Αναστολή Εκτέλεσης Αποφάσεων Εκκρεμούσης της Έφεσης – Μέρος Β

    

Δ35 Θ18 – αναστολή εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης – άσκηση έφεσης – ανεπανόρθωτη βλάβη – επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης – το συμφέρον της δικαιοσύνης – επιβολή όρων – δεν πρέπει να εμποδίζουν την προώθηση της έφεσης – έννομα αποτελέσματα εφεσιβληθείσας απόφασης – απόφαση ομόβαθμου Δικαστηρίου – κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας – Grepe v Loam ordersrestraint orders

Διαβάστε το Μέρος Α εδώ.

   Η νομολογία έχει δεχθεί επίσης ότι ο αιτητής πρέπει να δείξει ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη εάν δε δοθεί η αναστολή. Στην πρόσφατη Cornerstone (North East) Adoption And Fostering Service Ltd (t/a Cornerstone), R (On the Application Of) v The Office for Education, Children’s Services And Skills [2020] EWHC 2031 (Admin) το High Court  σημειώνει «The case law (summarised in the White Book) makes clear that the general rule is that a stay will not be granted, and that it is for the applicant to show irremediable harm. Temporary inconvenience will not suffice.». Υπαγάγοντας στην νομική πτυχή τα ενώπιον του γεγονότα το Δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση που είχε εκδώσει προηγουμένως, με την οποία ανεγνώριζε ότι η εργατική πολιτική (policy) της εναγόμενης περιείχε αθέμιτες διακρίσεις προς το φύλλο των εργαζομένων, δε θα επέφερε τέτοια ανεπανόρθωτη ζημία εφόσον δεν αναστέλλετο η εκτέλεσή της, άμα ανατρέπετο στην έφεση, αφού ο εργοδότης θα μπορούσε να επαναφέρει την προτέρα –πλέον σύννομη κατά την απόφαση του Εφετείου- εργατική πολιτική του. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η ημεδαπή νομολογία (βλ. ΜΑΡΚΟΥ κ.α. v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. E50/2019, Ε51/2019 και Ε52/2019, 21/12/2020,ΛΙΖΑ ΛΟΥΚΑΙΔΟΥ-ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ν. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 251/2014, 19/2/2016,Aristidou v Aristidou (ανωτέρω), ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ (ανωτέρω)). Στις αναφερθείσες υποθέσεις (πλην της τελευταίας) το Δικαστήριο στις αποφάσεις που έκδωσε αφότου αναφερότανε στην ανάγκη κατάδειξης εξαιρετικών περιστάσεων χρησιμοποιούσε το σύνδεσμο επιπρόσθετα ή περαιτέρω για να αναφερθεί εν συνεχεία στην ανάγκη στοιχειοθέτησης από τον αιτητή ανεπανόρθωτης βλάβης. Οι εν λόγω έννοιες ενδέχεται όμως να συμπλέκονται και σε αρκετές περιπτώσεις η μια να μην προσφέρει κάτι παραπάνω από την άλλη. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ Γ. ΣΥΚΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ (ανωτέρω)στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης πλην όμως δεν ομίλησε για εξαιρετικές περιστάσεις διαχωριζόμενης της ανεπανόρθωτης βλάβης, αλλά για «εξαιρετικές περιστάσεις, υπό την έννοια πως αν ναυαγήσει η Αίτηση, θα τους προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη και αδικία». Βλ. επίσης την παρόμοια προσέγγιση και στη NAVARINO WINE LODGE LIMITED v. TCN HOLDING COMPANY LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 105/2020 , 30/10/2020. Ακόμη σημειώνεται η Goldsmith v O’Brien [2015] EWHC 510 (Ch) (29 January 2015) στην οποία το High Court θώρησε ότι ο χαρακτηρισμός «solid grounds» που περιέχεται στο White Book υπό την έννοια της ανεπανόρθωτης ζημίας άμα δε δοθεί η αναστολή, δεν προσθέτει οτιδήποτε στα ισχύοντα ως προς τις συνθήκες που επιτρέπουν την απόκλιση από τον κανόνα της εκτελεστότητας της πρωτόδικης απόφασης. Η θέση αυτή ίσως επίσης να βεβαιώνεται αν κάποιος αναλογιστεί ότι παρά την αναφορά του Δικαστηρίου στη Coleman v. Smith (ανωτέρω)σε ανάγκη κατάδειξης ανεπανόρθωτης βλάβης, η εν λόγω απόφαση καταγράφηκε στην σχετική Ετήσια Πρακτική (εμφανώς διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο έγινε αντιληπτή από τους νομικούς της εποχής) ως καθρεπτίζουσα τον κανόνα που πηγάζει από την Annot Lyle (βλ. παραπάνω).

   Η προοπτική επιτυχίας ή αποτυχίας αντίστοιχα της έφεσης που ασκήθηκε κατά της πρωτόδικης απόφασης, καίτοι παραμένει σχετικός παράγοντας, δε διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην κρίση του Δικαστηρίου, περιορίζεται δηλαδή σε οριακής σημασίας παράγοντα, εκτός άμα η πρόγνωση της επιτυχίας ή αποτυχίας μπορεί να γίνει με βεβαιότητα (βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147). Το Δικαστήριο δύναται να ανατρέξει στους λόγους έφεσης ως αποτυπώνονται στην Ειδοποίηση Έφεσης (Τύπος 28) για να εξεύρει το συζητήσιμο ή μη της υπόθεσης, ακόμα και εάν στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση αναστολής δεν εκφράζεται η (τεκμηριωμένη) πίστη του ομνύοντος για την επιτυχία της έφεσης. Παραπομπή επ’ αυτού μπορεί να γίνει στην ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ κ.α. ν. ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 255/2014, 22/12/2016 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αν και παρατήρησε ότι στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση δεν παρέχονταν λεπτομέρειες του ισχυρισμού των αιτητών ότι έχουν «καλή υπόθεση», ανέτρεξε στην ειδοποίηση έφεσης από την οποία έκρινε ότι αποκαλύπτονταν ουσιαστικά ζητήματα για συζήτηση. Επίσης, το Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης για αναστολή δεν θα προχωρήσει σε διαπιστώσεις και συμπεράσματα επί γεγονότων που αφορούν στην ουσία της υπόθεσης και, βεβαίως, δεν αναμένεται ότι θα επιλύσει σ’ εκείνο το στάδιο τα επί της ουσίας επίδικα θέματα (βλ. P & MA Restaurant Ltd και Άλλοι (ανωτέρω)). Στην Αναφορικά με τον Ανδρέα Μακρή, Αρ. Αίτησης: 133/2015, 14/4/2016 υιοθετείται η Σκυροποιεία «Λεωνίκ» Λιμιτεδ, Αρ. Αίτησης 153/2010 εκδικασθείσα από τον κ. Γιασεμή Π.Ε.Δ (όπως ήταν τότε) ο οποίος είχε σχολιάσει για τη δυναμική του παράγοντα της επιτυχίας της έφεσης∙ «Είναι, θα έλεγα, παράδοξο να μπορεί το εκδικάσαν δικαστήριο  υπό κανονικές συνθήκες να εκφέρει άποψη όσον αφορά το θέμα αυτό.  Εκτός, βέβαια, και αν υπάρχει κάποια πειστική νομολογία.». Στη CHRISTAKIS PILIDES CONSTRUCTION LTD v. PHILPOOL LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 185/2019, 12/6/2020 τοΑνώτατοΔικαστήριο εξέτασε την προοπτική επιτυχίας της έφεσης και έκρινε ότι στην έκταση που εδράζεται σε «νομικά ζητήματα τα οποία διέπονται από το Νόμο και παγιωμένη νομολογία» ήταν ορθό να ανασταλεί η εκτέλεση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Και αυτό διότι με την πρωτόδικη απόφαση ο εναγόμενος διατασσόταν να δώσει αποζημιώσεις στον ενάγοντα στη βάση σύμβασης συναφθείσας μεταξύ της εναγόμενης εταιρείας και του ενάγοντος μη εγγεγραμμένου εργολάβου, παρά τη γενική θεώρηση της νομολογίας ότι αυτές οι συμβάσεις είναι άκυρες ab initio (βλ. xxx Χρίστου κ.ά. ν. xxx xxx Πιερίδου Διαχειρίστριας της Περιουσίας του Αποβιώσαντα Κώστα Μαραγκού, Πολιτική Έφεση Αρ.311/2011, ημερ.18.12.2017Γρηγορίου κ.ά. ν. Οικοσυνθέσεις Λτδ (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1932ChrMavrikios Constructions Ltd ν. Χατζηκωνσταντά (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1093Εργοληπτική Εταιρεία Ανδρέας Κασκάνης Λτδ ν. ΔΡΕΚΑ Εταιρεία Κατασκευών Λτδ (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 507ΕΥΧΡΙΣΩ Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ ν. Θεμιστοκλέους (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 456Μυλωνά ν. Μεσαρίτη (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 700Σκουτέλας ν. Αγαπίου (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 338). Στη Θωμά ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 ΑΑΔ 797 το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν πιθανότητες επιτυχίας της έφεσης αφού ο εφεσείoντας δεν είχε εγείρει πρωτόδικα το σχετικό λόγο έφεσης και συνεπώς αυτός δε μπορούσε να εξεταστεί από το Εφετείο. Συμπληρώνεται ότι ο λόγος έφεσης στη Θωμά (ανωτέρω) δεν απτόταν της δημόσιας τάξης ώστε να εδύνατο να εγερθεί ex proprio motu σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και κατ’ έφεση (βλ. για παράδειγμα την νομολογία για τα ζητήματα δικαιοδοσίας Παναγιώτου ν. Χ’Κυριάκου (1991) 1 ΑΑΔ 362 και Γεωργίου ν. Γεωργίου (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 1592).

   To Δικαστήριο καλείται τελικώς, αποτιμώντας όλα τα περιβάλλοντα την ενώπιον του υπόθεση γεγονότα, να αποφανθεί ποια πορεία, αυτή της αναστολής ή της μη αναστολής, ενέχει τον κίνδυνο αδικίας σ’ όλα ή σε κάποιο από τα διάδικα μέρη. Στη Hammond (ανωτέρω) λέγεται σχετικά από τον Clarke LJ (ως τότε ήταν)∙ «Whether the court should exercise its discretion to grant a stay will depend upon all the circumstances of the case, but the essential question is whether there is a risk of injustice to one or other or both parties if it grants or refuses a stay. In particular, if a stay is refused what are the risks of the appeal being stifled? If a stay is granted and the appeal fails, what are the risks that the respondent will be unable to enforce the judgment? On the other hand, if a stay is refused and the appeal succeeds, and the judgment is enforced in the meantime, what are the risks of the appellant being able to recover any monies paid from the respondent?». Βλ. επίσης Βlackstone’s Civil Practice, 2013, The Commentary (OUP, Oxford 2012), σελ. 1211, παρ. 71.46.Η απόφαση στην παραπάνω υπόθεση έχει ακολουθηθεί και από τα Δικαστήρια μας (βλ. ενδεικτικά ONEWORLD LIMITED ν. OJSC BANK OF MOSCOW, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε32/15, 2/2/2016 (απόφαση μειοψηφίας), ΛΙΖΑ ΛΟΥΚΑΙΔΟΥ-ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ν. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 251/2014, 19/2/2016, ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΥ ν. ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΛΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ , Έφεση Αρ. 7/2017, 10/10/2017, DEMETRIADES GROUP OF COMPANIES LIMITED (ανωτέρω)). Στην τελευταία υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο χαρακτηρίζει το στοιχείο της αδικίας όπως τέθηκε στη Hammond ως «βασικό κριτήριο» και «ουσιαστικό ερώτημα». Στη New South Wales Bar Association v Stevens [2003] NSWCA 95 το Court of Appeal της Νέας Νότιας Ουαλίας αναγνωρίζει «the overriding principle in an application for a stay is to ask what the interests of justice require». Η θέση αυτή ακολουθείται και στη Cudgegong Australia Pty Ltd v Transport for NSW (No 2) [2014] NSWLEC 36. Σημειώνεται παρεμπίπτοντος η Latiff v HakimRuling [2020] FJHC 173 στην οποία θεωρήθηκε ότι το στοιχείο της αδικίας και επηρεασμού δικαιωμάτων εκτείνεται και σε τρίτα πρόσωπα μη διάδικους στην αγωγή. Στη Leicester Circuits Ltd v Coates Brothers Plc [2002] EWCA Civ 474 το Εφετείο της Αγγλίας επανέλαβε ότι κατά γενικό κανόνα η αναστολή δεν παραχωρείται, καίτοι επεσήμανε ότι (α) το Δικαστήριο διατηρεί μία απεριόριστη ευχέρεια αναστολής, (β) καμία αυθεντία δε μπορεί να ορίσει απαρέγκλιτο κανόνα για την άσκηση της εν λόγω ευχέρειας, (γ) η ορθή προσέγγιση για το Δικαστήριο είναι η έκδοση διαταγής που να προωθεί το συμφέρον της δικαιοσύνης, (δ) το Δικαστήριο έχει να ισορροπήσει τις διαθέσιμες εναλλακτικές για να αποφασίσει ποια απ’ αυτές είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσει αδικία και (ε) σε περίπτωση που είναι αμφίβολο εάν θα απονεμηθεί δικαιοσύνη άμα εφαρμοστεί ο γενικός κανόνας, η αναστολή ή η μη αναστολής μπορεί να εξαρτηθεί από την προοπτική επιτυχίας της έφεσης. Στη Mahtani v Sippy [2013] EWCA Civ 1820 παρατηρούνται ομοούσιες αναφορές. Ειδικότερα, απ’ αυτήν συνάγεται ότι (α) η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλει αφ’ εαυτής την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης (β) η αναστολή αποτελεί την εξαίρεση παρά τον κανόνα (γ) ο αιτών την αναστολή πρέπει να δείξει ικανούς λόγους («solid grounds») (δ) τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η ανεπανόρθωτη ζημία («irremediable harm») που θα υποστεί ο αιτητής εάν δε δοθεί η αναστολή (ε) το ουσιώδες ερώτημα που χρήζει απάντησης ενόψει όλων των γεγονότων της υπόθεσης είναι ποια πορεία ενέχει τον κίνδυνο αδικίας σε όλα ή σε κάποιο από τα διάδικα μέρη. Στη Hart v Large [2020] EWHC 2159 (TCC) το High Court της Αγγλίας υιοθέτησε το λόγο της Hammond (ανωτέρω), την οποία και χαρακτήρισε ως αυθεντία για την ευχέρεια του Δικαστηρίου όσον αφορά την αναστολή εκκρεμούσης της έφεσης («leading case on the court’s discretion to direct a stay pending an appeal») – ο ίδιος χαρακτηρισμός εντοπίζεται και στη NB v London Borough of Haringey (ανωτέρω). Το Δικαστήριο στη Hart v Large σημείωσε επίσης ότι ακόμα και εάν γινόταν δεκτό ότι η έφεση θα εμποδίζετο (stifle) άμα δεν εδίδετο η αναστολή, θα διατηρούσε την ευχέρεια (θα έχει «residual discretion») ως προς το εάν θα ανέστελλε ή όχι την εκτέλεση της απόφασης. Επί του τελευταίου, αναλογικά μνεία μπορεί να γίνει στην Eastland Technology Australia Pty Ltd & Ors v Whisson & Ors [2003] WASCA 307 (17 September 2003) στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο της Ανατολικής Αυστραλίας αναγνώρισε ότι ακόμα και εάν ο αιτούμενος την αναστολή δείξει περιστάσεις που αιτιολογούν απόκλιση από το συνήθη κανόνα, το Δικαστήριο διατηρεί καταρχήν την ευχέρεια άρνησης παροχής της αναστολής εκτέλεσης. Παραπομπή γίνεται επίσης στις αγγλικές Food Standards Agency v Bailey [2020] UKFTT WA_2019_0038 (20 February 2020), British Sky Broadcasting Ltd v Virgin Media, Inc [2013] CAT 4 (27 February 2013), Secretary of State for Environment Food and Rural Affairs v Georgina Downs [2009] EWCA Civ 664 και Camarthen County Council v M & JW (SEN) [2010] UKUT 248 (AAC) από τις οποίες προκύπτει ομοίως ότι για να δοθεί η αναστολή πρέπει να καταδειχθούν από τον αιτητή solid grounds, καθότι η αναστολή συνιστά την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, αλλά, ακόμα και να καταδειχθούν, το Δικαστήριο θα προβεί σε μία άσκηση ισοζύγισης (balance exercise) εξετάζοντας τον κίνδυνο αδικίας που ενδεχομένως να προκαλείτο σε κάθε πλευρά σε περίπτωση που διέτασσε ή όχι την αναστολή.

   Το Δικαστήριο στην ομολογουμένως «δύσκολ[η]» ισοζύγιση των αντιμαχόμενων δικαιωμάτων (βλ. ΠΕΥΚΟΥ κ.α. v. ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ΠΕΡΑ ΠΕΔΙΟΥ δια του Προέδρου της Εκκλησιαστικής Επιτροπής Πέρα Πεδίου Βασιλείου κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 137/2019, 8/7/2021 έχει την ευρεία ευχέρεια να θέσει τέτοιους όρους ως κρίνει πρόσφορους επί του σκοπού. Στην E.Y.R.I.K. AND OTHERS, ν. ANGELOS KOTSONIS, (1986) 1 CLR 617 σημειώνεται ότι «Wide discretion is conferred to the Court in the matter, and there is power to impose appropriate terms apt to do justice to competing claims within the framework of our adversary system.». Στη Carlin, In Marriage of, [1977] FamCA 92; [1977] FLC 90-320; 29 FLR 497 υιοθετείται η αγγλική αυθεντία Attorney General v. Emerson (1889) 24 Q.B.D. 56) επί τω ότι «…the court has an absolute and unfettered discretion as to the granting of or refusing a stay and the terms upon which it will grant it…». Στη NISDAL (ανωτέρω) λέχθηκε «Η εξισορρόπηση συνήθως επιτυγχάνεται με την επιβολή τέτοιων όρων που να εξασφαλίζουν ένα υγιές ισοζύγιο μεταξύ των συγκρουσμένων συμφερόντων των διαδίκων» (βλ. και Ιωσηφάκης ν. Αριστοδήμου (1990) 1 Α.Α.Δ. 394, ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΙΑΤΤΑΛΟΣ κ.α. ν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E151/2017, E152/2017, 29/1/2018, MAVROCHANNA AND ANOTHER ν. MICHAEL (1984) 1 CLR 760, Sewing Machines Rentals Ltd v. Wilson, [1975] 3 All E.R. 553). Στη Χαραλάμπους ν. Α. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 1978 αναγνωρίστηκε επίσης ότι άμα το Δικαστήριο προσανατολίζεται να αναστείλει την εφεσιβαλλόμενη απόφαση έχει καθήκον να θέσει τους κατάλληλους όρους. Σε περιπτώσεις διαταγμάτων αποκάλυψης ένας όρος που είναι φρόνιμο να τίθεται είναι όπως η ένορκη αποκάλυψη εσωκλειστεί σε σφραγισμένο φάκελο που θα καταχωρηθεί στο Δικαστήριο προς φύλαξη του περιεχόμενου του (βλ. X Ltd and another v Morgan-Grampian (Publishers) Ltd and others [1990] 2 All ER 1 (House of Lords) και [1990] 1 All ER 616 (Court of Appeal) και PJSC T Plus ν. ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ κ.α., Αρ. Αγωγής: 1522/19, 20/7/2021). Χάριν απλώς αναφοράς σημειώνεται ότι το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι τα επίδικα διατάγματα που εκδόθηκαν στη MorganGrampian (Publisher) Ltd (ανωτέρω) (συμπεριλαμβανομένου του διατάγματος αποκάλυψης) παραβίαζαν το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου του αιτητή, ασκούμενου δημοσιογράφου τότε στον τύπο «The Engineer» (βλ. GOODWIN v. THE UNITED KINGDOM (Application no. 17488/90) 27 March 1996 που ακολουθήθηκε στη FINANCIAL TIMES LTD AND OTHERS v. THE UNITED KINGDOM (Application no. 821/03), 15/03/2010). Ίσως είναι θεμιτό, υπό περιστάσεις, ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο προτίθεται να απορρίψει την αίτηση να θέσει όρους για να διαφυλάξει το αντικείμενο της έφεσης που ασκήθηκε. Στη FAR EAST LAND BRIDGE LIMITED, Αίτηση αρ.: 235/2017, 12/6/2018 το Δικαστήριο αν και απέρριψε την αίτηση έθεσε τέτοιους όρους ώστε «οι επίμαχες μετοχές […] να διατηρηθούν στο πεδίο ελέγχου αμφότερων των μερών» για να διασφαλίσει «το αντικείμενο της […] έφεσης». Σχετικές οι ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ ν. DELOITTE LTD, Αρ. Αίτησης: 961/13, 8/1/2021 και ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ. 151/2017, 9/11/2017.Οι όροι όμως που θα τεθούν πρέπει σε κάθε περίπτωση να μην περιορίζουν την άσκηση ή συνέχιση της έφεσης. Στην Goldtrail Travel Ltd v Onur Air Tasimacilik AS [2017] UKSC 57; [2017] 1 WLR 3014 το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας, έχοντας αναλύσει τις σχετικές αρχές, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι εάν ασκηθεί έφεση «It is wrong to impose a condition which has the effect of preventing him [τον εφεσείοντα] from bringing it or continuing it.» και «There will seldom be a “fair hearing” within article 6 if a court which has permitted a litigant to bring an appeal then, by indirect means, does not permit him to bring it.». Αξίζει να μνημονευθεί ότι σε αντιδιαστολή με το καταρχήν απεριόριστο δικαίωμα έφεσης στο ηπειρωτικό σύστημα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.7) (1993) 1 ΑΑΔ 793), η έφεση στο κοινό δίκαιο δεν ασκείται ιδίω δικαιώματι αλλά συναρτάται με τις πρόνοιες του εκάστοτε ισχύοντος νόμου (βλ. τη Γρηγορίου Aνδρέας ν. Tράπεζας Kύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 2 ΑΑΔ 174 και τη νομολογία που αναφέρει). Πιο πρόσφατα στη ECLI:CY:AD:2019:B70, ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΚΑΡΑΝΤΖΑ, Ποινική Εφεση Αρ. 281/2018, 1/3/2019 το Ανώτατο Δικαστήριο συμπληρώνει «…ότι δεν αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα, ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως δικαίωμα, η δυνατότητα άσκησης έφεσης. Τέτοια δυνατότητα μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο, χωρίς τον οποίο δεν χωρεί έφεση …». Αφ’ ης στιγμής προβλέπεται δια νόμου, η άσκηση έφεσης εμπίπτει γενικώς στο εύρος της προστασίας που προσδίδει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη (βλ. PLATAKOU v. GREECE, (Application no. 38460/97), 05/09/2001 και ZUBAC v. CROATIA, (Application no. 40160/12), 5 April 2018),στο οποίο περιέχεται «εγγενώς» (inherently) το δικαίωμα της πρόσβασης στο Δικαστήριο (βλ. GOLDER v. THE UNITED KINGDOM (Application no. 4451/70), 21 February 1975).  

   Παρά την άσκηση έφεσης κατ’ αυτής, η πρωτόδικη απόφαση θεωρείται τελεσίδικη ως προς τα έννομα αποτελέσματα που παράγει μέχρι την ανατροπή ή τροποποίηση της από το Εφετείο (βλ. Βλάχου Λένα ν. Μάρκου Νέμου Οικονόμου (2012) 1 ΑΑΔ 1520) και το κύρος της ουδόλως μειώνεται (βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ κ.α. ν. ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 255/2014, 22/12/2016). Στην KYPROXIL DESIGNS LTD. (ανωτέρω)εντοπίζεται συναφώς «The principle permeating every aspect of our judicial system is that first instance judgments are final; an attribute they retain unless reversed on appeal. Even in that situation, the reversal operates retrospectively. The appellate process is not an extension of the trial or a continuation of it. It is a forum for the review of the soundness of the adjudication and the judgment, in no way designed to diminish the finality of first instance judgments».Παράλληλα όμως σημειώνεται και η Enterprise Gold Mines NL v Mineral Horizons NL (No1) [1988] NTSC 5; (1988) 52 NTR 13; (1988) 91 FLR 403 στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο της Βόρειας περιοχής της Αυστραλίας απέρριψε την εισήγηση του συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση ότι η πρωτόδικη απόφαση τεκμαίρεται ορθή (με παραπομπή στην Annot Lyle (ανωτέρω)) – «Nowhere did the Court refer to any presumption that the judgment under appeal was correct.». Η εν λόγω υπόθεση πρέπει να ερμηνευτεί προσεκτικά ενόψει της κυπριακής νομολογίας που ορίζει διαυγώς ότι ένα Δικαστήριο ως θέμα αρχής δε δύναται να επανεξετάζει τα αποφασισθέντα ενός ισόβαθμου μ’ αυτό Δικαστηρίου ή να πράττει ως Εφετείο του εαυτού του. Στη ΛΟΙΖΙΔΗ, ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ Κ.Χ. ΠΕΡΑΤΙΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. ν. ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 32/2019, 17/4/2019 λέγεται «Επί της ουσίας, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου συγκλίνει στο ότι δεν είναι δυνατό για ένα Δικαστήριο να αναθεωρεί αποφάσεις ομοβάθμου Δικαστηρίου με δεδομένο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο θεωρείται ενιαίο για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης και δεν έχει σχέση, ούτε και θα μπορούσε νόμιμα να αποτελούσε παράγοντα που επηρεάζει μια απόφαση, η κατά περίπτωση σύνθεση του κατωτέρου Δικαστηρίου.  Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, εφόσον έχει αποφασιστεί ένα ορισμένο ζήτημα κατά ένα τρόπο, στη συνέχεια ένα άλλο ομόβαθμο Δικαστήριο στο οποίο αναλόγισε η υπόθεση στην πορεία της διαδικασίας, να αποφασίζει κατά  άλλο τρόπο.». Κατ’ αναλογία βλ. ενδεικτικά Ανδρονίκου Ιωάννης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, Πατατάρης Χριστάκης Πέτρου ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 46, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΙΑΚΟΛΑ κ.α., Πολιτική Aίτηση Αρ. 208/2019, 23/12/2019 η οποία επικυρώθηκε επί της αναφερόμενης αρχής στην ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΙΑΚΟΛΑ, ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7/20, 7/6/2021 και ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY xxx ALSHEIKO ΠΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS v. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 64/2020, 9/7/2020. Στην Ταπακκούδη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αρ. Αγωγής: 9019/07, 24/2/2020 ο κ. Σάντης ΠΕΔ (ως ήταν τότε) σχολίασε «Η πρώτη επισήμανση, σχετίζεται με την αρχή πως ένα πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργεί ως εφετείο του εαυτού του ή άλλου ομοβάθμιου Δικαστηρίου […] και να καταλήγει τουτέστιν σε διαφοροποιημένα ενδεχομένως συμπεράσματα.».

   Η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας είναι πολυσχιδής έννοια προσλαμβάνουσα ποικίλες μορφές κατά το φάσμα του δικαίου (βλ. ARTESA TRADING CO. LIMITED κ.α. ν. CREDIT BANK OF MOSCOW, Πολ. Έφεση αρ. 147/2012, ημερ. 03/04/2018 και την νομολογία που αναφέρει) και η επίκληση της στο υπό εξέταση πλαίσιο ήταν αναμενόμενη. Στη ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ (ανωτέρω) αναφέρθηκε ότι «άλλη αίτηση για αναστολή εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της έφεσης εκκρεμούσας της πρώτης θα συνιστούσε ενδεχομένως κατάχρηση των διαδικασιών». Τα ρηθέντα ερείδονται στη γνωστή αρχή ότι οι παράλληλες διαδικασίες που αποβλέπουν στο ίδιο αποτέλεσμα συνιστούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (βλ. Thames Lauches v. Trinity House [1961] 1 ALL ER 26, Wright v. Bennett and Another [1948] 1 All E.R. 227, Re Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1993) 1 C.L.R. 248, Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (ανωτέρω) και Re Beogradska D.D. (1996) 1 A.A.Δ 911). Στην Ιωσηφάκης (ανωτέρω) η αίτηση αναστολής καταχωρήθηκε αφότου ο ενάγοντας καταχώρησε, κατά του αιτητή, αίτηση για παρακοή και καταφρόνηση του Δικαστηρίου, λόγω μη συμμόρφωσης του με την πρωτόδικη απόφαση, παρά το ότι η έφεση κατά της απόφασης είχε ασκηθεί ήδη προ ενός έτους. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση αναστολής σημειώνοντας∙ «Στην προκείμενη περίπτωση η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης που επεκτείνεται σε ένα σχεδόν χρόνο, δεν εξηγείται. Εύλογα συνάγεται από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι πρωταρχικός σκοπός του εφεσείοντα δεν είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος έφεσης, αλλά η παράκαμψη της διαδικασίας για την τιμωρία του προς αποφυγή των συνεπειών της ανυπακοής του διατάγματος της 29/3/1989». Επιπρόσθετα, το ότι ο αιτητής κατόπιν της απορριπτικής πρωτόδικης απόφασης καταχώρησε κατ’ εφαρμογή της Δ35 Θ19 αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο εμφανώς δε συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (βλ. Penderhil (κατωτέρω)). Στη Wilson v. Church (No. 2) (ανωτέρω) το Δικαστήριο τόνισε ότι όπου η έφεση ασκείται κακόπιστα δεν θα παρέμβει ώστε να αναστείλει την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης («But the Court will not interfere if the appeal appears not to be bona fide…»). Το Δικαστήριο καλείται να λάβει υπόψη του κατά πόσο η έφεση είναι «obviously destined to fail or obviously merely for purposes of delay» ή «wholly unmeritorious or wholly unlikely to succeed» (βλ. Sewing Machines Rentals v Wilson [1975] 3 All ER 553). Στην Croney v Nand [1998] QCA 367 (παρ. 38) λέγεται «Making an assessment of whether the appellant has an arguable case is undertaken to ensure the appeal has not been lodged simply to delay execution». Η ειρημένη υιοθετείται στη GFS Management Services Pty Ltd v Ground and Foundation Supports Pty Ltd & Ors [2001] WASC 280 όπου στη παράγραφο 21 της τελευταίας εντοπίζεται ότι «Before weighing other factors the court needs to be satisfied that there is an arguable case for an appeal to ensure that the appeal has not been lodged simply to delay execution…». Είναι ωφέλιμο πιστεύω να παρατηρηθεί εν παρόδω ότι παρά την επανειλημμένη παρουσία της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας στην κυπριακή τάξη, δεν εντοπίζεται υπόθεση που τα Δικαστήρια μας να έχουν πραγματευτεί ουσιαστικά τα γνωστά διατάγματα Grepe v Loam, ως μετεξελίχθηκαν σε restraint orders. Εντοπίζεται ενδεικτικά στη Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ν. KOUMIDES PRODUCTIONS LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 3914/15, 3/9/2015 με αναφορά στο Halsbury’s Laws of England5η έκδοση,παρ. 52,σελ. 46 μία γενική μόνο νύξη ότι «Certain acts of a lesser nature may also constitute an abuse of the process as, for instance, initiating or carrying on proceedings which are wanting in bona fides or which are frivolous, vexatious or oppressive. In such cases the court has extensive alternative powers to prevent an abuse of its process … by making a civil restraint order.». (βλ. και την αναφορά στην Παπακόκκινου κ.α. ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ κ.α., Αρ. Αγωγής: 332/20, 30/9/2021). Αυτά τα διατάγματα έλκουν την προέλευση τους από τη Grepe v Loam (1887) 37 Ch D 168. O Lindley L.J. έχοντας κρίνει (συμφωνούντος του Lopes L.J.) την αίτηση που ήχθη ενώπιον του ως «wholly unfounded» και δεδομένου του ότι είχαν καταχωρηθεί από τον αιτητή προηγούμενες αιτήσεις με τον ίδιο σκοπό έκδωσε διάταγμα που όριζε∙ «That the said Applicants or any of them be not allowed to make any further applications in these actions or either of them to this Court or to the Court below without the leave of this Court being first obtained. And if notice of any such application shall be given without such leave being obtained, the Respondents shall not be required to appear upon such application, and it shall be dismissed without being heard.». Η εν λόγω υπόθεση έχει τα χαρακτηριστικά που ανέφερε ο LORD CROSS OF CHELSEA στη Norwich Pharmacal Co v Customs and Excise Commissioners [1974] AC 133;[1973] 2 All ER 943;[1973] 3 WLR 164;[1973] FSR 365;[1974] RPC 101 για την καταγραφή των υποθέσεων του Chancery της τότε εποχής∙  «often take the form of brief notes, which may have been useful to those for whose benefit they were published but mean very little to the modern reader.». Η αρχή της Grepe (ανωτέρω) έχει πλέον καθιερωθεί σε αρκετές δικαιοδοσίες (όπως λ.χ. και της Ινδίας (βλ. Uma Shankar Pandey President of Was v Uoi & AnrContcas (CRL) 17/2008 [2013] INDLHC 4989), ευρεία δε ανάλυση της υπόθεσης εντοπίζεται στη Bhamjee v Forsdick & Ors (No 2) [2003] EWCA Civ 1113 και συνεπώς οι αρχές της είναι γνωστές και στο σύγχρονο δίκαιο. Στην Κύπρο τα εν λόγω διατάγματα θα μπορούσαν να εκδοθούν στη βάση του άρθρου 29(1)(γ) του Ν.14/1960. Χαρακτηριστική περίπτωση αιτιολογούσα την έκδοση τους ενδεχομένως να ήταν τα γεγονότα στη LOUKOS TRADING CO LTD κ.α. ν. ΡΕΙΝΜΠΟΟΥ ΠΛΗΤΣΙΗΓΚ ΚΑΙ ΝΤΑΙΓΚ ΚΟ. ΛΤΔ (2000) 1 ΑΑΔ 1014 όπου ο αιτητής καταχώρησε αίτηση τρις για τον ίδιο σκοπό χωρίς κάποιον αποχρώντα λόγο, στην Perihan Mustafa Korkut ή Eyiam Perihan ν. Απόστολου Γεωργίου διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Χαράλαμπου Χ. Ζόππου ( Αρ. 2) (2007) 1 ΑΑΔ 1333 όπου καταχωρήθηκε τρις η ίδια ουσιαστικά αίτηση και ένορκη δήλωση πλην όμως κάθε φορά άλλαζε το νομοθέτημα του οποίου ζητείτο η ερμηνεία, ή στην Ευριπίδη Ρουμπά, Ειδοποίηση Πτώχευσης Αρ. 107/12, 27/2/2013 όπου καταχωρήθηκε τρις αίτηση με την οποία σκοπείτο ο παραμερισμός της ειδοποίησης πτώχευσης. Στην Αγγλία η δυνατότητα έκδοσης των υπόψη διαταγμάτων έχει πλέον ρυθμιστεί στην πολιτική δικονομία (βλ. Halsburys Laws of England/Civil Procedure (Volume 11 (2015)), παρ. 503 και 523). Η εισαγωγή των νέων ΘΠΔ και ειδικότερα ο Κανονισμός 3.2 (ως εντοπίζεται στους προτεινόμενους) που δίδει ρητά την εξουσία στο Δικαστήριο να εκδίδει αυτεπάγγελτα διατάγματα που γενικώς έχει δικαιοδοσία να εκδώσει, ο οποίος αναπαραγάγει τα λαμβανόμενα στο CPR 3.3 και τις υποπαραγράφους αυτού (βλ. σχετικά και Halsburys (ανωτέρω), παρ. 509), ευελπιστώ να διευκολύνει την έκδοση των restraint orders και στην Κύπρο στις κατάλληλες περιπτώσεις.

   Όλες οι προειρημένες αρχές αν και με κάποιες επουσιώδεις παρεκκλίσεις είναι γενικώς θεμελιωμένες στη νομική τάξη. Επ’ αυτών της αναστολής το Ανώτατο Δικαστήριο στη DEMETRIADES GROUP OF COMPANIES LIMITED (ανωτέρω)αναγνώρισε ότι «παγιώθηκαν μέσα από διαχρονικά ευθυγραμμισμένη γραμμή της νομολογίας» και ότι είναι «πασίγνωστες». Δηλαδή η θεωρία γύρω από την αναστολή εκτέλεσης μίας πρωτόδικης απόφασης στη βάση της Δ.35 Θ18 είναι εν πολλοίς αποκρυσταλλωμένη. Σημειώνεται όμως ότι η μετάβαση από την θεωρία στη πράξη είναι η διατράνωση της ίδιας της θεωρίας (βλ. κατ’ αναλογία την ομιλία του κ. Στ. Ναθαναήλ Π.Ε.Δ. (ως ήτο τότε) με τίτλο «Αξιολόγηση και Αιτιολόγηση στις Δικαστικές Αποφάσεις με ιδιαίτερη αναφορά στο Κοινοδίκαιο», ημερ. 17.10.2007). Κατ’ επέκταση η δικανική κρίση επί της αίτησης για την αναστολή ή μη εξαρτάται από τα γεγονότα εκάστης υπόθεσης (βλ. ενδεικτικά Vassiliko Cement (ανωτέρω), VOUROS HEALTHCARE LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 207/2015), TEMPEST BAY SHIPPING (1978) 1 CLR 367 (ανωτέρω) και ABP Holdings Ltd και Άλλοι ν. Aνδρέα Kιταλίδη και Άλλων (Aρ.1) (1994) 1 ΑΑΔ 287). Έχει επίσης λεχθεί ότι «το κατά πόσον η αναστολή είναι δυνατή συναρτάται κατά περίπτωση με το αντικείμενό της» (βλ. Δημητρούδης Mιχάλης ν. Aνδρέα Nίκου Λουγκρίδη (2011) 1 ΑΑΔ 687). Το ίδιο μαρτυρεί και αλλοδαπή νομολογία. Στη Chow Chun Tin v Chow So Ngor [2010] HKCFI 2185 αναφέρθηκε ότι το Δικαστήριο καλείται πρωτίστως να λάβει υπόψη τη φύση της εφεσιβληθείσας απόφσης («the court must of course first have regard to the nature of the order that is the subject matter of the appeal»). Ως εύστοχα αναγράφεται από το Court of Appeal της Βορείου Ιρλανδίας στην Convery v The Irish News Ltd [2007] NICA 40 «previous indications as to how that discretion has been exercised are instructive but not prescriptive and each case will depend on its own unique circumstances». Παρεπόμενα οι γνωστές αρχές του δικαίου μας πρέπει να αξιολογούνται έχοντας πάντοτε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κάθε υπόθεσης (δηλαδή την φύση της απόφασης της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης, ως και το σύνολο των γεγονότων που την περιβάλλουν) που υποστύλωσαν την εκάστοτε συλλογιστική (rationale) του Δικαστηρίου.

Δ35 Θ18 – αναστολή εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης – άσκηση έφεσης – εξ αποφάσεως χρέος – προστακτικό διάταγμα – αναστολή διαταγμάτων αποκάλυψης Norwich Pharmacal – εμφανές το ενδεχόμενο η έφεση να καταστεί χωρίς αντικείμενο – το συμφέρον της δικαιοσύνης και ενδεχόμενη βλάβη – καθυστέρηση – η εξέταση της πρέπει να γίνει in concreto – δίκαιη δίκη – γρήγορη περάτωση της έφεσης

   Κατά ένα γενικευμένο τρόπο και στο βαθμό του επιτρεπτού δίδονται τα δύο ακόλουθα παραδείγματα. Όταν η απόφαση της οποίας ζητείται η αναστολή διατάσσει τον εναγόμενο να καταβάλει ένα ποσό, ο εναγόμενος καθίσταται δηλαδή ως εξ αποφάσεως χρεώστης, οι περιστάσεις που ενδεχομένως να αιτιολογούν την αναστολή περιλαμβάνουν (όχι εξαντλητικά σαφώς) την αδυναμία του επιτυχόντος ενάγοντος να επιστρέψει το εξ’ αποφάσεως χρέος στον εναγόμενο άμα η πρωτόδικη απόφαση ανατραπεί κατ’ έφεση.  (βλ. ενδεικτικά VOUROS HEALTHCARE LTD, (ανωτέρω), Χ”Ιωάννου v. Gordian Holdings Limited, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 273/2019, 8/9/2020, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ κ.α. ν. ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 255/2014, 22/12/2016, ECLI:CY:DOD:2019:3, ΤΙΜΙΝΝΗΣ κ.α. ν. ΣΙΑΘΑ, ΄Εφεση Αρ. 4/2017, 28/2/2019). Μάλιστα το αποδεικτικό βάρος -διαχωριζομένου του νομικού βάρους- της απόδειξης της οικονομικής κατάστασης του ενάγοντα/εφεσίβλητου εναποτίθεται στον ίδιο αφού βρίσκεται σε καλύτερη θέση να την γνωρίζει (βλ. Gordian Holdings Limited (ανωτέρω)). Η πιο πάνω προσέγγιση ως προς τις περιστάσεις που απαιτούνται σ’ αυτού του είδους τις υποθέσεις καθρεπτίζεται σε αγγλικές αυθεντίες εκδικασθείσες προ εκατονταετίας. Στη Barker v. Lavery (1885) 14 QBD 769 τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάσθηκαν υπέρ του ενάγοντος και επειδή δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία που να εδείκνυε ότι άμα επιτύχει η έφεση κατά της παραπάνω απόφασης ο ενάγοντας θα αδυνατούσε να επιστρέψει το ποσό στον εναγόμενο/εφεσείοντα το Δικαστήριο δε διέταξε την αναστολή. Στην Atkins v. Great Western Railway (1886) 2 TLR 4000, αφορώσα επίσης εξ αποφάσεως χρέος, σημειώνεται σχετικά ότι κατά γενικό κανόνα η αναστολή θα διαταχθεί εφόσον δεν υφίσταται λογική πιθανότητα (no reasonable probability) να επιστραφεί το ποσό άμα επιτύχει η έφεση. Σχετική και η Annot Lyle (ανωτέρω). Βλ όμως και τη LINOTYPEHELL FINANCE LTD v BAKER (1992) 4 All E.R. 887 πουφαίνεται να άμβλυνε την αυστηρή προσέγγιση της παλαιότερης νομολογίας. Από την άλλη, στις περιπτώσεις προστακτικών διαταγμάτων -τα απαγορευτικά εξ ορισμού αποκλείονται αφού δεν επιβάλλουν θετική υποχρέωση- βαρύνων παράγοντας ενδέχεται να είναι ότι η έφεση θα καταστεί εκ της φύσης της εφεσιβληθείσας απόφασης γράμμα κενό. Στη Chow Chun Tin v Chow So Ngor (ανωτέρω) γίνεταιπαραπομπή στην απόφαση του Αρχιδικαστή Μa J στη Star Play Development Ltd v Bess Fashions Management Co. Ltd, HCA 4726/2001 στην οποία (ο Αρχιδικαστής), αν και ανέφερε ότι γενικώς ανεξάρτητα της φύσης της εφεσιβαλλόμενης απόφασης κάποια μαρτυρία πρέπει να δοθεί ότι η απόφαση στην έφεση θα καταστεί χωρίς αντικείμενο, υπόμνησε «In determining the question whether or not an appeal would be rendered nugatory, the court must of course first have regard to the nature of the order that is the subject matter of the appeal. If the order appealed against is a money judgment, the court will require evidence as to why the levying of execution will result in the appeal being rendered nugatory, such as, for example, an appreciable risk that the respondent to the appeal would not be able to repay in the event of a successful appeal. Sometimes, though, the nature of the order will by itself almost be determinative of the question. Where the relevant order is, for example, an injunction (and particularly so if it is a mandatory injunction), it may well be that, without a stay, an appeal would be rendered nugatory in the event of a successful appeal.». Ενδεικτική παραπομπή μπορεί να γίνει και στην International Shipping Bureau (USΑ) Inc ν. Φούρναρη κ.α., Αρ. Αγωγής: 2072/2014, 31/7/2018 όπου το Δικαστήριο δε δέχθηκε να αναστείλει την εκτέλεση του διατάγματος εκποίησης κινητών στην απουσία κατάδειξης της αφερεγγυότητας των εναγόντων (εξ αποφάσεως πιστωτών), καίτοι σημείωσε «Διαφορετικά ασφαλώς θα  αντιμετωπιζόταν το ζήτημα αν η φύση του διατάγματος ήταν διαπλαστικού χαρακτήρα και υποχρέωνε την ενάγουσα σε μια πράξη ή παράλειψη, η οποία θα έφερνε άμεσα έννομα αποτελέσματα. Τέτοια περίπτωση θα ήταν π.χ. η επιστροφή κινητού πράγματος, η εκκένωση υποστατικού με σκοπό την κατεδάφιση του ή την αναστολή λειτουργιών μιας εμπορικής επιχείρησης. Σε τέτοιες περιπτώσεις ίσως να δικαιολογείτο υπό ορισμένες προϋποθέσεις η αναστολή εκτέλεσης για τον λόγο ότι αν εκτελείτο η απόφαση (π.χ. αποβολή από υποστατικό και κατεδάφιση του) τότε η έφεση θα έχανε την σημασία και την αξία της…». Στη Siglin (ανωτέρω) επίσης αποφασίστηκε ότι υφίσταντο εξαιρετικές περιστάσεις αφού η εναγόμενη ζούσε από το 1979 στο επίδικο ακίνητο, ήταν κατά την έκδοση της απόφασης 79 ετών και, άμα εκτελείτο η απόφαση, και συνεπώς πωλείτο το ακίνητο, θα ήταν -ως κρίθηκε- αδύνατο γι’ αυτή να το ανακτήσει. Και πάλιν όμως κάθε υπόθεση εξαρτάται με τα περιστατικά της. Στη ΛΟΪΖΟΥ ν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 29/2019, 23/10/2019 θεωρήθηκε ορθό να ανασταλεί η εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης επειδή σε αντίθετη περίπτωση η κατεδάφιση του επίδικου ακινήτου και η ανοικοδόμησή του, εάν επιτύγχανε η έφεση, έστω και με έξοδα των εφεσειουσών, θα προκαλούσε ταλαιπωρία και δυσχέρεια σ’ όλους τους εμπλεκομένους. Δεν υπήρχε εύρημα ότι άμα επιτύγχανε η έφεση αυτή θα καθίστατο χωρίς αντικείμενο, αλλά η δυσχέρεια και ταλαιπωρία επέτρεψαν την αναστολή της εκτέλεσης.

   Σε συνέχεια των πιο πάνω είναι επάναγκες να καθοριστεί ποια είναι η προσέγγιση της νομολογίας για την αναστολή της εκτέλεσης των διαταγμάτων αποκάλυψης Norwich Pharmacal (εφεξής διατάγματα αποκάλυψης) και παρά τον κίνδυνο επανάληψης παρατίθενται εκτενή αποσπάσματα των σχετικών υποθέσεων για να γίνει αντιληπτό επακριβώς τι αποφασίστηκε σ’ αυτές. Στην Penderhil το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε με την απόφαση του ημερ. 15.7.2011 διατάγματα αποκάλυψης. Τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση του συνίστανται, ως καταγράφονται στην απόφαση του Εφετείου, στο ότι ο ενάγοντας «ισχυρίζεται τη διάπραξη διαφόρων αδικοπραξιών εναντίον του, ιδιαίτερα από τον εναγόμενο 7 Παναγιώτη [ΧΧΧΧ], καθώς και άλλες καταδολιευτικές ενέργειες λόγω διαδοχικών μεταβιβάσεων όλης της ακινήτου περιουσίας του σε νομικά πρόσωπα από την Ελλάδα, δηλαδή τους εναγομένους 8 και 9 με σκοπό να παρεμποδίσει την ικανοποίηση απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του από ελληνικό δικαστήριο. Η Κυπριακή εταιρεία εναγόμενη 1 Penderhil Holdings Limited είναι, σύμφωνα με τον εφεσίβλητο/ενάγοντα, ο μοναδικός μέτοχος των εναγομένων 9 Salix Ακινήτων Α.Ε». Η απόφαση ημερ. 15.7.2011 εφεσιβλήθηκε και παράλληλα καταχωρήθηκε αίτηση, στο Επαρχιακό Δικαστήριο (PENDERHILL HOLDINGS LIMITED, εκ Λεμεσού, Αρ. Αγωγής: 2047/2011), με σκοπό την αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος αποκάλυψης. Η θέση των εναγομένων προς υποστήριξη της αναστολής ήταν, ως αποτυπώνεται στο κείμενο της απόφασης στη ρηθείσα υπόθεση, ότι «σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα και οι εναγόμενοι αποκαλύψουν τα εν λόγω στοιχεία με βάση το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 15.7.2011 τότε η έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου και οι ίδιοι θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη…» και «αν τα έγγραφα που αποκαλυφθούν και μετά πετύχει η έφεση θα υπάρχει αποτυχία του νομικού συστήματος να προστατέψει το άτομο του οποίου οι εμπιστευτικές πληροφορίες αποκαλύφθησαν». Ο ενάγοντας ενιστάμενος εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης και οι σχετικοί λόγοι επ’ αυτού συνοψίζονται (α) στην ύπαρξη κακοπιστίας και πως ο αιτητής εμφορείται από αλλότρια κίνητρα στοχεύοντας την παρακώλυση της διαδικασίας, (β) στην ύπαρξη πενιχρών πιθανοτήτων επιτυχίας της έφεσης, (γ) στην απουσία βλάβης και ζημίας στους αιτητές από την αποκάλυψη των πληροφοριών σύμφωνα με το διάταγμα αποκάλυψης, (δ) στην απουσία εξαιρετικών λόγων και συνεπώς τυχόν έγκριση της αίτησης θα αποστερούσε τους καθ’ων η αίτηση, χωρίς ουσιαστικό λόγο, από τον καρπό της επιτυχίας τους στην πρωτόδικη απόφαση, οι προϋποθέσεις της οποίας είχαν ήδη κριθεί, στη βάση των παραμέτρων που ετέθησαν από αμφότερες πλευρές ενώπιον του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει με την απόφαση του ημερ. 23.08.2011 στην απόρριψη της αίτησης και των θέσεων του αιτητή ως λέγονται ανωτέρω τονίζει ότι (α) δεν εντοπίζεται «ουσιαστική[…] βλάβη[…] ή άλλ[α] δεδομέν[α] που να στοιχειοθετούν ειδικές περιστάσεις …», (β) «όλες οι περιστάσεις που εκτίθονται είναι περιστάσεις που ετέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας στην αίτηση ημερ. 10.5.2011 και οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί αξιολογήθηκαν  ακριβώς στα ειδικά πλαίσια του άρθρου 32 του Ν. 14/60 και στις ειδικές αρχές που αφορούν διατάγματα Norwich και ή άλλα συναφή διατάγματα», (γ) οι θέσεις των αιτητών «δεν συνιστούν […] κάτι περισσότερο από απλές ανησυχίες και δεν έχουν αρθεί στο ύψος της έννοιας των ειδικών περιστάσεων που ορίζει η νομολογία», (δ) οι υποθέσεις X. V. Morgan Grampian [1991] 1 A.C. 1Megaleasing U.K. Ltd, and others v. Vincent Barett and others [1991] 1 Irish Reports 219 διαχωρίζονται καθότι σ’ αυτές υφίσταντο «ειδικές περιστάσεις» που οδήγησαν στην έγκριση αιτημάτων αναστολής και (ε) αν ανατραπεί η απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 15.7.2011 ενδεχόμενα να μην δίνεται ευκαιρία στον Ενάγοντα να χρησιμοποιήσει διαδικαστικά τα αποκαλυφθέντα στοιχεία. Τα ως άνω επιχειρήματα εκατέρας πλευράς προωθήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Penderhil Holdings Limited και Άλλοι ν. Ιωάννη Κλουκινά και Άλλων (2011) 1 ΑΑΔ 1921). Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την διαμόρφωση της κρίσης του, μεταξύ άλλων, ισοστάθμισε την ανάγκη ο επιτυχών διάδικος να μην στερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας του, αφενός, και, αφετέρου, τη διαφύλαξη του ένδικου μέσου της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά και δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας του, και κατέληξε να διαφοροποιηθεί από την πρωτόδικη απόφαση ως συνταυτιζόταν με τις θέσεις της καθ’ ης η αίτηση. Τούτο διότι, αφού αναγνώρισε ότι τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης παίζουν ουσιαστικό ρόλο ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, έκρινε, για τα ενώπιον του γεγονότα, ότι η έγκριση απλώς θα προκαλέσει κάποιου βαθμού καθυστέρηση στην εξασφάλιση των πληροφοριών και εγγράφων που οι αιτητές/εναγόμενοι διατάχθηκαν να  δώσουν στον εφεσίβλητο για σκοπούς εντοπισμού όλων των αδικοπραγήσαντων για προώθηση της αγωγής του στην Κύπρο και την Ελλάδα. Ενώ, στην περίπτωση απόρριψης της αίτησης και συνεπώς με την αποκάλυψη των στοιχείων από τους αιτητές (διότι άλλως θα εβρίσκοντο σε παρακοή), τυχόν επιτυχία των εφέσεων τους θα είναι άνευ αντικειμένου. Για να καταλήξει στα παραπάνω, το Ανώτατο έλαβε υπόψη και τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμφθηκε που αφορούν ειδικά περιπτώσεις διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal.

   Στην OJSC BANK OF MOSCOW ν. ONEWORLD LIMITED, Αρ. Αγωγής: 6029/2012, 12/3/2015 καταχωρήθηκε αίτηση σκοπούμενη την αναστολή εκτέλεσης διατάγματος αποκάλυψης. Οι εκεί εναγόμενοι υποστήριξαν ότι (α) «η έφεση είναι «ουσιαστική» με πολύ καλές πιθανότητες επιτυχίας [και ότι σ]ε περίπτωση που […] συμμορφωθούν και αποκαλύψουν τα αιτούμενα στοιχεία, θα δημιουργηθούν μη ανατρέψιμες καταστάσεις.  Το αποτέλεσμα της έφεσης θα είναι εντελώς «θεωρητικό» και «ακαδημαϊκό».» και (β) με την αποκάλυψη παραβιάζονται Συνταγματικά δικαιώματα που αφορούν «το απόρρητο και τρίτους», θέση την οποία είχαν προβάλει και σε μεγάλη έκταση στην ένσταση που καταχώρησαν στα πλαίσια της κυρίως αίτησης.». Στον αντίποδα, οι ενάγοντες  προώθησαν ως λόγους ένστασης, σχεδόν ταυτόσημους με αυτούς των αιτητών στην Penderhil, δηλαδή ότι (α) δεν υπάρχουν εξαιρετικοί ή επαρκείς λόγοι που να δικαιολογούν την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης, (β) η αίτηση αναστολής είναι καταχρηστική και αποσκοπεί στο να καταστήσει το διάταγμα «αναποτελεσματικό», (γ) τα θέματα που εγείρονται στην Αίτηση έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια της κυρίως αίτησης, (δ) το Δικαστήριο έχει ήδη αποφασίσει ότι τα διατάγματα θα έπρεπε να αποκαλυφθούν στο συγκεκριμένο στάδιο καθότι θα ήταν δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, (ε) αν οι πληροφορίες αποκαλυφθούν σε 3-4 χρόνια μετά την εκδίκαση της έφεσης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στους ενάγοντες διότι δεν θα μπορέσουν να εντοπίσουν και να εξασφαλίσουν τη διατήρηση των τεραστίων χρηματικών ποσών που υπεξαιρέθηκαν, ενώ, οι Αιτητές-εναγόμενοι ουδεμία ζημιά ή βλάβη θα υποστούν σε περίπτωση που αναγκαστούν να συμμορφωθούν με την απόφαση, καθότι οι ενάγοντες υποχρεούνται να αποζημιώσουν τους εναγομένους για οποιαδήποτε ζημιά υποστούν οι τελευταίοι, λόγω της συμμόρφωσης τους με το επίδικο διάταγμα. Το Επαρχιακό Δικαστήριο επανέλαβε την πάγια αρχή που εκφράστηκε στη Dorami περί ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων και αναγνώρισε σχετικώς το ενδεχόμενο ότι εάν δεν εδίδετο η αναστολή η πιθανή επιτυχία στην έφεση θα καθίστατο χωρίς αντικείμενο. Εντούτοις έκρινε ενόψει της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην ολοκλήρωση της εκδίκασης της ενδιάμεσης απόφασης για την οποία συνέτειναν και οι αρκετές αναβολές της υπόθεσης ότι η περαιτέρω καθυστέρηση στη λήψη των πληροφοριών θα έθετε τον «εντοπισμό των τεραστίων κεφαλαίων που έχουν αποσπαστεί από την τράπεζα δύσκολο και ή αδύνατο.». Τούτου δοθέντος και ένεκα του ότι οι πληροφορίες που διατάχθηκαν να αποκαλυφθούν αφορούσαν άμεσα του αιτητές και όχι κάποιο τρίτο πρόσωπο, εύρημα που θεωρήθηκε ότι διαχώριζε την απόφαση του Ανωτάτου στην Penderhil, οδήγησε το Δικαστήριο στην απόρριψη της αίτησης. Ακολούθως η αίτηση για αναστολή ήχθη στο  Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ.ONEWORLD LIMITED ν. OJSC BANK OF MOSCOW, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε32/15, 2/2/2016). Η εκατέρωθεν επιχειρηματολογία ήταν ουσιαστικά η ίδια με αυτήν της διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο συνοψίζοντας αναφέρει για το ενώπιον του πλαίσιο γεγονότων «Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε Διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal εναντίον των Εναγομένων με το οποίο διατάσσοντο όπως εντός καθορισμένου χρόνου προβούν σε ένορκη αποκάλυψη όλων των εγγράφων που είχαν στην κατοχή ή εξουσία τους και παραδώσουν αντίγραφα στους δικηγόρους των Εναγόντων για σκοπούς εντοπισμού όλων των αδικοπραγησάντων και περιουσίας που είχε δολίως μεταβιβαστεί και αποξενωθεί ώστε να προωθηθούν αγωγές στην Κύπρο και Ελλάδα για επανάκτηση της.». Επί της ουσίας της αίτησης απέκλινε από την πρωτόδικη απόφαση,  διότι εκρίθη ότι τα γεγονότα της παρούσας, ως πιο πάνω αναφέρονται, «προσομοίαζαν σε αρκετά μεγάλο βαθμό» με αυτά της Penderhil και κατ’ επέκταση, σε σύμπνοια με την Penderhil, με την έγκριση θα προκαλείτο κάποιου βαθμού καθυστέρηση στους καθ’ ων η Αίτηση, αλλά σε αντίθετη περίπτωση, τυχόν επιτυχία της έφεσης, θα είχε καταστήσει την τελευταία άνευ αντικειμένου. Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε το ακόλουθο απόσπασμα από τη Megaleasing UK Ltd and others v. Vincent Barrett and others (1992) 1 IR 219: “If the order stands without any stay of execution, then the compliance by the defendants with its provisions will end that case as a reality.  Any further proceedings in it by way of appeal or otherwise will be a moot as the determination of the notice of motion in favour of the plaintiffs determines the action.  On the other hand, it is said that there is urgency in the compliance with the order because of the need to pursue the defendants and, perhaps others, so as to recover the money.  Such an argument presupposes success on all fronts for the plaintiffs.  Granting a stay of execution on the order of the High Court does no more than allow for the possibility of the appeal being successful on the procedural issue.  I am quite satisfied that the interests of justice demand that such a stay should be granted and I would order accordingly.”

  Στις ΛΙΖΑ ΛΟΥΚΑΙΔΟΥ-ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ν. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 251/2014, 19/2/2016 καιΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΥ ν. ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΛΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, Έφεση Αρ. 7/2017, 10/10/2017 το Ανώτατο Δικαστήριο διαχώρισε την Penderhil -και δεν μετέβαλε τα σ’ αυτήν αποφασισθέντα- ένεκα του ότι οι καθ’ ων η Αίτηση είχαν νόμιμο δικαίωμα να γνωρίζουν τις πληροφορίες που οι αιτητές διατάχθηκαν να αποκαλύψουν, στη μεν πρώτη βάσει του συνεταιρισμού που είχε δημιουργηθεί (βλ. σχετικά και τη ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΤΗΣ ΥΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ SOLTERRA DEVELOPERS & CONSTRUCTIONS LTD ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ SOLTERRA DEVELOPERS & CONSTRUCTIONS LTD, Αίτηση Αρ.: 80/2015, 24/3/2016), στη δε δεύτερη βάσει της ρητής πρόνοιας της νομοθεσίας (άρθρο 14Α του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Στοιχείων Νόμου), ενώ, ως ήδη ελέχθη, στην Penderhil η αποκάλυψη διατάχθηκε κατόπιν άσκησης διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στη βάση των αρχών της νομολογίας που αφορά τα Norwich Pharmacal, και συνεπώς σε καμία περίπτωση δικαιωματικά. Στην πρόσφατη Jofa Ltd and another v Benherst Finance Ltd and another [2020] 1 All ER 849 επιβεβαιώθηκε ότι ο αιτών το διάταγμα δεν έχει εκ του νόμου προσδοκία αποκάλυψης, μήτε ο καθ’ ου εκ του νόμου υποχρέωση (legal duty) αποκάλυψης, αλλά, αντιθέτως, η αποκάλυψη συναρτάται με την κρίση του Δικαστηρίου.

   Παρεμπιπτόντως η Shaw (ανωτέρω) -που απαντάται σε αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων που πραγματεύονται την αναστολή εκτέλεσης διαταγμάτων αποκάλυψης- αν και αφορά την ένορκη παροχή πληροφοριών (inquiries) δεν προσφέρει κατά την άποψη μου κάποια ειδική καθοδήγηση στο Δικαστήριο για την αναστολή των εν λόγω διαταγμάτων. To Δικαστήριο σε κανένα σημείο της απόφασης του στη Shaw φαίνεται να εξέτασε, – συγκεκριμένα, για να κρίνει κατά πόσο υφίστατο ή όχι,- την πιθανότητα όπως με την απόρριψη της αναστολής η έφεση που καταχωρήθηκε κατά της πρωτόδικης απόφασης θα καταστεί χωρίς αντικείμενο. Ως άλλωστε σημειώθηκε σε παραπάνω σημείο, σ’ αυτήν την υπόθεση εφαρμόστηκε σύμφωνα με το Annual Practice του 1956 ο κανόνας της Annot Lyle. 

   Στην Oneworld (ανωτέρω) διασαφηνίζεται ότι «…στις περιπτώσεις που η αναστολή αφορά Διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal εφαρμόζονται οι ίδιες νομικές αρχές όπως και στις άλλες περιπτώσεις διαφορετικής φύσεως Διαταγμάτων.». Ομοίως στην ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΥ ν. ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΛΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, Έφεση Αρ. 7/2017, 10/10/2017 εντοπίζεται «η Penderhil […] δεν αποστασιοποιήθηκε από τις πάγιες νομολογιακές αρχές επί του θέματος». Αυτές οι πάγιες νομολογιακές αρχές που λέχθηκε στις πιο πάνω ότι εφάρμοσε το Ανώτατο Δικαστήριο και στις περιπτώσεις των διαταγμάτων αποκάλυψης απαιτούν (εάν μπορούσαμε να τις συνοψίσουμε) για την θετική έκβαση της αίτησης (α) την ύπαρξη κάποιων περιστάσεων (ήθελε χαρακτηριστούν ως εξαιρετικές, ανεπανόρθωτη βλάβη ή solid grounds) και (β) η αδικία που θα προκληθεί από τη μη αναστολή να είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή που θα προκληθεί με την αναστολή. Παρατηρείται στην Penderhil ότι δεν έγινε ρητή αναφορά σε τέτοιες περιστάσεις, πόσο μάλλον προσπάθεια προσδιορισμού τους, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο αρκέστηκε απλώς να ισοζυγίσει την ζημία που θα επερχόταν στον κάθε διάδικο από την απόφασή του. Είναι ένα εμφανές ενδεχόμενο η εκτέλεση του διατάγματος αποκάλυψης να θέσει την έφεση χωρίς αντικείμενο, αφού οι πληροφορίες θα έχουν ήδη αποκαλυφθεί στον ενάγοντα και ενδεχομένως να έχουν αξιοποιηθεί απ’ αυτόν μέχρις ότου να εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου. Ενδέχεται δε να βρεθεί ο Εναγόμενος προ τετελεσμένων ενεργειών διενεργηθεισών από τον Ενάγοντα χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που το Εφετείο έκρινε -εκ των υστέρων- ότι παρανόμως κρατούνται από τον ενάγοντα, θέτοντας, έτσι, σε αχρηστία την απόφαση του Εφετείου. Ακόμα και εάν διαταχθεί η καταστροφή της ένορκης δήλωσης αποκάλυψης τα στοιχεία που αποκαλύφθησαν θα παραμείνουν στη γνώση του ενάγοντος-εφεσίβλητου με ότι αυτό μπορεί πρακτικά να συνεπάγεται. Στη Chumachenko Alisa κ.α. ν. Bestlink Consultants Limited κ.α., Αρ. Αγωγής: 6398/2012, 24/10/2013 το Επαρχιακό Δικαστήριο αναγνωρίζει με αναφορά στις αγγλικές αποφάσεις που δόθηκε η αναστολή «ξεκάθαρα ότι περιπτώσεις διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου εγκρίνεται αναστολή, καθότι χωρίς αναστολή η έφεση θα καθίστατο θεωρητική και ακαδημαϊκή άσκηση, χωρίς καμία απολύτως σημασία». Στην PJSC T Plus ν. ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ κ.α., Αρ. Αγωγής: 1522/19, 20/7/2021 το Δικαστήριο έκρινε ομοίως ότι «Σε περίπτωση όπου η αναστολή δεν εγκριθεί και η Εναγόμενη αρ. 1 προβεί, ως οφείλει, στην ένορκη αποκάλυψη των πληροφοριών, η Έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου.». Σαφώς κάποιος εύλογα θα μπορούσε να εισηγηθεί, ενόψει της ανωτέρω θέσης, ότι η εκτέλεση των διαταγμάτων αποκάλυψης σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναστέλλεται, αφού, άλλως, η απόφαση στην έφεση θα μείνει χωρίς αντικείμενο, και ως είδαμε κάποια νομολογία έχει δεχθεί το εν λόγω ενδεχόμενο ως εξαιρετική περίσταση. Αυτή η θέση είναι -φρονώ- λανθασμένη διότι η ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν εξαντλείται, ως επίσης είδαμε, στην ύπαρξη ή μη εξαιρετικών (ή ομοειδών) περιστάσεων συνηγορουσών για την αναστολή. Το Δικαστήριο θα εξετάσει τον παράγοντα της αδικίας (και βλάβης) που θα προκληθεί στους διαδίκους και τρίτα πρόσωπα (κατά τη Hammond και τις συναφείς υποθέσεις). Δηλαδή ακόμα και εάν η απόφαση του Εφετείου είναι πολύ πιθανό να καταστεί χωρίς αντικείμενο, η βλάβη που θα προκληθεί από την απόφαση αναστολής εκτέλεσης δύναται να συνιστά επαρκές αντίβαρο για να μη διαταχθεί η αναστολή. Για παράδειγμα το Επαρχιακό Δικαστήριο στις AB PCO INVESTMENT LIMITED ν. CAT GMBH Consulting Agency Trade & Company (Cyprus) κ.α., Αρ. Αγωγής: 579/15, 3/3/2017 και AHMAD M DABABOU ν. Credit Libanais SAL κ.α., Αρ. Αγωγής: 5204/14, 23/9/2016 βεβαίωσε ότι η «…απόφαση Penderhill δεν εισάγει πάγια αρχή δικαίου ότι σε σχέση με κάθε διάταγμα τύπου Norwich πρέπει να εκδίδεται και διάταγμα αναστολής εκκρεμούσης της έφεσης […,] η Αίτηση θα εξεταστεί στη βάση των αρχών της Δ.35 με βάση τα δικά της γεγονότα και όπως έχει νομολογηθεί μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να οδηγήσει ώστε η δεύτερη αρχή να υπερσκελίσει την πρώτη.». Κατά την υπαγωγή αν και αναγνώρισε ότι η έφεση πιθανό να καθίστατο χωρίς αντικείμενο αν δε διατάσσετο η αναστολή και συνεπώς παρείχοντο οι πληροφορίες, έκρινε ότι η βλάβη που θα υποστούν οι ενάγοντες/καθ’ων η Αίτηση σε περίπτωση που αναστέλλετο η εκτέλεση του διατάγματος αποκάλυψης υποσκέλισε την παραπάνω πιθανότητα, και η αίτηση απορρίφθηκε. Το πώς ένα Δικαστήριο θα ασκήσει αυτή τη διακριτική ευχέρεια δεν είναι ορθό –και πραγματικά αδύνατο- να προκαθοριστεί ενεστώτως που κινούμαστε σε ένα θεωρητικό επίπεδο χωρίς ένα σταθερό υπόβαθρο γεγονότων. Αναλογικώς προσαρμοζόμενη σ’ αυτό που εδώ συζητείται η αναφορά του Δικαστηρίου στη Morgan-Grampian (Publishers) Ltd (ανωτέρω)ότι «It would be foolish to attempt to give comprehensive guidance as to how the balancing exercise should be carried out.» είναι απόλυτα σχετική.

   Όμως αξίζει να παρατηρηθεί το εξής. Ένας από τους λόγους που σχολιάζεται ότι«τα δικαστήρια πρέπει να είναι πολύ φειδωλά στο να εκδίδουν διατάγματα αποκάλυψης από την μία και από την άλλη να αναστέλλουν την εκτέλεσή τους» είναι η σοβαρή καθυστέρηση που ενδέχεται να προκληθεί (βλ. το σχετικό κεφάλαιο στο «Διατάγματα-Injunctions», 2016, Ερωτοκρίτου και Αρτέμη.). Στην Penderhil η απόφαση στην έφεση εκδόθηκε μετά παρόδου τριών ετών από το διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης. Πράγματι η καθυστέρηση και οι εξ αυτής συνέπειες τυγχάνουν συχνά επίκλησης ως παράγοντας με αρνητικό πρόσημο για την αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος αποκάλυψης. Κατά την άποψη μου όμως η in abstracto επίκληση της καθυστέρησης της εκδίκασης της έφεσης είναι εν μία έννοια επίπλαστος λόγος για την απόρριψη της αίτησης αναστολής. Στη Θαλασσινός Γρηγόρης ν. Δημοκρατίας (Aρ.4) (1990) 3 ΑΑΔ 3517 ο κος Πικής Δ (τότε) αναφέρει «Κατανοώ πλήρως τις ανησυχίες του Γενικού Εισαγγελέα ως προς τις συνέπειες που μπορεί να προκύψουν σε περίπτωση που η εκδίκαση της έφεσης καθυστερήσει και το αποτέλεσμα είναι ευνοϊκό για τους εφεσείοντες. Η θεραπεία έγκειται στη σύντομη εκδίκαση της έφεσης αφού γίνει αίτηση προς τούτο στην ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εφόσον κριθεί δικαιολογημένη.». Παρόμοια παρατήρηση περιέχεται επίσης στις Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 1579 και Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου διά του προέδρου αυτού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 623. Το γεγονός ότι οι πιο πάνω αποφάσεις εκδοθήκαν έχοντας υπόψη ότι η έφεση για ανασταλείσα απόφαση που έκδωσε το Διοικητικό Δικαστήριο, ειδικώς, είναι ορθό να περατώνεται τάχιστα λόγω του ότι αιωρείται η νομιμότητα της πράξης της διοίκησης (βλ. Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ανωτέρω)), δε μειώνει την ανάγκη όπως η έφεση και σ’ άλλες κατάλληλες περιπτώσεις περατωθεί εντός του κατάλληλου χρόνου. Μία τέτοια περίπτωση ενδέχεται να συνιστά και το διάταγμα αποκάλυψης. Σημειώνεται συναφώς η αγγλική πρακτική που δεικνύει ότι στην κατάλληλη περίπτωση τα Δικαστήρια θα ενεργήσουν με τη δέουσα ταχύτητα. Για παράδειγμα στην Koo Golden East Mongolia v Bank of Nova Scotia & Ors [2007] EWCA Civ 1443 (19 December 2007) ασκήθηκε έφεση κατά του διατάγματος αποκάλυψης που είχε εκδώσει το High Court κατόπιν άδειας που παραχωρήθηκε από τον Buxton LJ, ο οποίος επίσης ανέστειλε την εκτέλεση του υπόψη διατάγματος μέχρις ότου περατωθεί η ασκηθείσα έφεση. Το Εφετείο ακύρωσε την έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης. Έμφαση πρέπει να δοθεί στο σύντομο χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε για τη διεκπεραίωση της διαδικαστικής διαμάχης (εξαιρουμένης της [2008] EWHC 1120 (QB) που αφορούσε αίτηση για wasted costs, εμφανώς μη άμεσα συναρτώμενη με τα ενεστώτως). Η έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης έγινε την 10.12.2007, η ακρόαση της έφεσης κατά του διατάγματος αποκάλυψης έγινε την 17.12.2007, το Εφετείο επιφύλαξε την απόφαση του μέχρι και την 19.12.2007 και τελικά προχώρησε με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του την 19.12.2007. Το Εφετείο ενήργησε τάχιστα ως ανωτέρω επειδή το αντικείμενο της έφεσης ήταν επείγον (urgent). Ακόμη, ως ελέχθη, έχει αναγνωριστεί νομολογιακά ότι το Δικαστήριο έχει ευρεία ευχέρεια να θέσει το διάταγμα της αναστολής υπό κατάλληλους όρους. Στη Wilson v. Church (No. 2) (ανωτέρω) η οποία αναλύθηκε παραπάνω γράφεται σχετικά «…when the Court makes an order to stay proceedings pending an appeal it will put the Appellants on terms to speed the appeal». Δέουσα η αναφορά επίσης στο ότι αποτελεί συνταγματική επιταγή όπως τα δικαιώματα ενός εκάστου καθοριστούν εντός ευλόγου χρόνου (βλ. άρθρο 30 του Συντάγματος και άρθρο 6 ΕΣΔΑ). Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη κατοχυρώνεται στην Κύπρο βάσει του άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία έχει κυρωθεί με σχετικό νόμο και ενόψει του άρθρου 169(3) του Συντάγματος έχει αυξημένη ισχύ έναντι της ημεδαπής νομοθεσίας (βλ. κατ’ αναλογία Christou v. Christou, 1964 C.L.R. 336, COSTAS ANDREOU KOKKINOS ν. THE POLICE (1967) 2 CLR 217, PANAYIOTIS FOKA KANNAS ALIAS POMBAS ν. THE POLICE (1968) 2 CLR 29, ISAAC MIZRAHI ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS) (1968) 3 CLR 406, LEFCOS GEORGHIADES ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1969) 3 CLR 396, ALKIVIADES CHRYSANTHOU ν. THE POLICE (1970) 2 CLR 95, ADAMOS CHARITONOS AND OTHERS ν. THE REPUBLIC (1971) 2 CLR 40, PHOTINI POLYCARPOU GEORGHADJI AND ANOTHER ν. THE REPUBLIC (1971) 2 CLR 229, KANTARA SHIPPING LIMITED ν. REPUBLIC (DIRECTOR OF INLAND REVENUE) (1971) 3 CLR 176, PHOTINI M. PAPADOPOULLOU AND OTHERS ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS AND ANOTHER) (1971) 3 CLR 317, ANDREAS G. HJISAVVA ALIAS KOUTRAS ν. THE REPUBLIC (1976) 2 CLR 13, GEORGHIOS HJINICOLAOU ν. THE POLICE (1976) 2 CLR 63, KYRIACOS NICOLA KOUPPIS ν. THE REPUBLIC (1977) 2 CLR 361, REPUBLIC (MINISTER OF FINANCE AND ANOTHER) ν. DEMETRIOS DEMETRIADES (1977) 3 CLR 213, FOURRI & OTHERS ν. REPUBLIC (1980) 2 CLR 152, PAPADOPOULLOS ν. REPUBLIC (1980) 2 CLR 10, POLICE ν. EKDODIKI ETERIA (1982) 2 CLR 63). Ως έχει λεχθεί στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαράλαμπου Καψού (2004) 2 ΑΑΔ 127 -και κατ’ επανάληψη επιβεβαιωθεί από μεταγενέστερες αποφάσεις- «Το Άρθρο 30.2 είναι ταυτόσημο με το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Ως εκ τούτου η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι παράλληλη και παρόμοια με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην υπόθεση Γαβριηλίδη (πιο πάνω) αναφέρεται ότι «Η επί του προκειμένου νομολογία μας είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.». Η νομολογία του ΕΔΔΑ είχε δεχθεί ότι το δικαίωμα για δίκαιη δίκη ενδεχομένως να μην εφαρμόζεται σε αίτηση δια της οποίας ζητείται ενδιάμεσο διάταγμα, με το σκεπτικό ότι σ’ αυτού του είδους τις διαδικασίες δεν καθορίζονται («determined») τα αστικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις του ενδιαφερόμενου/ων (βλ. Apis a.s. v. Slovakia (2000) 29 EHRR CD 15 και την ημεδαπή ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ABYZOV , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 217/2019, 20/1/2020). Στη MICALLEF v. MALTA, (Application no. 17056/06), 15 October 2009 το ΕΔΔΑ αφουγκραζόμενο τη δικαστική πραγματικότητα των συνοπογραψάντων την ΕΣΔΑ κρατών κατέληξε ότι το υπόψη δικαίωμα μπορεί να εφαρμοστεί σε ενδιάμεσες διαδικασίες (όπως αυτές από τις οποίες εκδίδονται ενδιάμεσα διατάγματα (injunctions)), νοουμένου ότι (α) σ’ αυτή τη διαδικασία τα δικαιώματα που επηρεάζονται είναι αστικά («civil») και (β) η φύση του ενδιάμεσου μέτρου (interim measure), ο σκοπός και οι συνέπειες του στα υπό εξέταση δικαιώματα δεικνύουν ότι αυτό το μέτρο καθορίζει (determines) τα δικαιώματα αυτά. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το ενώπιον του ενδιάμεσο διάταγμα απτόταν των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του αιτητή και συνεπώς πληρούντο οι παραπάνω προϋποθέσεις. Κατ’ αναλογία με τη MICALLEF (ανωτέρω) ένα διάταγμα αποκάλυψης εμπλέκεται κατά τη συνήθη περίπτωση με μεταξύ άλλων την ιδιωτικότητα ενός προσώπου που οι ζητηθέντες να αποκαλυφθούν πληροφορίες αφορούν. Επί τούτου σχετική η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας στη The Rugby Football Union v Consolidated Information Services Ltd [2012] UKSC 55 (21 November 2012) όπου απαριθμούνται μη εξαντλητικά διάφοροι παράγοντες που ενδέχεται κατά περίπτωση να λαμβάνονται υπόψη για την έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης, όπως «whether the order might reveal the names of innocent persons as well as wrongdoers, and if so whether such innocent persons will suffer any harm as a result; the degree of confidentiality of the information sought; the privacy rights under article 8 of the European Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms of the individuals whose identity is to be disclosed; the rights and freedoms under the EU data protection regime of the individuals whose identity is to be disclosed; the public interest in maintaining the confidentiality of journalistic sources». Επιπρόσθετα, τα διατάγματα αποκάλυψης αποτελούν αυτοτελή αιτία αγωγής (casue of action) (βλ. ενδεικτικά τη Harrington  v. North Politechic (1984) 3 All E.R. 666, JOSEPH P LASALA κ.α. ν. Τάσου Πατσαλίδη κ.α., Αγωγή Αρ. 2952/06, 8 Φεβρουαρίου, 2007, British Steel Corp v. Granada Television Ltd (1981) 1 All E.R. 417) και δε συνιστούν τη «συνηθισμένη διαδικασία αντιπαλότητας», αλλά σκοπούν στην αποκάλυψη πληροφοριών προς διασφάλιση των δικαιωμάτων του αιτητή (βλ. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ABYZOV, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 217/2019, 20/1/2020). Αντιστοίχως παρατηρείται στην Totalise plc v Motley Fool Ltd [2001] EWCA Civ 1897, [2003] 2 All ER 872, [2002] 1 WLR 1233 ως πρόσφατα υιοθετείται στη Cartier International AG and others v British Telecommunications plc and another [2018] 4 All ER 373 ότι «Norwich Pharmacal applications are not ordinary adversarial proceedings…». Αν και αυτά ζητούνται ως ενδιάμεσα διατάγματα με αίτηση δικονομικά ενταγμένη στην αγωγή, έλκουν ενδεχομένως την εφαρμογή των αρχών της δίκαιης δίκης. Σε αντίθεση με την περίπτωση άλλων ενδιάμεσων διαταγμάτων, στην εξεταζόμενη περίπτωση το αντικείμενο της αποκάλυψης, ως δεικνύει η πρακτική, δε θα εξεταστεί από το Δικαστήριο τελικώς στο στάδιο κύριας διαδικασίας και επομένως η έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης καθορίζει για ότι αυτό αφορά τα δικαιώματα των εμπλεκομένων. Περαιτέρω, στην PENDERHILL HOLDINGS LIMITED κ.α. ν. ΙΩΑΝΝΗ ΚΛΟΥΚΙΝΑ, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 319/11 και 320/11, 13/1/2014 το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε διάταγμα φίμωσης (gagging order) που προηγουμένως είχε εκδώσει μονομερώς σε σχέση με την αίτηση με κλήση δια της οποίας ζητείτο διάταγμα αποκάλυψης. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε απορρίπτοντας το σχετικό παράπονο των εφεσειόντων ότι η ύπαρξη του διατάγματος φίμωσης δεν απέτρεψε τελικά τους καθ’ων οι αίτηση (πρωτόδικα) να εκφέρουν την άποψη και τις θέσεις τους για τα επίδικα ώστε να παραβιάζεται το δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη. Εμφανώς η απόφανση για την παράβαση ή μη του δικαιώματος εξυπακούει την εφαρμογή του στα γεγονότα της υπόθεσης. Επομένως είναι πιθανό η διαδικασία έκδοσης ενός διατάγματος αποκάλυψης Norwich Pharmacal να έλκει την προστασία ή να εμπίπτει στο scope materiae του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και τις εκφάνσεις του. Ο καθορισμός των δικαιωμάτων του ατόμου (και με την πιο πάνω έννοια) δέον όπως γίνεται εντός εύλογου χρόνου, απόρροια της δίκαιης δίκης. Τα κράτη μέλη πρέπει να οργανώσουν τις δομές τους (εμφανώς τις δικαστικές) με τρόπο ώστε να συμμορφώνονται με την πιο πάνω επιτακτική επιταγή (βλ. COMINGERSOLL S.A. v. PORTUGAL, (Application no. 35382/97), 6 April 2000). Η ανάγκη εκδίκασης σε εύλογο χρόνο εφαρμόζεται σ’ όλο το φάσμα της δικαστικής διαμάχης μέχρι της πλήρους περάτωσης, και μπορεί να περιλαμβάνει την αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης (βλ. CENTRAL MEDITERRANEAN DEVELOPMENT CORPORATION LIMITED v. MALTA (No. 2), (Application no. 18544/08), 22/02/2012 – εφόσον η αίτηση εκτέλεσης συνιστά «a corollary of the execution phase of that judgment which is an integral part of the proceedings determining civil rights and obligations».) αλλά και την ασκηθείσα έφεση (βλ. κατ’ αναλογία KÖNIG v. GERMANY, (Application no. 6232/73), 28 June 1978). Το εύλογο εξαρτάται με την φύση της κάθε υπόθεσης και η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον η δικαστική διαμάχη διεκπεραιώθηκε σ’ εύλογο ή όχι χρόνο συναρτάται με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά τόσο των διαδίκων όσο και των αρχών του κράτους και το διακύβευμα της υπόθεσης (βλ. FRYDLENDER v. FRANCE, (Application no. 30979/96), 27 June 2000, COMINGERSOLL S.A. v. PORTUGAL (Application no. 35382/97) 6 April 2000, SÜRMELI v. GERMANY (Application no. 75529/01) 8 June 2006,LUPENI GREEK CATHOLIC PARISH AND OTHERS v. ROMANIA (Application no. 76943/11) 29 November 2016 και NICOLAE VIRGILIU TĂNASE v. ROMANIA (Application no. 41720/13) 25 June 2019).

   Ωσαύτως, παρατηρούνται διέξοδοι στο γενικό ισχυρισμό περί καθυστέρησης, όπως, μεταξύ άλλων, (α) το δικάζον την αίτηση αναστολής Δικαστήριο να θέσει όρο στο διάταγμα αναστολής όπως η έφεση τεθεί τάχιστα ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου προς προδικασία (β) σε κάθε περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο ενόψει της ιδιαίτερης φύσης της υπόθεσης έχει την ευχέρεια να μεριμνήσει όπως η έφεση περατωθεί εντός συντόμου χρόνου, υπό τον γνώμονα της ευρύτερης θεμελιακής ανάγκης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη αλλά και ειδικώς –εφόσον απαιτείται- στη βάση των υποθέσεων που πραγματεύονται διατάγματα αποκάλυψης (βλ. Koo Golden East Mongolia). Σαφώς όμως δε συνεπάγεται ότι ουδέποτε η αντικειμενικώς προκληθείσα καθυστέρηση λόγω της καταχώρησης της έφεσης (εμφανώς εντός των πλαισίων του εύλογου χρόνου) θα αποτελέσει επαρκές αντίβαρο για να μη δοθεί η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης. Καίτοι η ισοζύγιση αυτή πρέπει να γίνει in concreto, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα επακόλουθα της καθυστέρησης και όχι γενικευμένα και αόριστα, πιθανολογώντας για το πότε θα ολοκληρωθεί η έφεση. Μάλιστα θεωρώ ότι εάν επιτευχθεί η τάχιστη εκδίκαση των εφέσεων σε διατάγματα αποκάλυψης δε θα υπάρχει αποχρών λόγος να ζητείται (επί μακρό χρόνο) η αναστολή εκτέλεσής τους, αποσοβώντας την ουσιαστική αντιδικία επί αιτήσεων αναστολής που επί του παρόντος αποτελεί συχνό φαινόμενο. Στη VEGARDIA HOLDINGS LTD ν. CRANSSETA INVESTMENTS LTD, Αρ. Αίτησης: 595/15, 7/3/2017 ευστόχως λέχθηκε από τον έντιμο Πρόεδρο σε σχέση με τα διατάγματα αποκάλυψης ότι «Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετεί τελευταία την πρακτική μάλλον αντί να εκδικάζει διαβήματα αναστολής να επισπεύδει την εκδίκαση της ουσίας κατ΄ έφεση εφόσον τα μέρη συναινούν αποδεχόμενα στο μεταξύ αναστολή. Είναι ένας πρόσφορος τρόπος να εξισορροπούνται τα δικαιώματα των μερών.».

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,