστικό ενδιαφέρον, ευρισκομένων στον τόπο που έλαβε χώρα το συμβάν, με σκοπό και την  αποφυγή επιμόλυνσής τους, δύνανται να παίξουν ρόλο σημαντικό στη δικαστική διερεύνηση μίας υπόθεσης και να διασφαλίσουν στοιχεία  κρίσιμα για τις μετέπειτα ενέργειές του (νεκροψία, νεκροτομή και παραγγελία για διενέργεια συμπληρωματικών εξετάσεων).

Στις περιπτώσεις των βιαίων και υπόπτων θανάτων η μετάβαση του ιατροδικαστή στο χώρο που έλαβε χώρα το συμβάν θεωρείται επιβεβλημένη. Περιστατικά π.χ. πτώσης εξ ύψους ή σε κλίμακα πιθανόν δύνανται να αξιολογηθούν καλύτερα από τον ιατροδικαστή εάν ο τελευταίος έχει προηγουμένως εξετάσει επισταμένως το χώρο του συμβάντος. Για το λόγο αυτό στο προοίμιο της ιατροδικαστικής έκθεσης πρέπει να γίνεται μνεία, μεταξύ άλλων, και της μετάβασης ή μη του ιατροδικαστή στον τόπο του συμβάντος, και, σε περίπτωση μη μετάβασης, και των λόγων που έκριναν αυτή (μετάβαση) μη αναγκαία.

Ο ιατροδικαστής, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, αν το έχει ανάγκη, μπορεί να λάβει γνώση στοιχείων της δικογραφίας και να ζητήσει, μέσω του διορίσαντος αυτόν, πληροφορίες από μάρτυρες, κατηγορουμένους, συγγενείς κ.λπ. Ανεξαρτήτως όμως της δυνατότητας αυτής του ιατροδικαστή, ο ρόλος του είναι αυτόνομος και το έργο του περιορίζεται στην αναζήτηση,  καταγραφή και αξιολόγηση των ιατροδικαστικών ευρημάτων. Η έρευνα του ιατροδικαστή οφείλει να θεμελιώνεται πάνω σε ευρήματα τα οποία  πρέπει, αναλόγως του περιστατικού, αυτός επισταμένως και με επιμέλεια και μεθοδικότητα να αναζητά. Περαιτέρω η οξυδέρκεια, η προνοητικότητα  και το αίσθημα ευθύνης του ιατροδικαστή οφείλουν να κατευθύνουν αυτόν προς την αναζήτηση και λεπτομερή καταγραφή ευρημάτων, η απουσία της αναφοράς των οποίων ενδέχεται σε μελλοντικό χρόνο να θέσει ερωτήματα που πιθανόν να μείνουν για πάντα αναπάντητα. Πράγματι ο έμπειρος και υπεύθυνος ιατροδικαστής, διαβλέπων ζητήματα που θα τεθούν στα λοιπά στάδια της προδικασίας ή κατά την κύρια διαδικασία και τους τυχόν προταθησομένους  περί αυτά  ισχυρισμούς, πρέπει να κάνει αναφορά στα σχετικά ευρήματα και να αποκλείσει ισχυρισμούς και επιχειρήματα που δεν έχουν θέση στη συγκεκριμένη υπόθεση. Η καταγραφή ευρημάτων, που πιθανόν κατά το χρόνο της νεκροψίας και νεκροτομής θεωρηθούν από τον ιατροδικαστή μη σημαντικά,  είναι επιβεβλημένη. Η αναφορά π.χ. στην έκθεση νεκροψίας και νεκροτομής της ηλικίας, αναλυτικά, μίας εκάστης των κακώσεων, της σειράς με την οποία αυτές επηνέχθησαν, καθώς επίσης  και η διάκριση μίας εκάστης αυτών ως προθανάτιας ή μεταθανάτιας είναι σημαντικής σημασίας. Σημαντική επίσης είναι και η καταγραφή ευρημάτων που δεν συνδέονται ιατρικώς με το αποτέλεσμα του θανάτου ούτε με τα αίτια του θανάτου και τις συνθήκες αυτού, διότι,με την καταγραφή αυτών και τη  μνεία περί μη συσχετισμού αυτών με το θάνατο, θα αποτραπεί η προβολή αβάσιμων ισχυρισμών και η απώλεια χρόνου με την άσκοπη διενέργεια ανακριτικών πράξεων. Παράλειψη αναφοράς ευρημάτων είτε από λόγους άγνοιας είτε διότι κρίθηκε περιττή η καταγραφή τους δύναται να δυσχεράνει τη δικαστική έρευνα της υπόθεσης και να θέσει θέμα ευθύνης του ιατροδικαστή. Περαιτέρω εάν ο ιατροδικαστής κατά την εκτέλεση της εντολής διαπιστώσει ότι ενεφανίσθησαν ενώπιόν του ζητήματα  που η έρευνα και η ερμηνεία τους ανήκει σε άλλους χώρους, ευρισκόμενα εκτός των ορίων της ειδικότητάς του, θα πρέπει να απευθυνθεί στον διορίσαντα αυτόν και να το αναφέρει. Επίσης οφείλει να διατηρεί και να εκφράζει επιφυλάξεις ως προς την αξιολόγηση των ιατροδικαστικών ευρημάτων του σε περιπτώσεις έλλειψης επαρκών στοιχείων και εν γένει δεν πρέπει να παραλείπει να αναφέρει στην έκθεσή του τα στοιχεία εκείνα που μπορεί να μειώνουν την εγκυρότητα της γνώμης του. Ο ιατροδικαστής ουδόλως πρέπει να θεωρεί την διατήρηση επιφύλαξης ως αδυναμία. Περαιτέρω, ιατροδικαστική έκθεση χωρίς φωτογραφική τεκμηρίωση, ακτινολογική απεικόνιση, ιστολογική εξέταση (η οποία διενεργείται από ιατρούς που κατέχουν την ειδικότητα της Παθολογικής Ανατομικής) και τοξικολογική ανάλυση (αίματος, ούρων και γενικά βιολογικών υγρών), διενεργουμένη από χημικούς, ιατρούς ή άλλους επιστήμονες που γνωρίζουν να διενεργούν χημική ανάλυση, οι οποίες (εξετάσεις) πραγματοποιούνται  με αποστολή δείγματος από τον ιατροδικαστή στους ανωτέρω επιστήμονες, καταδεικνύει ανυπαρξία ουσιαστικής έρευνας, με συνέπεια τη δυσχέρανση του έργου των διωκτικών αρχών με ό,τι τούτο συνεπάγεται. Δεδομένου ότι η Ιατροδικαστική είναι μακροσκοπική επιστήμη, ήτοι «βλέπει» μόνο αυτά που είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού π.χ. ρήξη αορτής και πολλές φορές η αιτία θανάτου δεν είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, στις περιπτώσεις αυτές η εξέταση σε μικροσκοπικό επίπεδο, δηλαδή με μικροσκόπιο, είναι απαραίτητη[3]. Περαιτέρω η τοξικολογική ανάλυση βιολογικών υγρών με εξειδικευμένα μηχανήματα για τον ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό τυχόν χημικών ουσιών σε δείγματα πιθανόν να είναι επιβεβλημένη. Αυτός ο οποίος θα κρίνει ποιες εξετάσεις επιβάλλεται να γίνουν είναι ο ιατροδικαστής, δεδομένου ότι αυτός θα αποφανθεί για την αιτία θανάτου, συνεκτιμώντας και τα πορίσματα των εξετάσεων που παρήγγειλε, καθώς και τον τυχόν υπάρχοντα ιατρικό φάκελο του θανόντος. Σε περίπτωση μη αποστολής δείγματος από τον ιατροδικαστή για τη διενέργεια των ως άνω εξετάσεων, θα πρέπει να γίνει μνεία από αυτόν στην έκθεση νεκροψίας και νεκροτομής  των λόγων που έκριναν μη επιβεβλημένη την εξέταση, δεδομένου ότι δύναται μελλοντικά να τεθεί εν αμφιβόλω η εγκυρότητα και η πληρότητα της ιατροδικαστικής έρευνας, πιθανόν δε και η αμεροληψία του ιατροδικαστή, μη αποκλειομένουδε και του ενδεχομένου της προβολής ισχυρισμών περί εν γνώσει απόκρυψης της αλήθειας από αυτόν[4]. Εξάλλου είναι ανεπίτρεπτο να διεξάγεται ιατροδικαστική έρευνα για αιφνίδιο θάνατο ατόμου νεαράς ηλικίας, με ελεύθερο ατομικό ιατρικό ιστορικό και να μην γίνεται στην ιατροδικαστική έκθεση λεπτομερής αναφορά στα συστήματα του οργανισμού του νεκρού με αιτιολογημένο αποκλεισμό των αιτίων που δεν επέφεραν το θάνατο και  παράλληλη αιτιολογημένη κρίση περί του αιτίου που επέφερε το θάνατο. Τέτοιες περιπτώσεις αιφνιδίων θανάτων ατόμων νεαράς ηλικίας έρχονται συχνά στην επικαιρότητα επ’ ευκαιρία αιφνιδίου (καρδιαγγειακού) θανάτου αθλητών κατά την διάρκεια αγώνων, της προπόνησης ή και σε άλλο χρόνο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο ιατροδικαστής οφείλει να υποπτευθεί γενετικό νόσημα και να μεριμνήσει για γενετικό έλεγχο με τη λήψη αίματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, διαπιστωθεί κάτι παθολογικό, επιβάλλεται να ενημερώσει άμεσα προκειμένου να εξετασθούν και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Τυχόν παράλειψη ενημέρωσης των μελών της οικογένειας δύναται να θέσει θέμα ποινικής, αστικής και πειθαρχικής ευθύνης του ιατροδικαστή σε περίπτωση που ακολουθήσει θάνατος άλλου μέλους της οικογένειας σχετιζόμενος με το αυτό γενετικό νόσημα.

Στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική, δυστυχώς, δεν λείπουν περιπτώσεις ελλιπών ιατροδικαστικών εκθέσεων, στις οποίες τα δικαιοδοτικά όργανα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μάταια αναζητούν τις απαραίτητες, αλλά ελλείπουσες, περιγραφές.

Επιπλέον, στη δικαστηριακή πρακτική δεν λείπουν και περιπτώσεις   ιατροδικαστικών εκθέσεων που αφορούν αιφνιδίους θανάτους, οι οποίες (ιατροδικαστικές εκθέσεις) αδικαιολογήτως καθυστερούν, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της περαίωσης των σχετικών δικογραφιών, ενόψει της επανειλημμένης διαβίβασης των δικογραφιών από την εισαγγελική αρχή στους ανακριτικούς υπαλλήλους για την επισύναψη της έκθεσης νεκροψίας και νεκροτομής.

Κομβικής σημασίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ιατροδικαστή τυγχάνει η σύνταξη της σχετικής έκθεσης. Είναι αυτονόητο ότι η έκθεση  επιβάλλεται να είναι γλωσσικά διατυπωμένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι κατανοητή από όλους τους παράγοντες της δικαστικής διαδικασίας. Από την άλλη πλευρά ο πραγματογνώμονας πρέπει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του δικού του επιστημονικού πεδίου και να μην κάνει χρήση δικαιϊκών εννοιών, τις οποίες ενδεχομένως, και πιθανόν πεπλανημένως, θεωρεί οικείες, καθόσον, σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι χρήσης από αυτόν δικαιϊκών εννοιών και φραστικών διατυπώσεων του νόμου, ελλοχεύειο κίνδυνος πρόκλησης σύγχυσης και εξαγωγής εσφαλμένων συμπερασμάτων. Στο προοίμιο της έκθεσης πρέπει να αναφέρονται, πλην των στοιχείων του πραγματογνώμονα, οι ακαδημαϊκοί τίτλοι του που σχετίζονται με το αντικείμενο της εντολής και ενδεχομένως ο φορέας στον οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του, ο διορίσας αυτόν,  τα στοιχεία που ετέθησαν υπόψη του, διάφορες τεχνικές παρατηρήσεις που αυτός κρίνει απαραίτητες, καθώς επίσης να γίνεται και μνεία της μετάβασης ή μη του ιατροδικαστή στον τόπο του συμβάντος, και, σε περίπτωση μη μετάβασης αυτού, να γίνεται αναφορά και των λόγων που έκριναν αυτήν (μετάβαση) μη αναγκαία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Επίσης στην ιατροδικαστική έκθεση, πλην της λεπτομερούς καταγραφής και αξιολόγησης των ιατροδικαστικών ευρημάτων, πρέπει να γίνεται αναφορά στην αποστολή ή μη βιολογικών υλικών προς τοξικολογική ανάλυση και ιστοτεμαχίων προς ιστολογική εξέταση και, σε περίπτωση μη αποστολής, και στους λόγους της μη αποστολής.

Είναι γεγονός ότι μία επιστημονικά τεκμηριωμένη  ιατροδικαστική έκθεση προϋποθέτει άρτια επιστημονική κατάρτιση και εμπειρία. Προκειμένου όμως ο ιατροδικαστής να «βοηθά» κατά τρόπο σωστό και επιστημονικά απόλυτα τεκμηριωμένο το έργο της Δικαιοσύνης,  είναι επιβεβλημένη η συνεχιζόμενη εκπαίδευσή του. Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας καθιερώνει την υποχρέωση του ιατρού «συνεχιζόμενης δια βίου εκπαίδευσης και ενημέρωσης» σχετικά με τις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς του (άρθ.10§1 εδ. β Ν. 3418/2005). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά εισάγεται η έννοια της «δια βίου εκπαίδευσης» του ιατρού. Πρόκειται για σημαντική καινοτομία του Ν. 3418/2005, καθώς εισάγει τη γενικότερα πλέον αποδεκτή ανάγκη της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης του ιατρού[5]. Πράγματι η συνεχής ενημέρωση του ιατρού στις ταχύτατες εξελίξεις στο χώρο της ιατρικής αποτελεί βασικό όπλο και εγγύηση της άρτιας εκτέλεσης των καθηκόντων του. Με δεδομένη τη σημερινή πραγματικότητα των ραγδαίων επιστημονικών εξελίξεων, ο ιατρός, και στη συγκεκριμένη περίπτωση  ο ιατροδικαστής, οφείλει να ενημερώνεται τακτικά και να γίνεται κοινωνός των εξελίξεων[6]. Εν προκειμένω προς την κατεύθυνση αυτή δύνανται να συνεισφέρουνη ανά τακτά χρονικά διαστήματα συμμετοχή των ιατροδικαστών σε σεμινάρια διαδραστικού χαρακτήρα, καθώς   και ο εποικοδομητικός διάλογος δικαστικών λειτουργών και ιατροδικαστών στο πλαίσιο συνεδρίων.

Τέλος, ανεξαρτήτως της τυχόν ποινικής και αστικής ευθύνης του ιατροδικαστή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο ανωτέρω υπέχει και πειθαρχική ευθύνη.  Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 9Β§§1,2 Ν. 3772/2009, η οποία προστέθηκε με άρθ. 8§10 Ν. 4198/2013,«1. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συνιστάται «πειθαρχικό συμβούλιο ιατροδικαστών», το οποίο έχει αρμοδιότητα για κάθε θέμα που αφορά την πειθαρχική κατάσταση των ιατροδικαστών. 2.Το πειθαρχικό συμβούλιο των ιατροδικαστών συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι πενταμελές και αποτελείται από: α) τον Πρόεδρο, ο οποίος είναι πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφέτης των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων ή αντεισαγγελέας εφετών, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου ή από τον προϊστάμενο της οικείας εισαγγελίας, β) ένα (1) μέλος το οποίο είναι πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γ) δύο (2) μέλη, τα οποία είναι υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που είναι τουλάχιστον προϊστάμενοι διεύθυνσης, αναπληρούμενοι από προϊσταμένους άλλης διεύθυνσης, δ) ένα (1) μέλος, το οποίο είναι ιατροδικαστής Α΄ τάξης των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τον αναπληρωτή του. Αν δεν υπάρχουν ιατροδικαστές Α΄ τάξης, ορίζονται ιατροδικαστές Β΄ τάξης». Δεδομένου ότι η πειθαρχική και η ποινική δίκη έχουν σε γενικές γραμμές κοινά στοιχεία και εντοπίζεται η εφαρμογή κανόνων ποινικοδικονομικού δικαίου στην πειθαρχική δίκη, φρονούμε ότι πρέπει να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση ώστε ο Πρόεδρος του ανωτέρω Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατροδικαστών να είναι αποκλειστικά εφέτης των πολιτικών  δικαστηρίων ή αντεισαγγελέας εφετών. Τούτο είναι εύλογο αφού η ανάθεση τοιούτων καθηκόντων στους ανωτέρω δικαστικούς λειτουργούς είναι έργο συγγενές με το δικαιοδοτικό τους έργο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η άσκηση των καθηκόντων του Προέδρου του ως άνω πειθαρχικού συμβουλίου  από δικαστικό λειτουργό εξοικειωμένο με το αντικείμενο της δίκης.

ΙΙΙ.Επίλογος

Η συμβολή του ιατροδικαστή στην δικαστική διερεύνηση των βιαίων, υπόπτων  και αιφνιδίων θανάτων είναι  μεγάλη. Μεγάλη, ως εκ τούτου, είναι και η συμβολή του στην ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης. Αναμφισβητήτως τα επιστημονικά εφόδια και το αίσθημα ευθύνης του ιατροδικαστή εξασφαλίζουν την πληρότητα και την ορθότητα της ιατροδικαστικής έρευνας. Η άρτια επιστημονική κατάρτιση και το υψηλό αίσθημα ευθύνης του είναι παράγοντες εγγυητικοί της ποιότητας του έργου του. Προς την κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στην συνεχιζόμενη δια βίου εκπαίδευση και ενημέρωση του ιατροδικαστή  σχετικά με τις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς του. Παράλληλα, η συμμετοχή, ως Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατροδικαστών, δικαστικού λειτουργού της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης εγγυάται την εκπλήρωση της αποστολής του ως άνω Συμβουλίου από δικαστικούς λειτουργούς εξοικειωμένους  με το  σχετικό αντικείμενο.


[1] Σχετικά με τη διαχείριση του αποδεικτικού υλικού, κατά τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, ισχύει η αρχή της ηθικής απόδειξης, όπως  αυτή τυποποιείται στο άρθ. 177&1 ΚΠΔ. Κατά την διάταξη του ανωτέρω άρθρου «Οι δικαστές δεν ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει  όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση  που προκύπτει από τις συζητήσεις  και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων, αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποία αποδεικτικά μέσα και με ποίους συλλογισμούς σχημάτισαν τη δικανική τους κρίση».

[2] Η Ιατροδικαστική αποτελεί ιατρική ειδικότητα που αποκτάται μετά από συνολικό χρόνο εκπαίδευσης 5 (πέντε) ετών {Απ. Υπ. Υγείας με αριθ.Γ5α/Γ.Π.οικ.64843/2018 (ΦΕΚ  Β΄4138/20-9-2018)}.

[3] Το πόρισμα της ιστολογικής εξέτασης περιγράφει τα κύτταρα κάθε οργάνου και τις αλλοιώσεις τους π.χ. κενοτοπιώδης εκφύλιση των ηπατικών κυττάρων (μικροσκοπικό εύρημα που μπορεί να σχετίζεται με πολλές και διαφορετικές καταστάσεις).

[4] Ίδ. άρθ. 226 ΠΚ. «Ψευδής πραγματογνωμοσύνη ή διερμηνεία».

[5] Βιργινίας Δ. Σακελλαροπούλου Η Ποινική Αντιμετώπιση του Ιατρικού Σφάλματος και η Συναίνεση του Ασθενούς στην Ιατρική Πράξη,  Β΄  Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2011,  σελ. 87.

[6] Δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος το θέμα της θέσπισης, ενόψει της φύσης και της ιδιαιτερότητας του λειτουργήματος του ιατροδικαστή, Κώδικος Δεοντολογίας Ιατροδικαστών. Σημειώνεται πάντως ότι, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθ. 62§§1,2 Ν. 2071/1992 «Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας», εκδόθηκε το Π.Δ. 39/2009 «Κώδικας Οδοντιατρικής Δεοντολογίας».

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,