Μία θεμελιώδης αρχή του Δικαίου του Ανταγωνισμού είναι ότι κάθε επιχείρηση πρέπει να καθορίζει ανεξάρτητα και αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά χωρίς να έρχεται σε συνεννόηση είτε άμεσα είτε έμμεσα με τους ανταγωνιστές της. Η συγκεκριμένη αρχή καλύπτει μεταξύ άλλων τις τιμές καθώς και όλες τις παραμέτρους που επιδρούν στο ύψος αυτών όπως είναι, για παράδειγμα, οι εκπτώσεις και οι όροι πίστωσης.
Όπως έχει κριθεί από τα Δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφωνίες βάσει των οποίων ένας προμηθευτής καθορίζει το ύψος των τιμών μεταπώλησης ενός προϊόντος (resale price maintenance) από τους διανομείς (λιανοπωλητές ή μεταπωλητές), στο πλαίσιο μιας κάθετης συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας, εμπίπτει στις σοβαρές παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, μια προμηθεύτρια εταιρεία δεν επιτρέπεται να καθορίζει τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων της από τους διανομείς της. Παραδείγματα του καθορισμού τιμών μεταπώλησης αποτελούν ο καθορισμός του περιθωρίου κέρδους του διανομέα, ή του μέγιστου ποσοστού έκπτωσης που μπορεί να χορηγήσει ο διανομέας, ή ακόμη και με την εξάρτηση της χορήγησης εκπτώσεων, ή επιστροφής δαπανών προώθησης από τον προμηθευτή προς τον διανομέα από την τήρηση ενός συγκεκριμένου επιπέδου τιμών.
Είναι κρίσιμο να παρατηρηθεί ότι η απαγόρευση του καθορισμού τιμών μεταπώλησης δεν αφορά μόνον την περίπτωση που οι τιμές καθορίζονται μέσω συμβατικού όρου αλλά και την περίπτωση έμμεσου καθορισμού τους. Έμμεσος καθορισμός τιμών μεταπώλησης υπάρχει και όταν ο προμηθευτής προτείνει τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων του, καθώς και μέσω απειλών, προειδοποιήσεων ή ακόμη και την επιβολή κυρώσεων στους διανομείς που δεν συμμορφώνονται με αυτές (π.χ., επιβολή προστίμου, αναβολή ή καθυστέρηση παραδόσεων, και καταγγελία συμβάσεων). Σε αυτή την περίπτωση, οι προτεινόμενες τιμές καθίστανται στην πράξη εφαρμοζόμενες τιμές.
Στη συνέχεια, αναφέρονται πρόσφατες αποφάσεις της Αρχής Ανταγωνισμού και Αγορών του Ηνωμένου Βασιλείου (στο εξής: CMA) με τις οποίες κρίθηκε ότι οι πρακτικές κατασκευαστών μουσικών οργάνων και ηχητικού εξοπλισμού να καθορίζουν τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων τους από τους διανομείς τους ήταν αντίθετες με τους κανόνες υγειούς και ανόθευτου ανταγωνισμού.
Υπόθεση Casio
H CMA έκρινε ότι η εταιρεία Casio που δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της παραγωγής ψηφιακών πιάνων και πλήκτρων παραβίασε τους κανόνες του ανταγωνισμού, καθώς την περίοδο 2013-2018 καθόριζε ελάχιστη τιμή πώλησης των πιο πάνω προϊόντων της από διανομείς της όσον αφορά τις διαδικτυακές πωλήσεις. Σύμφωνα με την απόφαση της CMA, η Casio παρακολουθούσε τους διανομείς της μέσω ενός ειδικού λογισμικού προκειμένου να διασφαλίζει ότι δεν θα προσέφεραν σε διαδικτυακούς πελάτες τους τιμές χαμηλότερες από τις ελάχιστες τιμές που η ίδια καθόριζε. Περαιτέρω, η Casio είχε απειλήσει τους διανομείς της ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες τιμές πώλησης μέσω διαδικτύου δεν θα εκτελούσε τις παραγγελίες τους με αποτέλεσμα να εκτεθούν στους πελάτες τους.
Ως αποτέλεσμα της πρακτικής της Casio, περιορίστηκε η δυνατότητα των διανομέων να καθορίζουν ελεύθερα τις τιμές πώλησης των προϊόντων της μέσω διαδικτύου, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητα τους να καθορίζουν το ύψος των εκπτώσεων που θα παραχωρούσαν σε πελάτες τους.
Η CMA επέβαλε πρόστιμο ύψους £3,7 εκ. στην Casio και την υποχρέωσε να εφαρμόσει πρόγραμμα συμμόρφωσης με το Δίκαιο του Ανταγωνισμού προκειμένου να αποτραπεί οποιαδήποτε μελλοντική παραβίαση εκ μέρους της.
Υπόθεση Fender
H CMA έκρινε ότι η εταιρεία Fender που δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής κιθάρων παραβίασε τους κανόνες του ανταγωνισμού καθώς την περίοδο 2013-2018 καθόριζε ελάχιστη τιμή πώλησης των κιθάρων της από διανομείς της. Σύμφωνα με την απόφαση της CMA η Fender είχε απειλήσει τους διανομείς της με την επιβολή μέτρων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποδείξεις της όσον αφορά το ύψος των τιμών όπως, για παράδειγμα, καθυστέρηση προμηθειών ή μείωση των διαθέσιμων προϊόντων, προκειμένου να διασφαλίσει την εφαρμογή της επιλεχθείσας από την Fender προσέγγισης επί των τιμών.
Η CMA επέβαλε πρόστιμο ύψους £4,5 εκ. στην Fender για παράβαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Υπόθεση Korg
H CMA έκρινε ότι η εταιρεία Korg που δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής μουσικού εξοπλισμού παραβίασε τους κανόνες του ανταγωνισμού καθώς την περίοδο 2015-2018 καθόριζε ελάχιστη τιμή πώλησης των προϊόντων της, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών πλήκτρων, από διανομείς της. Σύμφωνα με την απόφαση της CMA η Korg είχε απειλήσει τους διανομείς της με την επιβολή μέτρων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποδείξεις της όσον αφορά το ύψος των τιμών όπως, για παράδειγμα, καθυστέρηση προμηθειών ή μείωση των διαθέσιμων προϊόντων, προκειμένου να διασφαλίσει την πιστή εφαρμογή των οδηγιών της. Όπως διαπιστώθηκε η Korg έλεγχε την συμμόρφωση των διανομέων της όσον αφορά την εφαρμογή των ελάχιστων τιμών μεταπώλησης μέσω ενός κρυπτογραφημένου λογισμικού.
Η CMA επέβαλε πρόστιμο ύψους £1,5 εκ. στην Korg για παράβαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Επισημαίνεται ότι στο εν λόγω πρόστιμο περιλαμβάνεται μείωση 20% λόγω παραδοχής της παράβασης από την εν λόγω εταιρεία και της καλόπιστης συνεργασίας της με την CMA στο πλαίσιο συμφωνίας διευθέτησης της υπόθεσης. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι, κατά τον υπολογισμό του προστίμου, η CMA έλαβε ως ελαφρυντική περίσταση την δέσμευση της Korg όπως εφαρμόσει ένα αυστηρότερο πρόγραμμα συμμόρφωσης με τους κανόνες του Δικαίου του Ανταγωνισμού.
Υπόθεση Roland
H CMA έκρινε ότι η εταιρεία Roland που δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής ηλεκτρονικού μουσικού εξοπλισμού παραβίασε τους κανόνες του ανταγωνισμού καθώς την περίοδο 2011-2018 καθόριζε ελάχιστη τιμή πώλησης των προϊόντων της από διανομείς της. Σύμφωνα με την απόφαση της CMA, η Roland παρακολουθούσε τη συμμόρφωση των διανομέων της όσον αφορά την εφαρμογή των ελάχιστων τιμών μεταπώλησης μέσω συγκεκριμένου λογισμικού.
Η CMA επέβαλε πρόστιμο ύψους £4 εκ. στην Roland για παράβαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Καταληκτικά σχόλια
Όπως προκύπτει από το ύψος των προστίμων που επέβαλε η CMA στις πιο πάνω υποθέσεις, η πρακτική του καθορισμού τιμών μεταπώλησης συνιστά σοβαρή παράβαση του Δικαίου του Ανταγωνισμού, καθώς πλήττει την δυνατότητα των διανομέων να καθορίσουν ελεύθερα και ανεξάρτητα το ύψος των τιμών στην αγορά. Ως αποτέλεσμα της εν λόγω πρακτικής, περιορίζεται ο ανταγωνισμός μεταξύ διανομέων προϊόντων του ίδιου εμπορικού σήματος και κατακερματίζονται γεωγραφικά οι αγορές λόγω της δημιουργίας τεχνικής ομοιομορφίας των τιμών.
Σε όλες τις πιο πάνω αναφερόμενες υποθέσεις, η CMA έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι τα στελέχη των υπό διερεύνηση κατασκευαστών μουσικών οργάνων και ηχητικού εξοπλισμού συνέχισαν να καθορίζουν τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων τους, παρόλο που γνώριζαν ότι η συμπεριφορά τους ήταν αντίθετη με τους κανόνες του ανταγωνισμού.
Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό να παρατηρηθεί ότι η CMA εκτίμησε θετικά το γεγονός ότι ορισμένες από τις υπό διερεύνηση εταιρείες ανέλαβαν δέσμευση όπως εφαρμόσουν προγράμματα συμμόρφωσης με το Δίκαιο του Ανταγωνισμού ή/και να εκσυγχρονίζουν υφιστάμενα προγράμματα συμμόρφωσης με το Δίκαιο του Ανταγωνισμού.
*Η μελέτη έχει εκπονηθεί στο πλαίσιο της πρακτικής άσκησης στην εταιρεία Trojan Economics υπό την καθοδήγηση του Δρ. Παναγιώτη Αγησιλάου.