Μέχρι τις αρχές του 1990, όπου θεσπίστηκε ο Περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του γάμου Νόμος, δεν γινόταν καμία αναφορά για προσπάθεια συνδιαλλαγής μεταξύ των συζύγων στις περιπτώσεις όπου αντιμετώπιζαν προβλήματα στις σχέσεις τους. Από τη γραμματική ερμηνεία του προοιμίου του ως άνω νόμου, προκύπτει ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να δώσει ένα χρονικό περιθώριο στους συζύγους ούτως ώστε να καταβάλουν προσπάθειες για να μην επέλθει η λύση του γάμου τους, με την βοήθεια του αρμόδιου Επισκόπου. Με άλλα λόγια, εναποτέθηκε στη εκκλησία η ύστατη προσπάθεια σωτηρίας του γάμου. Αρμόδιος Επίσκοπος σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του Άρθρου 2 του Νόμου, είναι ο Επίσκοπος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου όπου η/ο σύζυγός έχει τη σύνηθη διαμονή του.
Στο πεδίο εφαρμογής της αναφερόμενης νομοθεσίας, εμπίπτουν γάμοι που έχουν τελεστή σε εκκλησία σύμφωνα πάντοτε με τους κανόνες της Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας. Το άρθρο 2 ορίζει την ερμηνεία του γάμου ως γάμο που έχει ιερολογηθεί σύμφωνα με τους θρησκευτικούς κανόνες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Έτσι, η απόπειρα συνδιαλλαγής πριν την αίτηση λύσης του γάμου σε Οικογενειακά Δικαστήρια απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.22/90. Η περίοδος συνδιαλλαγής ξεκινά από την ημέρα παραλαβής της γνωστοποίησης, δηλαδή την ημέρα επίδοσης της στον αρμόδιο Επίσκοπο και συνεχίζεται μέχρι να παρέλθει η προθεσμία των τριών μηνών, η οποία είναι αρκούντως ικανοποιητική για να καλέσει ο Επίσκοπος τους συζύγους να εμφανιστούν ενώπιων του ως η ύστατη προσπάθεια συμφιλίωσης. Αξίζει να αναφερθεί ότι η αποστολή γνωστοποίησης σε αρμόδιο Επίσκοπο, δεν είναι αναγκαία όταν πρόκειται για λύση πολιτικού γάμου.
Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ορθά δεν απαιτείται η αποστολή γνωστοποίησης, όπως σε περιπτώσεις αφάνειας ή φρενοβλάβειας του άλλου συζύγου, όπου και στις δύο περιπτώσεις απουσιάζει η απόπειρα συνδιαλλαγής. Στη πρώτη περίπτωση ο ένας εκ των συζύγων είναι άφαντος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η νοητική κατάσταση, εκ των πραγμάτων αποτελεί ανάχωμα, αφού δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί ορθά την απόπειρα συνδιαλλαγής.
Σημειώνεται ότι η αίτηση λύσης του γάμου μπορεί να καταχωρηθεί στο Δικαστήριο αφού παρέλθει η προθεσμία των 3 μηνών από την ημέρα παραλαβής της γνωστοποίησης από τον Επίσκοπο και όχι από την ημέρα αποστολής. Τέτοια παράδοση μπορεί να γίνει είτε μέσω ταχυδρομείου (διπλοσυστημένη) όπου σημειώνεται η ημερομηνία παραλαβής από τον Επίσκοπο, είτε δια χειρός όπου ο Επίσκοπος υποχρεούται να θέσει την υπογραφή του.
Αφού παρέλθουν οι 3 μήνες, ο αιτών σύζυγος μπορεί να καταχωρήσει αίτηση λύσης του γάμου στο Οικογενειακό Δικαστήριο, και σύμφωνα με την υπόθεση Ζένιου ν. Ζένιου (2002), τέτοια αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της γνωστοποίησης καθώς και από το δελτάριο του ταχυδρομείου ή την γνωστοποίηση που να φέρει υπογραφή και ημερομηνία παραλαβής από τον αρμόδιο Επίσκοπο. Εντούτοις, η υπόθεση Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο) άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο η γνωστοποίηση να κατατεθεί σε δεύτερο χρόνο, σε σχέση πάντοτε με τη καταχώριση της αίτησης λύσης του γάμου στο Δικαστήριο.
Τέλος, η αναμονή με χρονικό διάστημα 3 μηνών για καταχώρηση λύσης θρησκευτικού γάμου ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου μπορεί να κρινόταν ως δικαιολογημένη και χρήσιμη κατά το έτος 1990, ωστόσο σήμερα φαίνεται να παρακωλύει και να καθυστερεί τη διαδικασία έκδοσης διαζυγίου. Η πιο πάνω θέση διατυπώνεται έχοντας υπόψη τα σημερινά δεδομένα όπου πολλοί εκ των συζύγων δεν ανταποκρίνονται θετικά στην προσπάθεια πνευματικής συνδιαλλαγής. Ως εκ τούτου η πρόταση για τροποποίηση του Νόμου, ήτοι την μείωση της προθεσμίας από 3 μήνες σε 6 εβδομάδες διευκολύνει την διαδικασία έκδοσης διαζυγίου.