Η εξόντωση του Ιρανού Υποστράτηγου και Διοικητή των Δυνάμεων Κουντς των Φρουρών της Επανάστασης Κασέμ Σουλεϊμανί παρά το αεροδρόμιο της Βαγδάτης στο Ιράκ την 3η Ιανουαρίου 2020 δημιούργησε νέα δεδομένα στην εύθραυστη, ούτως ή άλλως, περιοχή της Μέσης Ανατολής που έχουν ιδιαίτερο γεωπολιτικό ενδιαφέρον και συνάμα δημιουργεί ζητήματα που άπτονται του Διεθνούς Δικαίου. Αυτά ακριβώς τα ζητήματα εξετάζονται συνοπτικά στο παρόν άρθρο που στόχο έχει να αναδείξει την νομιμότητα των τεκταινομένων στο Ιράκ και τα οποία σχετίζονται με την εξόντωση του Σουλεϊμανί.
Τονίζεται εξ υπαρχής ότι οι εξελίξεις σε σχέση με τα πρόσφατα γεγονότα είναι καταιγιστικές και στο παρόν στάδιο εξετάζουμε γενικά τους κανόνες που αφορούν το jus ad bellum – το δίκαιο του πολέμου που αποτελεί το πρώτο στάδιο εξέτασης των τεκταινομένων, ειδικά λόγω της πρώτης αντίδρασης του Ιράν το οποίο έχει απειλήσει με αντίποινα για τον θάνατο του Σουλεϊμανί και το οποίο έχει ήδη προβεί σε μια πρώτη φάση σε χτυπήματα εναντίον δυο αμερικανικών βάσεων στο έδαφος του Ιράκ την 7η Ιανουαρίου 2020.
Ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει εν πρώτοις είναι κατά πόσον οι θάνατοι του Σουλεϊμανί και τουλάχιστον άλλων έξι ανθρώπων από τα χτυπήματα με αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη όπως παραδέχτηκε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ σε ανάρτηση του στο τουίτερ αποτελούν «δολοφονίες». Στο ερώτημα αυτό η απάντηση από πλευράς διεθνούς δικαίου είναι ότι οι δολοφονίες απαγορεύονται εκτός και αν υπάρχει εμπλοκή σε πόλεμο οπόταν και ισχύουν οι σχετικοί κανόνες του jus in bello και οι κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Η επίκληση του κανόνα της αυτοάμυνας και δη του ζητήματος κατά πόσον οι εν λόγω πράξεις αποτελούν πράξεις προληπτικής χρήσης βίας για σκοπούς αυτοάμυνας αποτελεί το επίμαχο ζήτημα στην συγκεκριμένη περίπτωση και αφορούν τόσο τις ενέργειες των ΗΠΑ αλλά και του Ιράν εις απάντηση των γεγονότων της Βαγδάτης. Από πλευράς ΗΠΑ τέθηκαν συγκεκριμένα ερωτήματα που οριοθετούν την νομική αιτιολόγηση των ενεργειών των ΗΠΑ: πρώτον, κατά πόσον υπάρχουν στοιχεία ότι το εμπλεκόμενο άτομο ή άτομα ή ομάδα ατόμων προετοιμάζει άμεσα χτύπημα εναντίον αμερικανικών στόχων ή τρομοκρατική ενέργεια εναντίον των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις ΗΠΑ ο ρόλος του Σουλεϊμανί ως προς την προετοιμασία χτυπημάτων εναντίον των ΗΠΑ ή αμερικανικών συμφερόντων ήταν κομβικός και μάλιστα κατηγορήθηκε για την ενορχήστρωση επιθέσεων εναντίον της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Βαγδάτη τις προηγούμενες μέρες από φιλοϊρανικά στοιχεία που οδηγήσαν μάλιστα στον θάνατο αμερικανού υπηκόου. Δεύτερον, κατά πόσον υπάρχει η δυνατότητα νομίμου σύλληψης του εν λόγω ατόμου ή ατόμων και προσαγωγή του σε δικαστήριο. Σύμφωνα με τις ΗΠΑ ο Σουλεϊμανί λόγω του ρόλου και της δράσης του ήταν αδύνατον να συλληφθεί και να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου. Προς τούτους τους λόγους, σύμφωνα πάντα με τις ΗΠΑ, η ενέργεια νομιμοποιείται στα πλαίσια της προληπτικής χρήσης βίας για σκοπούς αυτοάμυνας στη βάση του Διεθνούς Δικαίου.
Τονίζεται το γεγονός ότι η χρήση βίας εκτός περιπτώσεων συρράξεων ορίζεται, ως έχει αναφερθεί εξ υπαρχής, από το jus ad bellum, βασικός κανόνας του οποίου είναι ο κανόνας απαγόρευσης χρήσης βίας που αποτελεί κανόνα jus cogens και ορίζεται στο Άρθρο 2(4) του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ο κανόνας αυτός πρέπει να διαβάζεται μαζί με την απαγόρευση επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα ενός κράτους όπως οριοθετείται από το Άρθρο 2(7) του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Οι κανόνες αυτές έχουν επακριβώς αναλυθεί και επεξηγηθεί στην Υπόθεση Νικαράγουα ν. ΗΠΑ (1984 και 1986), υπόθεση που αποτελεί τη νομική αυθεντία στο διεθνές δίκαιο όσον αφορά στην χρήση βίας. Υπάρχουν δυο μοναδικές εξαιρέσεις στη βάση του διεθνούς δικαίου για την χρήση βίας οι οποίες αναφέρονται σχετικά στον ίδιο τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και συγκεκριμένα στα Άρθρα 42 και 51. Το Άρθρο 42 αναφέρεται ουσιαστικά στην δυνατότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού να εξουσιοδοτήσει την χρήση βίας, ενώ το Άρθρο 51 αναφέρεται στο εγγενές δικαίωμα των κρατών για αυτοάμυνα. Τόσο το Άρθρο 42 όσο και το 51 συναντώνται στο Κεφάλαιο VII του Καταστατικού Χάρτη που τιτλοφορείται «Ενέργειες σε περίπτωση απειλής της ειρήνης, διατάραξης της ειρήνης και επιθετικών πράξεων».
Δεδομένου του γεγονότος ότι δεν υπάρχει εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για τις εν λόγω ενέργειες το θέμα εξετάζεται υπό το πρίσμα του εγγενούς ατομικού δικαιώματος αυτοάμυνας. Το Άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ αναφέρει ότι:
« Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εν τω παρόντι Χάρτη θα παρεμποδίζει το φυσικόν δικαίωμα ατομικής νομίμου αμύνης εις περίπτωσιν καθ’ ην Μέλος τι των Ηνωμένων Εθνών υποστή επίθεσιν ένοπλον, μέχρις ού το Συμβούλιον Ασφάλειας λάβη τα αναγκαία μέτρα προς διατήρησιν της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Τα υπό των Μελών λαμβανόμενα μέτρα εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου νομίμου αμύνης, θα αναφέρωνται αμέσως εις το Συμβούλιον Ασφαλείας και κατ’ ουδέν θα θίγουν την εξουσίαν και την υποχρέωσιν του Συμβουλίου Ασφαλείας συμφώνως τω παρόντι Χάρτη όπως αναλάβη οποτεδήποτε οίαν δράσιν ήθελε κρίνει αναγκαίαν προς διατήρησιν ή αποκατάστασιν της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας . »
Στη βάση του πιο πάνω σχετικού Άρθρου του Καταστατικού Χάρτη εξάγονται τα ακόλουθα συνοπτικά συμπεράσματα, τα οποία έχουν, εν πάσει περιπτώσει, αναλυθεί σε διάφορες αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου και κυρίως στην προαναφερθείσα υπόθεση της Νικαράγουας. Πρώτον, ενυπάρχει στο διεθνές δίκαιο το φυσικό δικαίωμα ατομικής άμυνας. Το δικαίωμα αυτό ενεργοποιείται όταν ένα κράτος δεχθεί ένοπλο επίθεση. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να εκφράζεται μέχρις ότου το Συμβούλιο Ασφαλείας λάβει τα αναγκαία μέτρα στην βάση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Επιπρόσθετα, η χρήση βίας στα πλαίσια επίκλησης του δικαιώματος αυτοάμυνας προϋποθέτει την άμεση αναφορά των μέτρων που λαμβάνονται στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Όπως έχει αναφερθεί στην Υπόθεση Oil Platforms (Iran v. US, 2003), το δικαίωμα αυτοάμυνας προϋποθέτει πρώτον ότι υπήρξε επίθεση για την οποία έχει διεθνή ευθύνη ένα κράτος και ότι αυτή η επίθεση ήταν τέτοιας φύσεως ούτως ώστε να αποτελεί ένοπλη επίθεση στη βάση του Άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Επιπρόσθετα, το Διεθνές Δικαστήριο επαναβεβαίωσε την αρχή που τέθηκε στην Νικαράγουα (1986) ότι θα πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των πλέον σοβαρών εκφάνσεων χρήσης βίας που αποτελούν ένοπλη βία [στη βάση του Άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ] και αυτών που είναι λιγότερες σοβαρές, αφού η νομιμότητα της χρήσης βίας κατ’ επίκληση του Άρθρου 51 εξαρτάται από την ύπαρξη χρήσης ένοπλης βίας. Επιπρόσθετα, ως έχει νομολογηθεί από το Διεθνές Δικαστήριο και ευρέως αναγνωριστεί, η ενάσκηση ένοπλης βίας πρέπει να πληροί τους κανόνες της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας που αποτελούν αρχές εκ των ων ουκ άνευ για την άσκηση χρήσης βίας στο διεθνές δίκαιο από την εποχή της Caroline case (1837).
Οι ενέργειες των ΗΠΑ σε σχέση με την εξόντωση του Σουλεϊμανί αλλά και του Ιράν θα πρέπει, λοιπόν, να εξεταστούν υπό το πρίσμα της πιο πάνω συνοπτικής ανάλυσης των κανόνων που αφορούν την χρήση βίας στο διεθνές δίκαιο και θα πρέπει να αξιολογηθούν ακριβώς υπό τις περιστάσεις που οριοθετούν την επίκληση του δικαιώματος αυτοάμυνας στο διεθνές δικαίο.