Σε προηγούμενο μου άρθρο στην Δικαιοσύνη με τίτλο Άθελες σκέψεις…, είχα αναφερθεί στην πρακτική που εφαρμόζουν οι εκάστοτε κυβερνώντες, προκειμένου να συγκαλύπτουν τις παρασπονδίες τους και ασφαλώς, για να αποφεύγουν τις ευθύνες των πράξεων τους. Είχα συναφώς αναφερθεί, στην πρακτική της οργανωμένης χειραγώγησης των πολιτών.
Και ήταν ομολογουμένως, ουκ ολίγες οι φορές, που ακούοντας την στοχευμένη ερώτηση του φιλοκυβερνητικού δημοσιογράφου και την πολύ καλά προβαρισμένη απάντηση του πολιτικάντη, είχα μείνει να διερωτώμαι, ως προς το τι είχαν μαγειρέψει οι δύο τους και τι ήταν εκείνο, που ήθελαν να μας σερβίρουν. Με παρόμοιο τρόπο σκέφτηκα και όταν έτυχε να δω κάποιες δημοσκοπήσεις, εν μέσω πανδημίας.
Το θέμα όμως του άρθρου μου αυτού, δεν είναι η χειραγώγηση του απλού πολίτη, αλλά το κατά πόσο, οι κυβερνώντες επιστρατεύουν την ίδια αυτή πρακτική, προκειμένου να επηρεάσουν τους δικαστές μας, και κατ’ επέκταση, την ορθή πορεία της Δικαιοσύνης.
Ως εκ του λειτουργήματος τους, οι δικαστές οφείλουν καθηκόντως να ενεργούν μακριά από κάθε είδους παρέμβαση, και ασφαλώς, να εφαρμόζουν πιστά και αυστηρά τον Νόμο. Οι παρεμβάσεις προς τους δικαστές, πλήττουν την αμεροληψία τους και οδηγούν στην λήψη, αμφισβητούμενων αποφάσεων. Όσο δε πληθαίνουν οι αμφισβητούμενες αποφάσεις των Δικαστηρίων, τόσο πιο πολύ κλονίζεται η εμπιστοσύνη του κόσμου προς την Δικαιοσύνη. Ως εκ των ανωτέρω, δεν είναι καθόλου τυχαίο, που ο ίδιος ο Νόμος, θεωρεί τις παρεμβάσεις προς τους δικαστές απαράδεκτες και σε πολλές περιπτώσεις, ποινικά κολάσιμες.
Οι ίδιοι οι δικαστές φυσικά, διατείνονται πως δεν επηρεάζονται από εξωγενείς παρεμβάσεις, εξ ου και οι δικηγόροι, τούς αποκαλούν υποκοριστικά «θεούς». Ιδίως εκείνους του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το μόνο βέβαιο είναι, πως οι δικαστές είναι άνθρωποι, με τις αδυναμίες του ο καθένας και ασφαλώς, με τη συνείδηση του. Και όπως όλοι ξέρουμε, η συνείδηση συχνά, θολώνει ή και διαστρεβλώνει την κρίση μας. Ιδίως όταν με αυτήν, συμπλέκονται άλλες ιδέες, όπως τον πατριωτισμό ή ακόμα και το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης . Εξίσου βέβαιο ασφαλώς, είναι και το ότι, οι δικαστές δεν είναι εκεί για να ενεργούν με βάση την απρόβλεπτη και υποκειμενική τους συνείδηση, αλλά είναι εκεί, για να εφαρμόζουν τον Νόμο, με βάση το Νόμο.
Όταν λοιπόν ο Νόμος της χώρας μας λέει ξεκάθαρα «άσπρο» και η κυβέρνηση πράττει το «μαύρο», τότε ο πολίτης που ζημιώνει ή που υποφέρει από αυτή την παρανομία, θα προσφύγει στο δικαστήριο, για «να βρει το δίκαιο του». Και ασφαλώς, θα εναπόκειται στον δικαστή της υπόθεσης, να εφαρμόσει τον Νόμο – αυστηρά και απρόσωπα – και να δικαιώσει τον πολίτη. Διότι, αν ο δικαστής της υπόθεσης δεν κάνει ακριβώς αυτό, τότε ο πολίτης, θα χάσει την εμπιστοσύνη του στα δικαστήρια και θα διαλαλεί πανταχόθεν, πως στον τόπο μας «δεν υπάρχει Δικαιοσύνη». Κάτι, που δυστυχώς σήμερα, το λεν πολλοί. Ίσως και οι περισσότεροι.
Και ασφαλώς, δεν χρειάζεται ο πολίτης να είναι καθηγητής της νομικής ή έστω πτυχιούχος της επιστήμης, προκειμένου να μπορεί να αντιληφθεί το «άσπρο» που ορίζει ο Νόμος ή να το διακρίνει από το «μαύρο». Αρκεί να διαθέτει, τον στοιχειώδη εκείνο δείκτη της νοημοσύνης, που θα τον εμπόδιζε από του να λαμβάνει, επίδομα νοητικής αναπηρίας.
Η κυβέρνηση φυσικά, μετά που θα κάνει το μαύρο εις βάρος των δικαιωμάτων του πολίτη και μετά που ο τελευταίος θα την προσάξει ενώπιον της Δικαιοσύνης, θα φέρει ένσταση στο παράπονο και θα εισηγηθεί κατανοητά, πως δεν παραβίασε τον Νόμο. Μόνο έτσι γλυτώνει, την καταβολή αποζημιώσεων, αλλά και το συνεπαγόμενο «πολιτικό κόστος», για την παρανομία της.
Θα φέρει λοιπόν η κυβέρνηση ένσταση στο παράπονο του πολίτη και θα επιχειρήσει να κάνει, το άσπρο – μαύρο, για να γλυτώσει. Θα πει του δικαστή, πως το άσπρο του Νόμου, είναι αναπόσπαστο μέρος του γκρίζου, αλλά και πως το γκρίζο, περιέχει μέσα και μαύρο. Και πως κατά συνέπεια, όταν ο Νόμος λέει «άσπρο» εννοεί και το «μαύρο» ! Η δε λέξη που ψάχνει τώρα ο αναγνώστης στο μυαλό του, είναι οι «σοφιστείες» , ενώ ο διάδικος πολίτης που ακούει τα πιο πάνω, θα φαντάζεται κατανοητά, έναν που πνίγεται και που πιάνεται από τα μαλλιά του, στην προσπάθεια του να γλιτώσει.
Τελειώνει αισίως η νοητή τούτη δίκη και έρχεται η ώρα της δικαστικής κρίσης και της πολυπόθητης, δικαίωσης. Εκείνης που οφείλει να εμπεδώνει στον κάθε ένα από εμάς, το αίσθημα, πως ζούμε σε ένα Κράτος Δικαίου. Το αίσθημα, πως οι δικαστές μας είναι όντως αμερόληπτοι, πως δεν χειραγωγούνται και πως εφαρμόζουν πιστά και αυστηρά τον Νόμο. Και ακούει ο πολίτης τον δικαστή, να υιοθετεί τις αλχημείες της Κυβέρνησης και να αποφασίζει εν τέλει, υπέρ της. Ακούει ένα δικαστή να του λέει, πως άσπρο σημαίνει μαύρο. Ή πως «ένα» σημαίνει «δύο». Τι θα σκεφτεί ο εμβρόντητος πολίτης για το δικαστή; Θα έχει άδικο αν σκεφτεί, πως ο δικαστής χειραγωγήθηκε τρόπον τινά από την Κυβέρνηση; Θα εμπιστευτεί ποτέ ξανά στην ζωή του, δικαστή ή δικαστήριο;
Διάβασα με πολλή προσοχή την πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, για τους εξόριστους φοιτητές μας. Δεν γνωρίζω προσωπικά τον Κωμοδρόμο Δ. αλλά παρακολουθώ συστηματικά τις αποφάσεις του και ομολογώ ευθαρσώς, πως κατά κανόνα, τον θεωρώ, ως ένα πολύ ικανό και νομομαθή δικαστή. Η συγκεκριμένη του όμως απόφαση, με παραξένεψε.
Η νεαρή προσφεύγουσα, ζητούσε από το Διοικητικό Δικαστήριο προσωρινό ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο, να της επέτρεπε ουσιαστικά, να επιστρέψει στον τόπο της, χωρίς να κατέχει το περίφημο χαρτί υγείας (το οποίο, αν και προσπάθησε εντούτοις δεν μπορούσε να εξασφαλίσει). Η κυβέρνηση έφερε ως είθισται, ένσταση στην αίτηση αυτή, ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων, πως η προσβαλλόμενη απόφαση της, (εκείνη δηλαδή που απαιτούσε, την παρουσίαση του μη αποκτήσιμου χαρτιού υγείας, ως προϋπόθεση για να επιτραπεί η είσοδος κάποιου στην Δημοκρατία) δεν ήταν υποκείμενη σε έλεγχο από το Διοικητικό Δικαστήριο. Πως επρόκειτο δηλαδή, για ένα είδος κυβερνητικής απόφασης, την νομιμότητα της οποίας, το Διοικητικό Δικαστήριο, δεν είχε δικαιοδοσία ή εξουσία να ελέγξει.
Ο Κωμοδρόμος Δ. έκανε αποδεκτή την πιο πάνω προδικαστική ένσταση της Κυβέρνησης. Έκρινε συναφώς πως ως δικαστήριο, δεν είχε την εξουσία και πως κατ’ επέκταση, δεν μπορούσε να ελέγξει, την νομιμότητα της συγκεκριμένης απόφασης της κυβέρνησης. Ως εδώ, όλα κατανοητά και ενδεχομένως (υπό επιφύλαξη), νομικά ορθά. Δεν ήταν αυτά που με παραξένεψαν. Ήταν εκείνα που επακολούθησαν.
Βλέπετε, ο Κωμοδρόμος Δ. είχε απορρίψει κατά την δικαστική του καριέρα, δεκάδες προσφυγές επί παρομοίων προδικαστικών ενστάσεων, και οποτεδήποτε συνέβαινε κάτι τέτοιο, το θέμα τελείωνε ως εκεί. Κάτι το οποίο, είναι εξ’ άλλου και νομικά, αυτονόητο. Διότι, αν κρίνω ως δικαστής, πως δεν έχω δικαιοδοσία ή εξουσία να εξετάσω ένα θέμα, τότε δεν θα το εξετάσω, διότι ακριβώς , δεν έχω εξουσία για να το εξετάσω. Το ίδιο ακριβώς είχε κάνει και η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2013, με τις προσφυγές για τα κουρέματα. Τις απέρριψε επί προδικαστικών δικαιοδοτικών ζητημάτων, και κατ΄ επέκταση, δεν μπήκε στην ουσία τους.
Στην υπό κρίση περίπτωση όμως, ο Κωμοδρόμος Δ. παρέβηκε τον κανόνα και μπήκε για κάποιο λόγο, και στην ουσία της υπόθεσης. Χωρίς να έχει δικαιοδοσία να το κάνει. Και υιοθετώντας πλήρως τις εισηγήσεις της κυβέρνησης περί «άσπρου – μαύρου» αποφάσισε, πως οι αφορισμοί των φοιτητών μας, δεν ήταν έκδηλα παράνομοι. Και τούτο διότι, όπως είπε, οι «περιορισμοί» που είχε θέσει η κυβέρνηση στο δικαίωμα εισόδου των πολιτών της ήταν «προσωρινοί» και ταγμένοι στην προστασία της «δημόσιας υγείας». Άρα, κατέληξε, οι περιορισμοί αυτοί, ενδεχομένως, να είναι επιτρεπτοί κάτω από το Άρθρο 14 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 14 του Συντάγματος όμως, λέει ξεκάθαρα μα και ανεπιφύλακτα «άσπρο». 15 λέξεις είναι όλες και όλες. «Ουδενός πολίτου απαγορεύεται η είσοδος εις την Δημοκρατία ουδ’ επιτρέπεται η εξορία, υφ’ οιεσδήποτε περιστάσεις». Πιο άσπρο από αυτό δεν γίνεται. Ούτε εξαιρέσεις υπάρχουν στο Άρθρο 14, ούτε περιορισμοί. Ούτε προσωρινοί, ούτε μόνιμοι. Το δικαίωμα κάποιου να επιστρέψει όποτε θέλει στον τόπο του, είναι κατά το Σύνταγμα, απολύτως απόλυτο. Και είναι τούτο το επιχείρημα που προβάλουμε διεθνώς, διεκδικώντας την επιστροφή των προσφύγων μας στην κατεχόμενη γη τους. Όπως ακριβώς είναι απόλυτο και το δικαίωμα να μη υποβάλλεται κάποιος σε βασανιστήρια και σε απάνθρωπη μεταχείριση. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Πάλιν καλά δηλαδή που οι κυβερνώντες, δεν σκέφτηκαν να επαναφέρουν την ποινή του ραπίσματος, για να σιωπούν αυτούς που μιλούν εναντίον των μεθοδεύσεων της. Απεναντίας μάλιστα, και προκειμένου να αρθεί ακόμα και η παραμικρή αμφιβολία ή περιθώριο για σοφιστείες, ο Συνταγματικός Νομοθέτης, κατέληξε προνοητικά στο Άρθρο 14 με το «υφ οιεσδήποτε περιστάσεις». Ούτε καν δηλαδή, υπό τις ακραίες περιστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Πόσο μάλλον δε, κατ΄ επίκληση της «δημόσιας υγείας» η οποία και οχρειά, μπροστά στην έκτακτη ανάγκη.
Στην υπό κρίση περίπτωση όμως, η Κυβέρνηση ήθελε να λάβει και ασφαλώς έλαβε μέτρα, τα οποία απέληγαν διαυγώς σε μαύρο. Μέτρα τα οποία καταστρατήγησαν το Άρθρο 14 του Συντάγματος και τα οποία εξόφθαλμα αλλά και αυταπόδεικτα, εμπόδισαν Κύπριους πολίτες, από του να ασκήσουν, το απόλυτο τους δικαίωμα, να επιστρέψουν όταν ήθελαν στην πατρίδα τους. Και τούτο ασφαλώς το έκαναν οι κυβερνώντες, διότι όπως υποχρεωθήκαν να μας παραδεχθούν εκ των υστέρων, η πανδημία τους βρήκε εντελώς απροετοίμαστους και έτσι, δεν είχαν οργανώσει από πριν, επαρκείς χώρους υποδοχής των πολιτών τους.
Προκειμένου όμως, να συγκαλύψουν την ανικανότητα τους και ασφαλώς την παρανομία τους, οι κυβερνώντες επιστράτευσαν τότε, την μέθοδο της χειραγώγησης, και προς τούτο μας πέταξαν, ως η σουπιά το μελάνι, το χαρτί υγείας και την δήθεν «δημόσια υγεία». Πως τάχα, ότι και αν ήταν αυτό που έκαναν με το χαρτί υγείας, το έκαναν για το «δημόσιο καλό». Και ήταν φρονώ, τόσο επιτυχής η χειραγώγηση που μας έκαναν, που παρά την απουσία της οποίας επιστημονικής τεκμηρίωσης ή έστω ενός άλλου παγκόσμιου προηγούμενου, ο Γενικός Εισαγγελέας, οδηγήθηκε τότε, στο να μιλά για μέτρα «ζωής και θανάτου». Και ο Γενικός Εισαγγελέας ήταν στο παρελθόν δικαστής και δη του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Επανέρχομαι στην υπόθεση της φοιτήτριας. Μη έχοντας τι άλλο να πει, και παρά την αποκάλυψη της τράμπας στο μεσοδιάστημα, η κυβέρνηση επανέφερε στο προσκήνιο τον ισχυρισμό της περί «δημόσιας υγείας». Πάλιν ασφαλώς χωρίς την όποια συνοδευτική, επιστημονική τεκμηρίωση, αλλά και επειδή, η κυβέρνηση, δεν τα είχε βρει στο μεταξύ με τους ξενοδόχους, τους οποίους και προφανώς, δεν θέλει να πειράξει. Τούτα βεβαίως τα κατανοώ, διότι ξέρω πως λειτουργεί, η κυβέρνηση στο ψευδοκράτος του Νότου.
Αυτό που δυσκολεύομαι όμως να κατανοήσω, είναι το γεγονός ότι, ο Κωμοδρόμος Δ. υιοθέτησε αυτολεξεί τα λεχθέντα της κυβέρνησης και βάσισε επί αυτών την απόφαση του. Χάριν του «δημοσίου καλού», που του είχε «πετάξει» και εκείνου η κυβέρνηση, ο Κωμοδρόμος Δ., μπήκε αναρμοδίως στην ουσία, διάβασε στο Άρθρο 14 περιορισμούς που δεν υπάρχουν γραμμένοι εκεί, αγνόησε τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους είχαν ληφθεί τα μέτρα και εν τέλει, σφράγισε με την απόφαση του, τις πόρτες, σε όλους τους φοιτητές. Κατά την γνώμη μου, ο σκοπός αγίασε τα μέσα. Και ειλικρινά διερωτώμαι. Μήπως εν τέλει, η κυβέρνηση, επικαλέστηκε την «δημόσια υγεία», όχι διότι μπορούσε ασφαλώς να την αποδείξει, αλλά σε μια προσπάθεια να χειραγώγησει τον δικαστή και την απόφαση του; Για να εκμεταλλευτεί, την άγνοια του επί του συγκεκριμένου θέματος και υποσυνείδητα, να τον καθηλώσει;
Και ασφαλώς, αυτή δεν θα ήταν η πρώτη φορά, που δικαστές στη Κύπρο, αφήνουν με τις αποφάσεις τους, να πλανάται διάχυτα η εντύπωση, πως αραιώνουν το Σύνταγμα, χάριν ενός «δημοσίου καλού» που τους πλασάρει η κυβέρνηση, κάθε φορά που εγείρεται θέμα, παραβίασης Συνταγματικών Δικαιωμάτων από την τελευταία. Παρόμοια εικόνα είχε παρουσιαστεί και με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις αποκοπές στους μισθούς. Με τον Νεοφύτου, να απειλεί τότε, με δήθεν οικονομική κατάρρευση και Τρόικα και τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να αποφασίζουν ενάντια στο γράμμα του Άρθρου 23 του Συντάγματος, χάριν ενός αναιτιολόγητου «δημοσίου καλού». Εν αγνοία τους προφανώς, πως υπήρχε ήδη έτοιμο και εγκεκριμένο κονδύλι στους προϋπολογισμούς του κράτους, για να καλυφθούν οι αποκοπές.
Ούτε και θεωρώ τυχαίο η ασύνδετο με τα πιο πάνω, το γεγονός ότι, κάθε φορά που η Κυβέρνηση επιχειρεί να χειραγωγήσει, προκειμένου να νομιμοποιήσει μια παρανομία της, βγαίνουν οι δορυφόροι της και προσπαθούν να φιμώσουν εκείνους , που αναδεικνύουν την παρανομία. Είναι φρονώ και τούτο, μέρος της οργανωμένης χειραγώγησης. Κάτι όπως το «μην μιλάτε, γιατί μας χαλάτε τα σχέδια».
Στο δικό μου μυαλό, δεν χωρεί καμιά απολύτως αμφιβολία, πως η κυβέρνηση μας χειραγωγεί, και δει συστηματικά, κρυβόμενη σε κάθε περίπτωση, πίσω από το πρόσχημα, πως εκείνη δήθεν «ξέρει καλύτερα» και πως ενεργεί τάχα, πάντοτε με γνώμονα, το «δημόσιο καλό». Και τούτο το κάνει με κάθε τρόπο και με κάθε μέθοδο που μπορεί να επινοήσει. Παίζοντας ακόμα και με τις συνειδήσεις μας, αλλά και τους φόβους μας. Το ερώτημα που παραμένει προς κρίση από τον καθένα ωστόσο, είναι το κατά πόσο, η κυβέρνηση, εφαρμόζει και δει επιτυχώς, παρόμοιες μεθόδους, προκειμένου να χειραγωγεί τους δικαστές. Αν η απάντηση του αναγνώστη είναι καταφατική, οι προεκτάσεις είναι ασύλληπτες. Εξηγούν όμως το γιατί, έχει χαθεί η εμπιστοσύνη, προς τον θεσμό της Δικαιοσύνης.