Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα τελικής γραπτής αγόρευσης εκ μέρους της υπεράσπισης ενώπιον Ποινικού Δικαστηρίου.
Το Σεβαστό Δικαστήριο μπορεί να θεωρεί ότι στην παρούσα περίπτωση μπορούν να εφαρμοστούν τα άρθρα 83 – 86 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και πιο συγκεκριμένα, να εφαρμοστεί η πρόνοια η οποία επιτρέπει σε ένα Δικαστήριο να προχωρήσει στην καταδίκη ενός ατόμου ακόμα και αν η κατηγορία είναι λανθασμένη στην περίπτωση που υπάρχει μαρτυρία ότι διαπράχθηκε κάποιο ποινικό αδίκημα.
Αυτό μπορεί να γίνει ΜΟΝΟ σε περίπτωση που «δεν θα επηρεαζόταν… δυσμενώς στην υπεράσπιση του» ο κατηγορούμενος με αυτό τον χειρισμό της υπόθεσης. Προς τούτο υπάρχει και σχετική νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία υποστηρίζει τη θέση μας και θεωρούμε ότι δεσμεύει απόλυτα το παρόν Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση.
Κλασικές νομικές αρχές αποτελούν η Leonidou v Police (1987) 2 CLR 96 και η Attorney General of the Republic v Kyriacos Kyprianou (1988) 2 CLR 209. Ειδικά στην τελευταία υπόθεση (Kyprianou), απορρίφθηκε η υπόθεση και αθωώθηκε ο κατηγορούμενος λόγω του ότι η ιδιά η κατηγορία δεν μπορούσε να συνάδει με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, αναφέρθηκε ότι ειδικά στο τελικό στάδιο μιας υπόθεσης, οπού ο κατηγορούμενος βάσισε την υπεράσπιση του σε αυτό το σημείο, δηλαδή ότι η κατηγορία δεν συνάδει με την μαρτυρία, το Δικαστήριο δεν μπορεί πάρα να αθωώσει τον κατηγορούμενο αφής στιγμής αυτός είχε παραπλανηθεί από το λάθος των παραπονουμένων.
«Be that as it may, the proviso. » (ότι μπορεί να υπάρξει αλλαγή της κατηγορίας ή καταδίκη βάσει μαρτυρίας ασχέτως λάθους) «has no application in cases where, in the opinion of the Court, the accused was in fact misled by the error.» (ΚKyprianou πιο πάνω)
«…counsel for the respondent, on the other hand, suggested that the respondent would be misled in view of the fact that he had based his defense mainly, if not entirely, on the fact that, by the time the prosecution case closed, no evidence had been adduced to prove the allegation in the particulars of the offence…»
……….
«if therefore, in the circumstances of the present case, the possibility of the respondent being misled as to the case he had to meet, could not be excluded, the Court could not, even if it were otherwise entitled to, convict the respondent without amending the charge, by applying the proviso to section 39 Cap 155 as suggested..»
Σημαντικό να σημειωθεί ότι στην υπόθεση Κυριάκου ν Αστυνομίας (1992) 2 ΑΔΔ 458, το Ανώτατο Δικαστήριο, έκανε αναφορά ότι η πιο πάνω υπόθεση Kyprianou, «δεν αντανακλά το ισχύον δίκαιο», πλην όμως ότι τα κριτήρια εξέτασης και εφαρμογής του άρθρου 85 Ποινικής Δικονομίας παραμένουν τα ίδια.
Σε πρόσφατη ανάλυση του θέματος από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην Παφίτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 762, αναφερθηκε ότι
«Το Άρθρο 85 πραγματεύεται τις περιπτώσεις όπου αποδεικνύεται μέρος του κατηγορητηρίου. Η σχετική με την παρούσα υπόθεση πρόνοια είναι το Άρθρο 85(4), το οποίο προνοεί ως ακολούθως:
«Αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν με αυτό δυσμενώς στην υπεράσπιση του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο κατηγορίας ή κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου για τέτοιο ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα, και το Δικαστήριο αποφασίζει για αυτά ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.»
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο και όπως διατυπώθηκε από τη νομολογία, για την εφαρμογή του Άρθρου 85(4) πρέπει να συντρέχουν οι εξής τέσσερις προϋποθέσεις:
(α) Με την προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται η διάπραξη από τον κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.
(β) Είναι αδύνατη η καταδίκη του κατηγορουμένου για το εν λόγω αδίκημα χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
(γ) Με την καταδίκη του για το εν λόγω αδίκημα ο κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα μπορούσε να του είχε επιβληθεί αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου.
(δ) Η μεταβολή του κατηγορητηρίου δε θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπισή του.
(Βλ. Leonidou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 96, Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458).»
……….
«Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Charalambous v. Municipality of Nicosia (1965) 2 C.L.R. 63, η πιθανότητα επηρεασμού της υπεράσπισης του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποκλειστεί όπου υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση των λεπτομερειών της υφιστάμενης κατηγορίας συγκρινόμενη με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας που προστίθεται από το Δικαστήριο.»
……….
Σε όλη την νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου αναφορικά με το συγκεκριμένο σημείο, καταδίκη βάσει του άρθρου 85 (4) επιτρέπεται μόνο όταν τέτοια μεταβολή δε θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο και οι περιπτώσεις που βρίσκουμε στην νομολογία οπού θεωρήθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν στην υπεράσπιση του αφορούν περιπτώσεις οπού η παράλειψη ή παρατυπία ήταν τυπικής μορφής (όπως πχ όνομα θύματος Ανδρέας Κυριάκου ν Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458, ή αλλαγη στις λεπτομέρειες στην ιδιά υπό εξέταση οδική συμπεριφορά Παφιτης ν Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 762 ήπαράλειψη άρθρου από τον νόμοΑνδρέας Κοιλιάρης Λτδ ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194).
……….
Συμπληρωματικά της πιο πάνω ανάλυσης, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι βάσει του Άρθρου 86 του περί Ποινικής Δικονομίας Νομό αναφέρεται ότι :
«86. Αν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο δεν εκθέτει, και δεν δύναται με οποιαδήποτε μεταβολή που επιτρέπεται από το Νόμο αυτό να καταστεί τέτοιο ώστε να εκθέτει οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα το οποίο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, βρισκόταν στην εύλογη σκέψη του κατηγορούμενου, αυτό ακυρώνεται είτε με εισήγηση που υποβάλλεται πριν από την απολογία του κατηγορούμενου ή με εισήγηση που υποβάλλεται για αναστολή της απόφασης.
Γραπτή έκθεση κάθε τέτοιας εισήγησης παραδίδεται στον Πρωτοκολλητή ή άλλο λειτουργό του Δικαστηρίου υπό ή εκ μέρους του κατηγορούμενου και καταχωρείται στα πρακτικά.»
Όπως και στην νομολογία που έχει παρατεθεί πιο πάνω αναφορικά με το πότε επηρεάζεται η υπεράσπιση του κατηγορουμένου το Ανώτατο Δικαστήριο για παράδειγμα στην Κυριάκου ανάφερε ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε το όνομα της γυναίκας που κατηγορείτε ότι διέπραξε επίθεση εναντίον αυτής. Το Σεβαστό Δικαστήριο δηλαδή όπως αναφέρει και το άρθρο 86 και η νομολογία του Ανώτατο θα πρέπει να δει κατά πόσο κατά την υπό ισχυρισμό χρονική περίοδο ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να είχε στην εύλογη σκέψη του το ποινικό αδίκημα το οποίο κατηγορείται ότι έχει διαπράξει.
……….
Στην υπόθεση Σάββα ν Δήμου Πάφου (2011) 2 ΑΑΔ 496 αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έχει επηρεαστεί δυσμενώς η υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου όταν η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος βασιζόταν σε λανθασμένο νόμο ή νόμο που δεν ίσχυε κατά την ημέρα διάπραξης.
……….
Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν Νεοπτόλεμου Μαυρονικολα (1990) 2 ΑΑΔ 480 του Ανώτατου Δικαστηρίου αναφέρθηκε ότι :
«Αν αποκλείεται ή όχι η πρόκληση δυσμενούς επηρεασμού στην κάθε περίπτωση, είναι θέμα πραγματικό που αποφασίζεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.»
Στην συγκεκριμένη υπόθεση (Νεοπτόλεμου) η κατηγορία στο κατηγορητήριο δεν ήταν συμβατή με το λεκτικό που υπήρχε στο συγκεκριμένο άρθρο του νόμου που προνοούσε για το εν λόγω ποινικό αδίκημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η μη τροποποίηση του όταν έπρεπε από την Κατηγορούσα Αρχή και η παρουσίαση μαρτυρίας προς την υπόθεση ως είχε το κατηγορητήριο σε όλη την εκδίκαση της υπόθεσης δημιουργούσε αναπόφευκτα δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισης και κάτ. επέκταση αθώωσε τον κατηγορούμενο.
……….
Μάλιστα στην (Νεοπτόλεμου), αναφέρθηκε ότι πολύ σωστά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι θα επηρεαζόταν δυσμενώς η υπεράσπιση του κατηγορουμένου με την εφαρμογή του άρθρου 85 (4) αφής στιγμής η Κατηγορούσα Αρχή θα έπρεπε να κάνει τροποποίηση της κατηγορίας για να συνάδει με το ποινικό αδίκημα του νόμου, δεν το έκανε, η υπεράσπιση στηρίχθηκε σε αυτό το δεδομένο, ενώ αν υπήρχε τροποποίηση η υπεράσπιση μπορούσε να παρουσιάσει διαφορετική μαρτυρία.
……….
Στην υπόθεση Θάσος Θωμά ν Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 465, το Ανώτατο Δικαστήριο ανάφερε ότι
……….
«Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Υποστήριξε ότι η πρώτη και μόνη κατηγορία που αντιμετώπιζε ο εφεσείων ήταν εκείνη της κατοχής ή ελέγχου μηχανής τυχερού παιγνιδιού, γεγονός που ήταν παραδεκτό από την υπεράσπιση, με αποτέλεσμα η αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, όπως και η εξέταση του εφεσείοντα, να επικεντρωθούν στα σημεία που είχαν σχέση με την ακολουθούμενη γραμμή υπεράσπισης στη συγκεκριμένη αυτή κατηγορία, χωρίς να δίδεται ιδιαίτερη σημασία στη μαρτυρία που αναφερόταν στις οποιεσδήποτε άλλες διαπιστώσεις των αστυνομικών κατά την επίσκεψή τους στο υποστατικό του εφεσείοντα.»
……….
Αποφασίστηκε ότι:
Εφόσον η υπεράσπιση στόχευε στην πρώτη κατηγορία, χωρίς να καλύπτει ταυτόχρονα, και τα περιστατικά που στοιχειοθετούσαν τη δεύτερη κατηγορία ο πρωτόδικος Δικαστής δεν μπορούσε να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, με την προσθήκη της δεύτερης κατηγορίας, και ακολούθως να βρει ένοχο τον εφεσείοντα, χωρίς αυτός να επηρεαστεί δυσμενώς στην υπεράσπισή του.»
……….
«Ο εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα, και ορθά έπραξε, να περιορίσει την υπεράσπισή του στα σημεία που, κατά την κρίση του δικηγόρου του, αντέκρουαν τη μόνη κατηγορία που αντιμετώπιζε. Ακριβώς δε για το λόγο ότι «η υπεράσπισή του έγκειτο αλλού», αφού στόχευε την πρώτη και μόνη κατηγορία, χωρίς να καλύπτει, ταυτόχρονα, και τα περιστατικά που στοιχειοθετούσαν τη δεύτερη κατηγορία, ο πρωτόδικος δικαστής δεν μπορούσε να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, με την προσθήκη της δεύτερης κατηγορίας και, ακολούθως, να βρει ένοχο τον εφεσείοντα, χωρίς ο τελευταίος να επηρεαστεί δυσμενώς στην υπεράσπισή του, εφόσον, σε τέτοια περίπτωση, θα καταδικαζόταν χωρίς να του έχει δοθεί η ευκαιρία να στρέψει την προσοχή του, να εγκείψει, με άλλα λόγια, και κατευθύνει την υπεράσπισή του, στη δεύτερη αυτή κατηγορία.»
Επιπρόσθετα των πιο πάνω στην υπόθεση Leonidou v Police (1987) 2 CLR 96, όπου εξετάστηκε το άρθρο 39 της ποινικής δικονομίας αναφέρθηκε ότι για να μπορεί ένα Δικαστήριο να προβεί σε οποιαδήποτε αλλαγή στο κατηγορητήριο και να καταδικάσει βάσει αυτής της αλλαγής θα πρέπει να πειστεί ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει παραπλανηθεί από το λάθος που υπάρχει στο κατηγορητήριο.
Συμπληρωματικά των πιο πάνω θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε όλες τις περιπτώσεις απαγορεύεται η επέκταση εφαρμογής του ποινικού δικαίου κατ’ αναλογία (βλ. ΓΕ ν. Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Λάδι (1994) 2 ΑΑΔ 84, 99), ούτε οι νόμοι μπορούν να ερμηνεύονται διασταλτικά σε βάρος κατηγορουμένου (βλ. Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 371, 383-384). Η ποινική ευθύνη πρέπει να καθορίζεται ρητά και απερίφραστα από λεκτικό της διάταξης και όχι να συνάγεται από τα συμφραζόμενα (βλ. ΓΕ ν. Παπαλαζάρου κ.α. (1995) 2 ΑΑΔ 128).
«Ο βασικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων είναι η γραμματική ερμηνεία, δηλαδή το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων. Όπου όμως η γραμματική ερμηνεία δεν είναι ξεκάθαρη, λαμβάνεται υπόψη η πρόθεση του νομοθέτη και σε τέτοια περίπτωση εξετάζεται ολόκληρο το σχετικό μέρος του Νόμου ή και ολόκληρος ο Νόμος, καθώς επίσης και η ανάγκη ή το κακό που σκόπευε να θεραπεύσει, ανάλογα με την περίπτωση. Ποινικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και όπου υπάρχει αμφιβολία να δίδεται η ερμηνεία εκείνη που είναι υπέρ του πολίτη (βλ. Δήμος Γαλατάκης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 78, 80 – 81).»