Επιλέγω συχνά στη στήλη αυτή να φωτίζω πτυχές της ιστορίας της κυπριακής δικαιοσύνης μέσα από αναφορές σε αδημοσίευτα έγγραφα. Σήμερα θα αναφερθώ στην πρώτη υπόθεση κατά την οποία εγέρθηκε το ζήτημα της επωνυμίας αξιωματούχων της κυβέρνησης σε δικηγορικά γραφεία. Η πρώτη φορά που τέθηκε το ζήτημα ήταν τον Οκτώβριο του 1974.
Ως γνωστό στις 15 Ιουλίου 1974 ανατράπηκε μετά από τη διενέργεια πραξικοπήματος η κυβέρνηση Μακαρίου. Η πραξικοπηματική κυβέρνηση παρέμεινε στην εξουσία για χρονικό διάστημα οκτώ ημερών, μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974. Ακολούθως τα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας ανέλαβε ο τότε Πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος σύμφωνα με το ΣΚΔ είχε την ευθύνη για να αντικαθιστά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974, ο Μακάριος ανέλαβε εκ νέου το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Γλαύκος Κληρίδης διόρισε στις 8 Αυγούστου 1974 ως Υπουργό Δικαιοσύνης τον Λεύκο Κληρίδη, ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
Στις 23 Οκτωβρίου 1974 ο Λεύκος Κληρίδης απέστειλε προς την Επιτροπή Δεοντολογίας του Δικηγορικού Σώματος επιστολή με την οποία ανέφερε πως από τον διορισμό του ως Υπουργού δεν είχε ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα και ούτε προτίθετο να το πράξει, είτε εμφανιζόμενος στο δικαστήριο, είτε με άλλο τρόπο. Εντούτοις, σημείωνε πως η λειτουργία του γραφείου του συνεχιζόταν εφόσον υπήρχαν εκκρεμούσες υποθέσεις. Στο γραφείο του εργαζόταν πλήρως προσωπικό, μεταξύ των οποίων η νεαρή τότε δικηγόρος Ηλιάνα Νικολάου, ενώ συνεργάζονταν με το γραφείο οι Τάκης Ηλιάδης και Αγαμέμνων Ξενοφώντος. Ο Λεύκος Κληρίδης σημείωνε πως γεννάτο θέμα δεοντολογίας και πως ο ίδιος θεωρούσε ως ορθό να συνεχιστεί η εργασία του γραφείου του υπό εμπορική επωνυμία η οποία θα έφερε το όνομά του, και συγκεκριμένα ως «Δικηγορικόν Γραφείον Λεύκου Κληρίδη», αντί ως «Λεύκος Κληρίδης, δικηγόρος».
Πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας ήταν ο Γενικός Εισαγγελέας Κρίτων Τορναρίτης, ενώ μέλη ήταν ο Λεύκος Κληρίδης, και ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας Αχιλλεύς Αιμιλιανίδης. Όπως είναι λογικό ο Λεύκος Κληρίδης ως ενδιαφερόμενος, δήλωσε ότι θα εξαιρείτο από τη συζήτηση του θέματος. Ο Τορναρίτης σε αυθημερόν επιστολή του προς τον Αιμιλιανίδη σημείωσε πως δεν υπήρχε οτιδήποτε που να εμπόδιζε χρήση ως εμπορικής επωνυμίας του ονόματος δικηγόρου που αποσύρθηκε από την εξάσκηση του επαγγέλματος. Σημείωσε ότι στο παρελθόν υπήρξαν πολλά παραδείγματα, όπως «Δικηγορικόν Γραφείον Ευγένιου Ζήνωνος, Γιάγκος Ποταμίτης, δικηγόρος», «Δικηγορικόν Γραφείον Ι. Κληρίδης και Υιών, Ξάνθος Κληρίδης, δικηγόρος», «Δικηγορικόν Γραφείον Παυλίδη και Τριανταφυλλίδη, Α. Τριανταφυλλίδης, δικηγόρος» κοκ. Ο Αιμιλιανίδης απάντησε στις 5 Νοεμβρίου 1974 ότι συμφωνούσε με τον Τορναρίτη και ότι ανεξαρτήτως της νομικής πτυχής θα ήταν άδικο να υποστεί τεράστια ζημιά δικηγορικό γραφείο με πολυετή εργασία ενόσω ο δημιουργός του υπηρετούσε στο λειτούργημα του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Ο Λεύκος Κληρίδης αποχώρησε από Υπουργός λίγους μήνες αργότερα στις 14 Ιανουαρίου 1975, και συνέχισε να δικηγορεί μέχρι τον θάνατό του συμπληρώνοντας συνολικά 66 χρόνια δικηγορίας. Η σύντομη πολιτική του θητεία σε μια περίοδο που η κυπριακή πολιτεία ήταν τραυματισμένη από το τραύμα της τουρκικής εισβολής αποτελεί μια υποσημείωση στην μακρά σταδιοδρομία του. Η απόφαση όμως της Επιτροπής Δεοντολογίας για τον ίδιο χρησιμοποιήθηκε έκτοτε ως προηγούμενο για όλες τις περιπτώσεις δικηγορικών γραφείων που φέρουν την επωνυμία πρώην δικηγόρων που διορίστηκαν ως κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Το θέμα πλέον έχει ανεξαρτήτως της αυστηρά νομικής πτυχής του καταστεί τμήμα της πολιτικής αντιπαράθεσης, και αξιολογείται σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον άσκησης δικηγορίας και διασύνδεσης δικηγορίας και πολιτικής από αυτό που είχαν υπόψη τους είτε ο Λεύκος, είτε ο Τορναρίτης, είτε ο Αιμιλιανίδης.