To Άρθρο 155.4 του Συντάγματος δίνει στο Ανώτατο Δικαστήριο αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, ανάμεσα στα οποία και εντάλματα φύσεως Certiorari. Το ένταλμα αυτό – που στην κυριολεξία σημαίνει «Ας καταστεί σίγουρο» ή «βέβαιο» – ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα πανίσχυρο εποπτικό όπλο στα χέρια ανώτερων δικαστών, το οποίο στοχεύει στην άμεση αποκατάσταση της νομιμότητας εκεί που χρειάζεται και που διασφαλίζει, πως τα κατώτερα δικαστήρια δεν βγαίνουν εκτός της περίφραξης, που τους οριοθετεί ο Νόμος.
Η σπουδαιότητα αυτής της δραστικής εξουσίας για την κατίσχυση του κράτους δικαίου αλλά και για την εδραίωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς την Δικαιοσύνη, προκύπτει μέσα από το ίδιο το γεγονός ότι, ο Συνταγματικός Νομοθέτης την περιέλαβε ρητά στο ίδιο το Σύνταγμα. Παρόμοιες δε εξουσίες, έχουν τα Ανώτερα Δικαστήρια όλων των πολιτισμένων χωρών. Πρόκειται συναφώς για μια αναγκαία εξουσία, παρόμοια με εκείνη που έχει ένας καθηγητής, προκειμένου να διασφαλίζει πως οι μαθητές του δεν βγαίνουν από την τάξη εν ώρα μαθήματος αλλά και πως αυτοί, τηρούν τους κανόνες του σχολείου. Χωρίς τέτοιες εξουσίες, εύκολα επέρχεται το χάος.
Τα προνομιακά εντάλματα εκδίδονταν πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι, το πρόσωπο που τα ζητούσε, δεν είχε στην διάθεση του άλλο, εξίσου αποτελεσματικό τρόπο για αποκατάσταση της νομιμότητας. Αν για παράδειγμα ο Αιτητής, την ώρα που προσέφευγε στο Δικαστήριο ζητώντας ένα προνομιακό ένταλμα, είχε ταυτόχρονα και δικαίωμα να ασκήσει Έφεση κατά της ίδιας απόφασης του κατωτέρου δικαστηρίου, τότε το αίτημα του για προνομιακό ένταλμα, κατά κανόνα θα απορρίπτετο, εκτός πάλι και αν το παράπονο του αφορούσε κάποια ιδιαίτερα σοβαρή παραβίαση Νόμου ή Ανθρώπινου Δικαιώματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, το εποπτικό Δικαστήριο επέμβαινε, παρά την ύπαρξη της «εναλλακτικής θεραπείας».
Επί σειρά ετών, το ίδιο ακριβώς ίσχυε και στην Κύπρο. Ιδίως την εποχή που στα έδρανα του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάθονταν Τιτάνες νομικής σκέψης, όπως ο Γ. Πίκης, ο Γ. Νικολάου και ο Γ. Κωνσταντινίδης. Μετά όμως από αυτούς, τα πράγματα στράβωσαν. Κάποιος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ταύτισε τον βέβαιο ενεστώτα με τον αβέβαιο μέλλοντα, και έκρινε, πως τα δύο, είναι το ίδιο πράγμα. Πως δηλαδή το «έχω κάτι σήμερα», είναι το ίδιο, με το «ίσως να έχω κάτι στο μέλλον».
Είναι σαν να πηγαίνω σε μια τράπεζα και ζητώ να μου χορηγηθεί ένα δάνειο. Και η τράπεζα με ρωτά, αν «έχω» σήμερα περιουσία για να υποθηκεύσω προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου που ζητώ. Εγώ δε της απαντώ, πως δεν έχω σήμερα αλλά «ίσως να έχω στο μέλλον». Και διερωτώμαι, βάσει της ερμηνείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η τράπεζα θα μου δώσει το δάνειο που ζητώ; Ή διερωτώμαι ακόμα αν θα μου δώσει δύο δάνεια αντί ένα; Διότι σύμφωνα με μια άλλη ερμηνευτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «ένα» σημαίνει «δύο».
Το πλέον θλιβερό όμως, είναι το γεγονός ότι αυτή η καρατομική και καταφανώς παράλογη ερμηνεία, επικράτησε. Αντί να ανακοπεί εν τη γενέσει της, υιοθετήθηκε και από άλλους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σήμερα, αποτελεί πλέον το νέο Νόμο της Κύπρου.
Πάει λοιπόν σήμερα ένας πολίτης στο Ανώτατο Δικαστήριο και παραπονείται πως ένα κατώτερο δικαστήριο που τον δικάζει, του έχει παραβιάσει τα Ανθρώπινα του Δικαιώματα. Και ζητά άμεση αποκατάσταση της νομιμότητας και επαναφορά στην τάξη. Κάτι στο οποίο δικαιούται. Το δε Ανώτατο Δικαστήριο του απαντά, πως δεν θα ακούσει το παράπονό του διότι αν ο πολίτης καταδικαστεί από το κατώτερο αυτό δικαστήριο και πάει φυλακή, τότε αυτός θα έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της καταδίκης του. Χειρότερα δε, αν ο πολίτης εν τέλει δεν καταδικαστεί, τότε το παράπονο του για την παραβίαση των δικαιωμάτων του, καταχωρείται στα ανεξιχνίαστα.
Και ενώ η νομοθετική εξουσία υπνώττει και οι Σύλλογοι μας σιωπούν, 120 από τους 139 ερωτηθέντες δικηγόρους της Λεμεσού, πιστεύουν πως τα Δικαστήρια στην Κύπρο, δεν διασφάλισαν επαρκώς τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των πολιτών, και 132 εξ αυτών, πιστεύουν πως δεν ζούμε σε ένα πραγματικό κράτος δικαίου.
Αδίκως έχουν αυτή την άποψη;