Σκέψεις και προβληματισμοί με αφορμή την Προεδρική πρόταση για το Σύνταγμα του 1960
Οι αντιδράσεις και οι αντεγκλήσεις σε σχέση με την πρόταση του Προέδρου Αναστασιάδη για επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 είναι ενδεικτικές μιας ευρύτερης σύγχυσης για τα τεκταινόμενα στο Κυπριακό καθώς και αδυναμίας στη στοχοθέτηση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής. Ως εκ τούτου είναι σημαντικό έστω και συνοπτικά να αξιολογήσουμε τα συναφή δεδομένα στη βάση των ιστορικών γεγονότων.
Το Σύνταγμα του 1960 το οποίο στηριζόταν στη Συναινετική Δημοκρατία (Conscociational Democracy) χαρακτηρίσθηκε από πολλούς αναλυτές ως εξαιρετικά δύσκολο. Μάλιστα, διάφορα έγγραφα ξένων υπηρεσιών υπογράμμιζαν ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία γεννήθηκε ετοιμοθάνατη» (The Republic of Cypruswas born moribund). Για τη λειτουργία ενός τέτοιου Συντάγματος απαιτείτο, μεταξύ άλλων, πολιτική ωριμότητα, αμοιβαία ανοχή, αλληλοσεβασμός και ένα ελάχιστο πλαίσιο κοινών επιδιώξεων. Τα στοιχεία αυτά δεν υπήρχαν τότε. Αμφιβάλλω επίσης κατά πόσον υπάρχουν σήμερα σε βαθμό που μπορεί να οικοδομηθεί ένα κοινό ομοσπονδιακό κράτος.
Με την κατάθεση των 13 σημείων από τον Πρόεδρο Μακάριο στις 30 Νοεμβρίου 1963 για αναθεώρηση του Συντάγματος η καχυποψία μεταξύ των δύο πλευρών αυξήθηκε. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θεώρησε τις θέσεις αυτές ως «τροφή για σκέψη» για βελτίωση του Συντάγματος ενώ η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή πλευρά έκαναν λόγο για συνταγματικό πραξικόπημα. Οι διακοινοτικές ταραχές που ακολούθησαν ήταν το αναπόφευκτο επακόλουθο. Το ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 4 Μαρτίου 1964 αποτέλεσε ένα θρίαμβο για τον Μακάριο και την Κυπριακή Δημοκρατία. Υπογραμμίζεται ότι για το ψήφισμα αυτό κατέβαλαν ιδιαίτερες προσπάθειες η Βρετανία και η Σοβιετική Ένωση για διαφορετικούς λόγους. Δια του ψηφίσματος αυτού επήλθε μια μεγάλη πολιτειακή αλλαγή καθώς η Κύπρος λειτουργούσε πλέον ως ενιαίο κράτος. Οι πλείστοι Τουρκοκύπριοι είχαν κλεισθεί σε θύλακες και η ηγεσία τους σε συνεργασία με την Τουρκία προσπαθούσε να θέσει τις βάσεις για μια αυτόνομη διοίκηση που στην πορεία του χρόνου θα δρούσε ανάλογα.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν αξιοποίησε την Έκθεση του Ειδικού Αντιπροέδρου του ΓΓ του ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα το 1965 η οποία κατ΄ ουσίαν στήριζε την προοπτική του ενιαίου κράτους. Μετά την άνοδο της Χούντας στην Ελλάδα στις 21 Απριλίου 1967, την κρίση στην Κοφίνου το Φθινόπωρο του ίδιου έτους και την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, ο Μακάριος στράφηκε προς την πολιτική του εφικτού. Δυστυχώς όμως διάφοροι ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες ματαίωσαν την προοπτική μιας δίκαιης λύσης στη βάση του ενιαίου κράτους.
Μετά την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής και την κατάρρευση της Χούντας στην Αθήνα καθώς και του πραξικοπηματικού καθεστώτος στη Λευκωσία, ο Προεδρεύων Γλαύκος Κληρίδης πρότεινε στις 23 Ιουλίου, 1974 στον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς την επαναφορά του Συντάγματος του 1960, παρά το προσχέδιο συμφωνίας για ενιαίο κράτος το οποίο είχαν ολοκληρώσει ο Μιχαήλ Δεκλερής και ο Ορχάν Αλτικαστί στις 13 Ιουλίου 1974. Ο Ντενκτάς μετά από συνεννόηση με την Άγκυρα απάντησε ότι «ήταν πλέον αργά».
Θεωρώ ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά έπρεπε και μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης του Σχεδίου Αττίλα να επιμείνει στην επαναφορά του Συντάγματος του 1960 ή τουλάχιστον στην αξιοποίησή του ως βάση για λύση του προβλήματος. Άλλωστε όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 προέβαλε τον ισχυρισμό ότι στόχος της ήταν η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Το τι ακολούθησε με την εγκατάλειψη της θέσης αυτής είναι γνωστό. Ατέρμονοι κύκλοι συνομιλιών και σταδιακής αλλά και σταθερής μετατόπισης των θέσεων της τουρκικής πλευράς οδήγησαν στη σημερινή οδυνηρή κατάσταση. Δυστυχώς και η ελληνοκυπριακή πλευρά προέβη σε πολλές παραχωρήσεις με την ψευδαίσθηση ότι τελικά θα υπήρχε κατάληξη σε μια οριστική διευθέτηση.
Ούτως ή άλλως, η βασική φιλοσοφία του Συντάγματος του 1960 είναι μέρος όλων των σχεδίων που έχουν κατατεθεί μέχρι σήμερα. Υπογραμμίζονται, μεταξύ άλλων, ο δικοινοτισμός και η έννοια της δυαρχίας. Πέραν τούτου, σημειώνεται συναφώς ότι στο Σύνταγμα του 1960 το Ανώτατο Δικαστήριο αποτελείται από τρεις δικαστές – ένα Έλληνα, ένα Τούρκο και ένα ξένο. Η αντίστοιχη πρόνοια στο Σχέδιο Ανάν ήταν τρεις Έλληνες, τρεις Τούρκοι και τρεις ξένοι Δικαστές. Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλα τα δεδομένα υπογραμμίζω ότι η θέση για να προταχθεί το Σύνταγμα του 1960 ως βάση για λύση είναι φυσιολογική και σωστή. Ο στόχος πρέπει να είναι ο εμβολιασμός του με πρόνοιες που να ενισχύουν την προώθηση κοινών επιδιώξεων ούτως ώστε να υπάρχουν καλύτερες πιθανότητες για τη βιωσιμότητα ενός ομοσπονδιακού πολιτεύματος. Οι θέσεις αυτές καθώς και συγκεκριμένες εισηγήσεις η υλοποίηση των οποίων θα συμβάλει στη δημιουργία ενός πλαισίου κοινών επιδιώξεων, είναι ενσωματωμένες στο Κείμενο Πολιτικής με τίτλο «ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΤΥΠΗ ΠΕΝΤΑΜΕΡΗ – Η Πρόταση για ένα Φυσιολογικό Κράτος» που κατέθεσα στις 29 Ιουνίου 2021. Εννοείται ότι λαμβάνονται επίσης υπ’ όψιν τα δεδομένα που δημιουργήθηκαν μετά το 1974, τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ και η υιοθέτηση του Ευρώ.
Επιπρόσθετα, η αναφορά στο Σύνταγμα του 1960 προασπίζει τη θέση για τη συνέχεια του νόμιμου κράτους στα πλαίσια μιας λύσης του Κυπριακού. Άλλωστε όλες οι πολιτικές δυνάμεις, περιλαμβανομένων και εκείνων που τάσσονται ανεπιφύλακτα υπέρ της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, είναι εναντίον της παρθενογένεσης. Ως εκ τούτου η ταυτόχρονη απάρνηση του Συντάγματος του 1960 και της παρθενογένεσης αποτελεί σοβαρή αντίφαση. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα το οποίο πρέπει να απασχολήσει τις πολιτικές δυνάμεις.
Εν κατακλείδι αξιολογώντας το τι έλαβε χώρα από το 1974 μέχρι σήμερα καθώς και τη πολύ δυσμενή κατάσταση στο Κυπριακό, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η σημερινή θλιβερή πραγματικότητα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων αλλά και άλλων παραγόντων, μεταξύ των οποίων βασικά ελλείμματα γνώσεων και κατανόησης του ευρύτερου περιβάλλοντος. Εν ολίγοις το έλλειμμα γνώσεων συνεπάγεται βαρύ τίμημα. Και αυτό ισχύει για όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Για να μπορέσει η Κύπρος να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις ποικιλόμορφες προκλήσεις απαιτείται η ουσιαστική αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος και σε επίπεδο προσωπικού αλλά και ιδεών.