Ανασκόπηση της απόφασης της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού για πιθανές παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού εκ μέρους της Detelina Dairy Ltd

Σχόλιο επί της απόφασης ΕΠΑ 25/2019, Καταγγελία της εταιρείας Palmerco Ltd εναντίον της εταιρείας Detelina Dairy Ltd, ημερομηνίας 16 Απριλίου 2019

Εισαγωγή

Με απόφαση της ημερομηνίας 16 Απριλίου 2019, η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής η «ΕΠΑ») απέρριψε, κατά πλειοψηφία, καταγγελία που υπέβαλε η εταιρεία Palmerco Ltd (στο εξής η «Καταγγέλλουσα») στις 17 Φεβρουαρίου 2015. Η καταγγελία αφορούσε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της Detelina Dairy Ltd (στο εξής η «Καταγγελλόμενη») καθώς και κατάχρηση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης κατά παράβαση του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 2008 (Ν. 13(Ι)/2008), ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής ο «Νόμος»).

Εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

Η Καταγγέλλουσα δραστηριοποιείται στη διανομή, τοποθέτηση, πώληση και προώθηση προς πώληση των γαλακτοκομικών προϊόντων που παράγονταν από την Καταγγελλόμενη, όπως Kefir, Kefir Light, Strawberry Kefir, Peach Kefir, Smetana, Riajenka και Tvorog. Επίσης, δραστηριοποιείται στην διανομή και πώληση παστεριωμένου αιγινού γάλακτος με τη δική της εμπορική επωνυμία «Zefkis Dairies» που επίσης παράγεται από την Καταγγελλόμενη.

Η Καταγγελλόμενη δραστηριοποιείται στην επεξεργασία, παραγωγή και εμπορία γαλακτοκομικών προϊόντων περιλαμβανομένων Kefir, Kefir Light, Strawberry Kefir, Peach Kefir, Smetana, Riajenka και Tvorog, καθώς και στην παστερίωση και εμφιάλωση αιγινού γάλακτος με την επωνυμία «Zefkis Dairies» για λογαριασμό της Καταγγέλλουσας. Όλα τα προϊόντα της Καταγγελλόμενης διανέμονται κατ’ αποκλειστικότητα από την Καταγγέλλουσα, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των μερών.

Γεγονότα / καταγγελλόμενη πρακτική

Αντικείμενο της καταγγελίας αποτέλεσε η κατ’ ισχυρισμόν αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή της συμφωνίας συνεργασίας των δύο μερών από την Καταγγελλόμενη, κατά παράβαση του Άρθρου 6(2) του Νόμου και η διακοπή της παροχής υπηρεσιών παστερίωσης και εμφιάλωσης του παστεριωμένου αιγινού γάλακτος Zefkis Dairies κατά παράβαση του Άρθρου 6(1)(β) του Νόμου. Όπως αναφέρθηκε στην καταγγελία, αφορμή για την διακοπή της εμπορικής σχέσης μεταξύ των μερών αποτέλεσαν κάποια προβλήματα στην ποιότητα του παστεριωμένου αιγινού γάλακτος που παράγονταν από την Καταγγελλόμενη, τα οποία ανάγκασαν την τελευταία να κλείσει το εργοστάσιο της για μια χρονική περίοδο. Επιπρόσθετα, η καταγγελία περιλάμβανε ισχυρισμό για μονομερή αλλαγή της τιμής πώλησης των προϊόντων από την Καταγγελλόμενη και μείωση του παρεχόμενου χρόνου πίστωσης προς την Καταγγέλλουσα κατά παράβαση του Άρθρου 6(1)(α) Νόμου.

Σχετική αγορά

Η ΕΠΑ καθόρισε ως σχετική αγορά την αγορά παστερίωσης, εμφιάλωσης και προμήθειας παστεριωμένου, μη-βιολογικού (συμβατικού) φρέσκου αιγινού γάλακτος στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επίσης, καθόρισε μια πρόσθετη σχετική αγορά η οποία περιλαμβάνει την προμήθεια (α) τυριών αλοιφώδους υφής/τυρογάλακτος, (β) ξινών κρεμών γάλακτος και (γ) ροφημάτων με βάση το προβιοτικό γάλα στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Απόφαση ΕΠΑ

Με την απόφαση της η ΕΠΑ έκρινε ότι η Καταγγελλόμενη κατείχε δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά παστερίωσης και εμφιάλωσης φρέσκου αιγινού γάλακτος μη-βιολογικής παραγωγής στην Κύπρο. Παρατήρησε σχετικά ότι υπήρχαν δύο άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στην συγκεκριμένη αγορά. Εντούτοις, διαπιστώθηκε ότι η μία από αυτές δεν μπορούσε να παράξει παστεριωμένο αιγινό γάλα κατά τον ουσιώδη χρόνο καθώς είχε ανακληθεί η σχετική άδεια της από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες Κύπρου. Σε σχέση με την άλλη εταιρεία διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν σε πειραματικό στάδιο δοκιμών και δεν διέθετε στην αγορά παστεριωμένο αιγινό γάλα.

Ακολούθως, η ΕΠΑ εξέτασε κατά πόσο η Καταγγελλόμενη είχε καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά παστερίωσης, εμφιάλωσης και προμήθειας φρέσκου αιγινού γάλακτος, μέσω περιορισμού της παραγωγής ή της διάθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 6(1)(β) του Νόμου. Κατά πλειοψηφία η ΕΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της Καταγγελλόμενης, εφόσον η αλλοίωση του προϊόντος που ισχυρίστηκε η Καταγγέλλουσα αφορούσε μεμονωμένο περιστατικό. Περαιτέρω, η πλειοψηφία έκρινε ότι ο τερματισμός της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων αποτελούσε τη μόνη εφικτή και ρεαλιστική επιλογή για την Καταγγελλόμενη με σκοπό να διαφυλάξει αποτελεσματικά τα εμπορικά της συμφέροντα ενόψει της συνεχιζόμενης μη εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων της Καταγγέλλουσας, η οποία είχε καταστεί απόλυτη λόγω ένταξης της τελευταίας στο κεντρικό αρχείο πληρωμών για εκδότες ακάλυπτων επιταγών. Από την άλλη, η μειοψηφία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Καταγγελλόμενη εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικά τη δεσπόζουσα της θέση με την άρνηση προμήθειας παστεριωμένου αιγινού γάλακτος προς την Καταγγέλλουσα κατά παράβαση του Άρθρου 6(1)(β) του Νόμου. Σύμφωνα με την μειοψηφία, η Καταγγελλόμενη όφειλε να ενημερώσει προηγουμένως την Καταγγέλλουσα για τη διακοπή της συνεργασίας τους δίνοντας τους σχετική προειδοποίηση. Συνεπώς, κατά πλειοψηφία 4:1, η ΕΠΑ αποφάσισε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε παράβαση του Άρθρου 6(1)(β) του Νόμου.

Ακολούθως, η ΕΠΑ εξέτασε κατά πόσο η ισχυριζόμενη μονομερής μείωση του παρεχόμενου χρόνου πίστωσης εκ μέρους της Καταγγελλόμενης συνιστούσε παράβαση του Άρθρου 6(1)(α) του Νόμου. Σχετικά η ΕΠΑ διαπίστωσε ότι η εν λόγω παράβαση δεν στοιχειοθετείται, εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο η Καταγγέλλουσα δεν προέβη σε οποιαδήποτε αποπληρωμή πριν το διάστημα 90 ημερών που προβλεπόταν στη συμφωνία συνεργασίας των δύο μερών. Συνεπώς, κατέληξε η ΕΠΑ, ο νέος όρος που είχε θέσει η Καταγγελλόμενη προς την Καταγγέλλουσα για μείωση του χρόνου πίστωσης προς εξόφληση των τιμολογίων της δεν είχε τελικά εφαρμοστεί.

Στη σχέση με την πιθανολογούμενη παράβαση του Άρθρου 6(2) του Νόμου, λόγω κατάχρησης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης της Καταγγέλλουσας από την Καταγγελλόμενη, η οποία εκδηλώθηκε μέσω της κατ’ ισχυρισμόν αυθαίρετης διακοπής των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των μερών, η ΕΠΑ έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση της καθώς το ζήτημα αυτό είχε τύχει διερεύνησης υπό το πρίσμα του Άρθρου 6(1)(β) του Νόμου.

Καθόσον αφορά την πιθανολογούμενη παράβαση του Άρθρου 6(2) του Νόμου στις αγορές προμήθειας (α) τυριών αλοιφώδους υφής/τυρογάλακτος, (β) ξινών κρεμών γάλακτος, και (γ) ροφημάτων με βάση το προβιοτικό γάλα, η ΕΠΑ διαπίστωσε ότι τεκμηριώνεται σχέση οικονομικής εξάρτησης μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, λόγω της αποκλειστικής συνεργασίας μεταξύ τους, την προσαρμογή της επιχείρησης της Καταγγέλλουσας για τις ανάγκες συνεργασίας της με την επιχείρηση της Καταγγελλόμενης, και του υψηλού κύκλου εργασιών της Καταγγέλλουσας που προερχόταν από τις πωλήσεις των προϊόντων της Καταγγελλόμενης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση της ΕΠΑ, η Καταγγέλλουσα δεν διέθετε ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις εφόσον, αφενός, ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τις πωλήσεις των προϊόντων της Καταγγελλόμενης και, αφετέρου, οι πελάτες της Καταγγέλλουσας ζητούσαν τα προϊόντα της Καταγγελλόμενης λόγω της μοναδικότητάς τους.

Ακολούθως, η ΕΠΑ έκρινε ότι δεν προκύπτει επιβολή όρων μονομερώς από την ισχυρή επιχείρηση (Καταγγελλόμενη) επί της εξαρτημένης επιχείρησης (Καταγγέλλουσα), δεδομένου ότι δεν είχε εφαρμοστεί στην πράξη η μείωση του χρόνου πίστωσης, ενώ η αύξηση στις τιμές της Καταγγελλόμενης ήταν εντός των πλαισίων της σχετικής συμφωνίας των μερών και δεν υπερέβησαν το ανώτατο όριο του 5%.

Περαιτέρω, η ΕΠΑ κατέληξε ότι η συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων η οποία είχε διάρκεια περίπου τριάμισι χρόνια δύνατο, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, να θεωρηθεί μακροχρόνια, λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντικότητα των προϊόντων της Καταγγελλόμενης προς την επιχείρηση της Καταγγέλλουσας.

Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, η πλειοψηφία της ΕΠΑ έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται παράβαση του Άρθρου 6(2) του Νόμου σε σχέση με τις αγορές προμήθειας (α) τυριών αλοιφώδους υφής/τυρογάλακτος, (β) ξινών κρεμών γάλακτος, και (γ) ροφημάτων με βάση το προβιοτικό γάλα, καθότι δεν διαπιστώθηκε αιφνίδια διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα, η πλειοψηφία τόνισε ότι ο λόγος που δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη υπό τον σχετικό όρο της συμφωνίας μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων προειδοποίηση (έξι μηνών) ήταν ότι τα γεγονότα κατέστησαν αυτή άνευ αντικειμένου, λόγω καταχώρησης της Καταγγέλλουσας στο κεντρικό αρχείο πληρωμών για εκδότες ακάλυπτων επιταγών. Ως αποτέλεσμα, η Καταγγέλλουσα δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις έναντι της Καταγγελλόμενης. Συνεπώς, κατέληξε η πλειοψηφία, η διακοπή της εμπορικής σχέσης στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιφνίδια. Ως εκ τούτου, εφόσον η διακοπή των μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων πρέπει να είναι αφενός αιφνίδια και αφετέρου αδικαιολόγητη (σωρευτικές προϋποθέσεις), και εφόσον η πλειοψηφία έκρινε ότι η εν λόγω διακοπή δεν ήταν αιφνίδια, κρίθηκε ότι το ζήτημα της παραμέτρου της αδικαιολόγητης διακοπής παρέλκει.

Αντιθέτως, η μειοψηφία έκρινε ότι υφίσταται αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή της μακροχρόνιας εμπορικής της σχέσης των μερών λόγω της απουσίας ρητής και έγκαιρης προειδοποίησης της Καταγγελλόμενης προς τη Καταγγέλλουσα για τον τερματισμό της μεταξύ τους συμφωνίας προς αυτού προς την τελευταία. Σύμφωνα με την μειοψηφία, η επίμαχη διακοπή δεν επέτρεψε στην εξαρτώμενη επιχείρηση (Καταγγέλλουσα) να προβεί στις απαραίτητες διευθετήσεις προκειμένου να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Επίσης, έκρινε η μειοψηφία, η επίμαχη διακοπή αποστέρησε από την Καταγγέλλουσα τη δυνατότητα να προγραμματίσει εγκαίρως τις επόμενες κινήσεις της με σκοπό να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό μετά το πέρας της επίμαχης συνεργασίας, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης.

Στη βάση των πιο πάνω σκέψεων, η ΕΠΑ αποφάσισε κατά πλειοψηφία να απορρίψει την καταγγελία της Καταγγέλλουσας, καθόσον δεν στοιχειοθετήθηκε παράβαση των Άρθρων 6(1)(α), (β) και 6(2) του Νόμου.

Σχόλια

Η ΕΠΑ κατέληξε ότι η σχετική αγορά παστεριωμένου μη-βιολογικού γάλακτος διακρίνεται από αυτήν του παστεριωμένου βιολογικού γάλακτος, λόγω της μη-υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης αλλά και λόγω της χρήσης διαφορετικής ποιότητας γάλακτος για την παραγωγή τους. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την απόφαση, δεν φαίνεται να αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας η υποκατάσταση από την πλευρά της προσφοράς. Συγκεκριμένα, δεν διερευνήθηκε ή/και αξιολογήθηκε η ικανότητα που είχαν υφιστάμενες γαλακτοβιομηχανίες που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της παστερίωσης, να χρησιμοποιήσουν στις εγκαταστάσεις και υποδομές τους αιγινό γάλα αντί, για παράδειγμα, αγελαδινό γάλα, και να παράξουν αιγινό παστεριωμένο γάλα. Η επικέντρωση της ΕΠΑ μόνον στην υποκατάσταση από την πλευρά της ζήτησης οδήγησε στην ορισμό μιας στενής σχετικής αγοράς, και κατ’ επέκταση τη διαπίστωση δεσπόζουσας θέσης από την Καταγγελλόμενη.

Επιπλέον, η ΕΠΑ φαίνεται να μην εξέτασε την ύπαρξη εμποδίων εισόδου ή/και επέκτασης στην αγορά. Πιο συγκεκριμένα, παρόλο που η ΕΠΑ αναγνώρισε την δραστηριοποίηση άλλων γαλακτοβιομηχανιών στη σχετική αγορά της παστερίωσης αιγινού μη βιολογικού γάλακτος, εντούτοις επειδή η εν λόγω δραστηριοποίηση έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο, δεν λήφθηκε υπόψη. Θα πρέπει σχετικά να σημειωθεί ότι η εξέταση των εμποδίων εισόδου για σκοπούς θεμελίωσης της δεσπόζουσας θέσης επιδιώκει να ενσωματώσει στην ανάλυση την ένταση του δυνητικού ανταγωνισμού. Συνεπώς, το ζήτημα της εισόδου άλλων ανταγωνιστών στη σχετική αγορά της παστερίωσης αιγινού γάλακτος θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά την ανάλυση της ύπαρξης ή όχι δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της Καταγγελλόμενης. Το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να είχε επίσης ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εξέτασης της ύπαρξης σχέσης οικονομικής εξάρτησης, και ειδικότερα κατά τη διερεύνηση της ύπαρξης εναλλακτικής επιλογής για την Καταγγέλλουσα σε σχέση με την παστερίωση αιγινού γάλακτος.

Όπως προκύπτει από τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην απόφαση, η Καταγγέλλουσα σχεδόν ποτέ δεν εκπλήρωσε τις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε έναντι της Καταγγελλόμενης εντός των συμφωνημένων χρονικών περιθωρίων, όπως αυτά ρητά καθορίζονταν στη μεταξύ των μερών συμφωνία. Παρόλο που φαίνεται ότι έγιναν διάφορες προσπάθειες μεταξύ των μερών για να βρουν μια λύση στα προβλήματα που είχε η εμπορική τους σχέση, εντούτοις, όπως προκύπτει από την εξέλιξη των πραγμάτων, αυτό δεν κατέστη εφικτό. Η ένταξη της Καταγγέλλουσας στο κεντρικό αρχείο πληρωμών για εκδότες ακάλυπτων επιταγών συνεπαγόταν την ανικανότητα της να ικανοποιήσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της έναντι της Καταγγελλόμενης, κάτι που οδήγησε σε de facto τερματισμό των εμπορικών τους σχέσεων. Σημειώνεται ότι με βάση τη συμφωνία μεταξύ των μερών, η Καταγγέλλουσα συνιστούσε τον αποκλειστικό διανομέα των προϊόντων της Καταγγελλόμενης, γεγονός που συνεπάγεται ότι όλα τα έσοδα της Καταγγελλόμενης προέρχονταν από τη συνεργασία της με την Καταγγέλλουσα. Θα πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι στη συμφωνία μεταξύ των μερών προβλεπόταν ότι κάθε μέρος είχε το δικαίωμα άμεσου τερματισμού της συμφωνίας εφόσον διαπιστώνετο παράβαση ουσιώδη όρου αυτής, συμπεριλαμβανομένου και του όρου που προέβλεπε την εξόφληση των τιμολογίων της Καταγγελλόμενης από την Καταγγέλλουσα εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.

Η ΕΠΑ διαπίστωσε ότι υφίσταται σχέση εξάρτησης της Καταγγέλλουσας από την Καταγγελλόμενη. Η θέση αυτή βασίστηκε στο ότι η Καταγγέλλουσα είχε μακροχρόνια συνεργασία με την Καταγγελλόμενη διάρκειας 3,5 ετών και είχε προβεί σε εξειδικευμένες επενδύσεις για σκοπούς της συνεργασίας της με την Καταγγελλόμενη. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την απόφαση της ΕΠΑ, η Καταγγέλλουσα δεν είχε προβεί σε αναπόκτητες ή/και εξειδικευμένες επενδύσεις για σκοπούς της συνεργασίας της με την Καταγγελλόμενη. Σημειώνεται σχετικά ότι τα αυτοκίνητα ψυγεία που διέθετε η Καταγγέλλουσα για την διανομή των προϊόντων της Καταγγελλόμενης θα μπορούσαν να έχουν εναλλακτική χρήση ή ακόμη και να πωληθούν σε τρίτα πρόσωπα. Περαιτέρω, συμμετοχή σε σεμινάρια γενικού περιεχομένου επίσης δεν δύναται να θεωρηθούν ως ειδική επένδυση για σκοπούς συνεργασίας των μερών.

Τέλος, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Δίκαιο του Ανταγωνισμού δεν αποσκοπεί στη διαιώνιση προβληματικών συμβατικών σχέσεων και ότι η διακοπή τέτοιων σχέσεων λόγω μη εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων τους ενός μέρους έναντι στο άλλο θεωρείται αντικειμενικά αιτιολογημένη. Εν προκειμένω, διαφαίνεται ότι η Καταγγέλλουσα δεν εκπλήρωνε τις οικονομικές υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι της Καταγγελλόμενης, βάσει της μεταξύ των μερών γραπτής συμφωνίας. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τη γραπτή συμφωνία μεταξύ των μερών, η Καταγγελλόμενη δεν είχε υποχρέωση να δώσει χρονική προειδοποίηση στην Καταγγέλλουσα για διακοπή της εμπορικής συνεργασίας τους, καθότι υπήρξε παράβαση ουσιώδη όρου αυτής, η οποία ήταν συνεχιζόμενη με αποτέλεσμα να συσσωρευτεί ένα πολύ μεγάλο χρέος έναντι της Καταγγελλόμενης. Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε αντικειμενική αιτιολόγηση για τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων των μερών. Το γεγονός αυτό φαίνεται να αναγνωρίστηκε και σε προηγούμενες αποφάσεις της ΕΠΑ – ενδεικτικά αναφέρεται η Απόφαση ΕΠΑ 62/2013 (Καταγγελία και λήψη προσωρινών μέτρων της εταιρείας BACENCO Ltd, εναντίον της εταιρείας ORCHESTRA-PREMAMAN® Belgium S.A.) και η Απόφαση ΕΠΑ 55/2015 (Καταγγελία της εταιρείας Micro Stores Ltd εναντίον της εταιρείας C.A. Papaellinas & Co Ltd). Σε κάθε περίπτωση, το σκεπτικό με το οποίο η μειοψηφία απέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην προστασία των συμφερόντων της Καταγγέλλουσας έναντι της προστασίας των συμφερόντων της Καταγγελλόμενης, η οποία ήταν πλήρως εξαρτημένη όσον αφορά τη διανομή των προϊόντων της, και κατ’ επέκταση οικονομικά, από την Καταγγέλλουσα, δεν είναι σαφές.

Print Friendly, PDF & Email