Η διαπίστωση ότι και το κυπριακό σύστημα απονομής πολιτικής δικαιοσύνης, δικαστικής επίλυσης δηλαδή διαφορών του ιδιωτικού δικαίου, ιδίως αστικών και εμπορικών, παρουσιάζει χρόνιες παθογένειες και μειονεξίες είναι κοινότοπη, αλλά αληθινή. Οι εν λόγω παθογένειες εντάσσονται στο πλαίσιο ενός συνολικά μειονεκτικού κρατικού μηχανισμού. Τα ως άνω χρόνια προβλήματα στην επίλυση των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τα κυπριακά δικαστήρια, όπου απαιτούνται πάνω από 1100 ημέρες για την επίλυση μιας αστικής ή εμπορικής διαφοράς στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (σύμφωνα με σχετικό πίνακα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα της δικαιοσύνης για το έτος 2019), οφείλονται επίσης (και) σε άτολμες ή ανεπιτυχείς ή και ελλιπείς νομοθετικές προσπάθειες, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται από ολιστική προσέγγιση του κυπριακού δικονομικού συστήματος, ως μέσου και forum ουσιαστικής και αποτελεσματικής απονομής δικαιοσύνης. Οι έως τώρα επιχειρούμενες προσπάθειες αναμόρφωσης της νομοθεσίας που διέπει την πολιτική δίκη στην Κύπρο έχουν, άλλωστε έντονο «χρώμα» περισσότερο υιοθέτησης μοντέλων και πρακτικών εκ του αγγλικού Κοινοδικαίου και λιγότερο προσαρμοσμένης εφαρμογής στο κυπριακό δικαστικό και οικονομικοκοινωνικό γίγνεσθαι διατάξεων ή/και καλών πρακτικών του Κοινοδικαίου.
Είναι δε εξαιρετικά σημαντικό, ότι στο πλαίσιο της επιστημονικής συζήτησης για τα δικονομικά συστήματα των Ευρωπαϊκών χωρών, έχουν επισημανθεί, τα κοινά σημεία, τα οποία καθιστούν τα εν λόγω συστήματα αποτελεσματικά. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, εκτός από την ύπαρξη συγκεκριμένων και αποτελεσματικών υποδομών τόσο από άποψη υλικοτεχνικών μέσων όσο και ανθρώπινου δυναμικού, αφενός για το άνοιγμα όλων των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των διαδίκων και του δικαστηρίου και αφετέρου για την ενθάρρυνση (και εκ μέρους του δικαστηρίου) εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών. Οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών εκτός δικαστηρίων, ιδίως μέσω διαμεσολάβησης και διαιτησίας, αξιολογούνται διεθνώς θετικά όχι μόνο από υπό την τεχνοκρατική θεώρηση της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων, αλλά και διότι χαρακτηρίζονται εν γένει από πληθώρα πλεονεκτημάτων για τα εμπλεκόμενα μέρη της διαφοράς, τα οποία αντιμετωπίζουν και καλούνται να διαχειριστούν το σχετικό οικονομικό, χρονικό και προσωπικό κόστος.
Ο μελετητής της πολιτικής δικονομίας αλλά και ο εν γένει ερευνών τρόπους και προτάσεις για τη μεταρρύθμιση και βελτίωση της απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο, στο πλαίσιο αναζήτησης προτάσεων για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα, οφείλει να έχει υπόψη του ότι είναι απαραίτητη η συγκριτική εις βάθος οπτική και μελέτη αλλοδαπών εννόμων τάξεων, συστημάτων και δικαιϊκών παραδόσεων και όχι η απλή αντιγραφή ή παράθεση τους. Ιδίως στον παρόντα χρόνο, όσοι επιδιώκουν αναμόρφωση και εκσυγχρονισμό ενός δικαστικού συστήματος καθώς και οι μελετητές και εφαρμοστές του δικαίου πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού, των διεθνών οικονομικών συναλλαγών και της παγκοσμιοποίησης είναι βέβαιο ότι αρκετές έννομες τάξεις επιδίδονται σε αγώνα επικράτησης ή προτίμησης τους ως fora επίλυσης (κυρίως διεθνώς εμπορικών και οικονομικών) διαφορών ιδίως υψηλής οικονομικής αξίας και έντονου νομικού ενδιαφέροντος.
Κάθε σύγχρονη έννομη τάξη, λοιπόν, που στηρίζει την προσπάθεια της πολιτείας στην οποία εντάσσεται να προσελκύσει επενδύσεις και Ευρωπαϊκές ή/και διεθνείς συναλλαγές, επιδιώκει να αποτελεί ένα «ελκυστικό» forum ιδίως για σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες, εταιρείες, επιχειρήσεις και επενδυτές. Στον τομέα των διεθνών επενδύσεων άλλωστε, η απόφαση για το αν ένα κράτος είναι «φιλικό» για τους επενδυτές εξαρτάται από την απάντηση κυρίως στα εξής ερωτήματα: (i) αν υπάρχει ευνοϊκό για την επένδυση φορολογικό καθεστώς, (ii) η συχνότητα νομοθετικών αλλαγών σε ζητήματα που σχετίζονται με τις επενδύσεις και το αντίστοιχο επίπεδο ασφάλειας δικαίου, (iii) ζητήματα διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση και στα δικαστήρια αλλά και ανεξαρτησίας των δικαστών και (iv) ο βαθμός και χρόνος ανακτησιμότητας των απαιτήσεων που προέρχονται από μια επένδυση. Στο ζήτημα αυτό η ταχύτητα στην εκδίκαση των διαφορών και έτσι και στην απονομή της δικαιοσύνης, είναι εξαιρετικής σημασίας διότι οι πολλαπλές καθυστερήσεις εν προκειμένω αφενός μπορεί εν τέλει να σημαίνουν και αρνησιδικία και αφετέρου «justice delayed is justice denied». Υπενθυμίζεται ότι το κατοχυρωμένο τόσο στο Σύνταγμα όσο και στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα δικαστικής προστασίας επιτάσσει τη δίκαιη εκδίκαση μιας υπόθεσης εντός λογικής προθεσμίας .
Η ανάπτυξη όλων των αιτιών και παραγόντων, οι οποίοι συμβάλλουν στην καθυστερημένη και ενίοτε αναποτελεσματική απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης στην Κύπρο είναι αδύνατη στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου. Τα βασικά ζητήματα όμως του εν λόγω προβλήματος, στα οποία ο νομοθέτης, η δικαστική εξουσία, οι εμπειρογνώμονες κ.ά. θα μπορούσαν να λάβουν υπόψη τους ως «σημεία εργασίας», κριτικής έρευνας και εν τέλει αναμόρφωσης είναι κατά την άποψη της γράφουσας συνοπτικά τα κάτωθι: (i) η επιτάχυνση του εκσυγχρονισμού – μεταρρύθμισης της νομοθεσίας που διέπει την πολιτική δίκη (αλλά και τη διαιτητική επίλυση των διαφορών) και η απαγκίστρωση της Κυπριακής Πολιτικής Δικονομίας από το «μεταποικιακό πνεύμα» χωρίς αποτίναξη πάντως των βασικών χαρακτηριστικών του κυπριακού δίκαιου, αλλά με προσαρμογή στις ανάγκες της κυπριακής οικονομίας και κοινωνίας σήμερα. Το ζητούμενο είναι να επανεξεταστεί η θέση της κυπριακής έννομης τάξης με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και λόγω της σχέσης της με το Κοινοδίκαιο εντός της Ευρωπαϊκής νομικής παράδοσης, (ii) η αναμόρφωση και ο εξορθολογισμός των δικονομικών διαδικασιών, ιδίως εκείνων στις οποίες εντοπίζονται σημαντικές καθυστερήσεις ή/και αναβολές συχνά οφειλόμενες και στην εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας, (iii) η κατά το δυνατόν άμεση εφαρμογή τεχνολογικών μέσων στα δικαστήρια και η εισαγωγή μέσων ηλεκτρονικής δικαιοσύνης (e justice), λ.χ. ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων και ηλεκτρονική υποβολή εγγράφων εκ των διαδίκων, τήρηση μαγνητοφωνημένων πρακτικών, ηλεκτρονική δημοσίευση αποφάσεων κλπ., ώστε να καταστεί δυνατή η αποτελεσματικότερη διαδικαστική διαχείριση της υπόθεσης από τους λειτουργούς των δικαστηρίων (ιδίως από τους πρωτοκολλητές), αλλά και η σωστή κατανομή του χρόνου εκάστου δικαστή, (iv) ενίσχυση των υλικοτεχνικών υποδομών, (v) υλοποίηση νομοσχεδίων για αναδιοργάνωση δικαστηρίων και ίδρυση Δικαστηρίου εμπορικών διαφορών, ιδίως δε διασυνοριακών και υψηλής κλίμακας, (vi) εξέταση του ζητήματος του, αν οι υπάρχοντες δικαστές επαρκούν αλλά κυρίως αναμόρφωση τόσο του τρόπου εισαγωγής στον δικαστικό κλάδο με αλλαγή του σχετικού συστήματος ώστε να εξασφαλίζεται αφενός η ευρεία γνώση του δικαίου που απαιτείται από τους υποψήφιους και αφετέρου η απαιτούμενη προηγούμενη δικαστηριακή εμπειρία τους καθώς και αναμόρφωση της εκπαίδευσης των νεοεισερχόμενων δικαστών μέσω ίδρυσης Σχολής Δικαστών, αλλά και με δια βίου δικαστική εκπαίδευση ιδίως σε σύγχρονες θεματικές του δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου το οποίο συνιστά ολοένα και περισσότερο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών της ΕΕ, (vii) επανεξέταση ζητημάτων διασφάλισης της δικαστικής ανεξαρτησίας, (viii) πραγματική και επί της ουσίας προώθηση και εφαρμογή των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών και από την πλευρά του Δικαστηρίου, ιδίως δε στο κατάλληλο στάδιο της διαφοράς. Αντί συμπερασματικής σκέψης, παρατίθεται μια φράση του Νίκου Καζαντζάκη που τόσα μας διδάσκει με τη γραφή του: «Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα».