Ο περί της Προστασίας του Καταναλωτή Νόμος 2021, Μέρος ΙΙ («Νόμος») εναρμονίζει την Κύπρο με την Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά.Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Νόμου, αυτός εφαρμόζεται στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζόμενη με ένα προϊόν.
Τέτοιες πρακτικές απαγορεύονται.
Σημειώνουμε ότι το συγκεκριμένο μέρος του Νόμου εφαρμόζεται μόνο σε σχέσεις εμπόρου-καταναλωτή και δεν καλύπτει τις εμπορικές πρακτικές εμπόρων που απευθύνονται προς άλλους εμπόρους. Οι τελευταίες ρυθμίζονται από την Οδηγία 2006/114/ΕΚ η οποία δεν εφαρμόζεται στη σχέση εμπόρου-καταναλωτή (με εξαίρεση το άρθρο 4 της Οδηγίας που διέπει τη συγκριτική διαφήμιση).
Τι είναι η εμπορική πρακτική;
Με βάση το άρθρο 4, η «Εμπορική πρακτική» είναι κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπο συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευόμενου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές. Σύμφωνα με την απόφαση C-453-10: Perenicovaτου Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωση, οι όροι μιας σύμβασης αποτελούν εμπορική πρακτική δεδομένου ότι συνδέονται άμεσα με την προώθηση του προϊόντος το οποίο καλύπτουν, προς τους καταναλωτές.
Το προϊόν με βάση το Νόμο περιλαμβάνει κάθε αγαθό ή υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένης ακίνητης περιουσίας, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Τι είναι η Αθέμιτη Εμπορική Πρακτική;
Με βάση το άρθρο 5(2) του Νόμου, «Αθέμιτη Εμπορική Πρακτική»είναι η πρακτική που:
- είναι αντίθετη με τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας ή/και
- στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας όταν η εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα ή/και
- είναι παραπλανητική ή/και
- είναι επιθετική
Τα κριτήρια 1 και 2 (Γενική Ρήτρα), αν και αναφέρονται στο Νόμο διαζευκτικά, θα πρέπει να εξετάζονται μαζί. Αυτό διότι η Οδηγία – η οποία είναι μέγιστης εναρμόνισης – τα έχει ενοποιημένα.
Η«επαγγελματική ευσυνειδησία» σημαίνει το μέτρο της ειδικής τεχνικής ικανότητας και μέριμνας που ευλόγως αναμένεται να επιδεικνύει ένας εμπορευόμενος προς τους καταναλωτές, κατ’ αναλογία προς την έντιμη πρακτική της αγοράς και/ή τη γενική αρχή της καλής πίστης, στον τομέα δραστηριοτήτων του εμπορευόμενου. Για παράδειγμα, η αυτόματη ανανέωση σύμβασης εάν δεν ληφθούν μέτρα για μη ανανέωση από τον καταναλωτή δυνατόν να παραβαίνει τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας.
Πρακτική που στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή είναι πρακτική η οποία γίνεται με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δε θα ελάμβανε.
Τα κριτήρια 1 και 2 είναι αυτοτελές καιμελλοντοστραφή καθώς παρέχουν τη δυνατότητα αντιμετώπισης αναδυόμενων αθέμιτων πρακτικών (βλ σχετικά C435/11 CHS Tour Services GmbH).
Το κριτήριο 3 αφορά τις παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές οι οποίες αποτελούνται από παραπλανητικές πράξεις και παραπλανητικές παραλήψεις. Παραπλανητική πράξη είναι το ψέμα ενώ παραπλανητική παράλειψη είναι η παράλειψη ουσιωδών πληροφοριών. Οποτεδήποτε υπάρχει πρόσκληση για αγορά τότε είναι υποχρεωτικό να παρέχονται οι ακόλουθες πληροφορίες:
- Τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος
- Γεωγραφική διεύθυνση και ταυτότητα του εμπορευόμενου
- Την τιμή (ή τον τρόπο υπολογισμού), συμπεριλαμβανομένων των φόρων, τις πρόσθετες επιβαρύνσεις
- Ρυθμίσεις για την πληρωμή, παράδοση και εκτέλεση κι αντιμετώπιση παραπόνων
- Η ύπαρξη του δικαιώματος υπαναχώρησης ή ακύρωσης
Το κριτήριο 4 αφορά τις επιθετικές πρακτικές. Επιθετική πρακτική είναι πρακτική που εάν, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, χρησιμοποιεί παρενόχληση, καταναγκασμό, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρηση επιρροής και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς το προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δε θα ελάμβανε. (π.χ. απειλή για λήψη μέτρου που δεν μπορεί να ληφθεί νόμιμα, η χρήση απειλής, η εκμετάλλευση συγκεκριμένης ατυχίας του καταναλωτή η οποία είναι τόσο σοβαρή ώστε να διαταράσσει την κρίση του καταναλωτή)
Ο Νόμος στο Παράρτημα Ι, περιέχει λίστα παραπλανητικών (23 περιπτώσεις) και επιθετικών (8 περιπτώσεις) εμπορικών πρακτικών οι οποίες πάντοτε θεωρούνται αθέμιτες.