Οι Αιτητές αξίωσαν από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («ΔΕΔ») απόφαση με την οποία να διατάσσεται ο συνυπολογισμός ή/και προσμέτρηση της απασχόλησής τους στο Ίδρυμα Ενέργειας μετά τη μεταφορά της θέσης στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού («Υπουργείο Ενέργειας»).
Το Ίδρυμα Ενέργειας ήταν ίδρυμα ιδιωτικού δικαίου που συστάθηκε το 2000 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι Αιτητές υπήρξαν εργοδοτούμενοι του Ιδρύματος και ασκούσαν τα καθήκοντά τους μέχρι το 2015, όταν το ίδρυμα μεταβιβάστηκε δυνάμει του ν. 33(Ι)/15 στο Υπουργείο Ενέργειας, μαζί με τους εργοδοτούμενους του ιδρύματος, οι οποίοι υπηρετούν ως συμβασιούχοι αορίστου χρόνου.
Το ΔΕΔ σημείωσε πως ο ν. 104(Ι)/00 περί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων είχε ως σκοπό την εναρμόνιση της κυπριακής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο και την Οδηγία 2001/23/ΕΚ (που κωδικοποίησε προηγούμενες). Σκοπός είναι η διασφάλιση της συνέχισης των εργασιακών σχέσεων που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής οντότητας, ανεξαρτήτως της μεταβολής του εργοδότη, ώστε να προστατευθούν οι εργαζόμενοι. Μετά από εκτεταμένη ανάλυση της Οδηγίας και των αποφάσεων του ΔΕΕ, το ΔΕΔ έκρινε ότι το Ίδρυμα Ενέργειας συνιστούσε μια ανεξάρτητη επιχείρηση για τη λειτουργίας της οποίας δεν απαιτούνταν σημαντικά ενσώματα ή άυλα περιουσιακά στοιχεία και ότι συνεπώς η κρίση για τη διατήρηση της ταυτότητας της δεν μπορούσε να εξαρτάται από τη μεταβίβαση τέτοιων στοιχείων. Η ανάληψη από το Υπουργείο Ενέργειας σημαντικού μέρους του προσωπικού και η διατήρηση του οργανωτικού δεσμού, μαζί με τις αρμοδιότητες και λειτουργίες που ασκούνταν από το Ίδρυμα Ενέργειας, οδηγούσαν το συμπέρασμα πως η μεταβίβαση ενέπιπτε εντός των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και του ν. 104(Ι)/2000. Συνεπώς το Υπουργείο Ενέργειας λανθασμένα δεν συνυπολόγισε ή και προσμέτρησε την απασχόληση των Αιτητών προς όφελός τους.