Η έννοια της διαδικασίας επί παραβάσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα από τα μέσα τα οποία διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση για κράτη – μέλη της τα οποία δεν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Η διαδικασία προβλέπεται από τις Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το θεσμικό όργανο της Ένωσης το οποίο μπορεί να κινήσει την διαδικασία είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία μπορεί να προσφύγει δικαστικώς στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο δύναται να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις για τις υπό αναφορά ενώπιον του παραβιάσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νομική βάση της διαδικασίας εδράζεται στο Άρθρο 4 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) που αφορά στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, το Άρθρο 17 της ΣΕΕ, το Άρθρο 258 ΣΕΕ / Άρθρο 106α της Συνθήκης Ευρατόμ, το Άρθρο 260(2) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και το Άρθρο 260(3) της ΣΛΕΕ που αναφέρεται στις οικονομικές κυρώσεις λόγω μη κοινοποίησης μέτρων εφαρμογής.
Η διαδικασία προβλέπει διάφορα στάδια, το πρώτο εκ των οποίων είναι η προσπάθεια ταχείας διευθέτησης της πιθανής παραβίασης της ενωσιακής νομοθεσίας, η οποία είτε διαπιστώνεται από την ίδια την Επιτροπή ή καταγγέλεται προς την Επιτροπή. Αυτό γίνεται μέσω της διαδικασίας του «διαρθρωμένου διαλόγου» (EU PILOT), στην οποία τα κράτη – μέλη μπορούν να παράσχουν περαιτέρω πραγματικά ή νομικά στοιχεία. Η επίσημη διαδικασία εκκινάται όταν δεν υπάρχει συμμόρφωση ή επανόρθωση της πιθανής παραβίασης της ενωσιακής νομοθεσίας και περιλαμβάνει μια σειρά από στάδια, όπως είναι για παράδειγμα η προειδοποιητική επιστολή που αποστέλνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς το κράτος – μέλος και με την οποία καλείται το κράτος – μέλος να υποβάλει εντός 2 μηνών παρατηρήσεις για τη μη συμμόρφωση. Μετά την λήψη της απάντησης ή την πάροδο της σχετικής περιόδου, η Επιτροπή εκδίδει αιτιολογημένη γνώμη με την οποία απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι το κράτος – μέλος παραβίασε τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το κράτος – μέλος έχει τότε προθεσμία 2 επιπρόσθετων μηνών για να συμμορφωθεί με την γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το τρίτο στάδιο στη διαδικασία επί παραβάσει είναι η παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον το κράτος – μέλος δεν απαντήσει, ή δεν συμμορφωθεί ή δεν δώσει ικανοποιητική απάντηση. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα τελευταία χρόνια, η πλειοψηφία των υποθέσεων σε ποσοστό 85% διευθετούνται προτού η Επιτροπή προσφύγει στο Δικαστήριο. Το τελευταίο στάδιο είναι η απόφαση του Δικαστηρίου η οποία κατά μέσα όρο έρχεται στα 2 χρόνια. Σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, το κράτος – μέλος οφείλει να προσαρμόσει την σχετική νομοθεσία ή πρακτικές του διευθετώντας την αρχική διαφορά σε εύλογο χρονικό διάστημα. Τέλος, σε περίπτωση που το κράτος – μέλος μετά την απόφαση του Δικαστηρίου δεν συμμορφώνεται, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στέλνει νέα προειδοποιητική επιστολή και σε περίπτωση που το κράτος – μέλος δεν απαντήσει ή δεν δώσει ικανοποιητική απάντηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου και να προτείνει την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής. Τονίζεται ότι οι οικονομικές κυρώσεις ορίζονται στη βάση της σοβαρότητας της παράβασης της ενωσιακής νομοθεσίας, λαμβάνοντας υπόψη την βαρύτητα των κανόνων που έχουν παραβιαστεί και των συνεπειών της σε γενικά ή ειδικά συμφέροντα της ένωσης, την χρονική περίοδο παραβίασης και την ικανότητα του κράτους – μέλους να πληρώσει την χρηματική ποινή, με γνώμονα το ότι η βαρύτητα της ποινής θα αποτελεί αποτρεπτικό μέτρο για το κράτος – μέλος να προχωρήσει σε παραβίαση ή να την τερματίσει. Τονίζεται, επίσης, ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι νομικά δεσμευτικές για τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει οριοθετήσει ένα πλέγμα βέλτιστων πρακτικών σε σχέση με διαδικασίες επί παραβάσει, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντάσσει ετήσιες εκθέσεις για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανά τομέα πολιτικής και ανά χώρα. Για παράδειγμα, το 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προχωρήσει σε 797 νέες διαδικασίες επί παραβάσει σε σύγκριση με 644 το 2018 και 716 το 2017. Σε σχέση με την Κύπρο, το 2019 εκκρεμούσαν 54 διαδικασίες επί παραβάσει, σε σύγκριση με 67 που εκκρεμούσαν το 2018, 61 το 2017, 68 το 2016 και 47 το 2015. Το 2019 κινήθηκαν 43 νέες υποθέσεις επί παραβάσει κατά της Κύπρου (15 αφορούσαν στο περιβάλλον, 6 τον τομέα της εσωτερικής αγοράς, βιομηχανίας, επιχειρηματικότητας και ΜΜΕ, 5 την υγεία και ασφάλεια των τροφίμων, 5 τον τομέα της φορολογίας και των τελωνείων, 3 την κινητικότητα και μεταφορές και 9 για άλλους τομείς.