O Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα Χαραυγή, η οποία δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη το περασμένο Σαββατοκυρίακο στο έντυπο τεύχος της εφημερίδας. Στο πρώτο μέρος της συνέντευξης του αναφέρεται στα ανάμεικτα συναισθήματα που βίωσε κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Γενικός Εισαγγελέας και γενικότερα στο έργο ενός Γενικού Εισαγγελέα. Υπογραμμίζει τον αρνητικό ρόλο των ΜΜΕ και τη διαφθορά που υπάρχει στην κοινωνία. Τέλος, σχολιάζει τον πιθανό διορισμό ενός κομματικοποιημένου προσώπου στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα. Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρεται στο έργο της μεταρρύθμισης και στις αλλαγές που έγιναν στη Νομική Υπηρεσία, αναφέρεται επίσης στη σύγκρουσή του με το Ανώτατο Δικαστήριο όσον αφορά τη συγγένεια δικαστών με δικηγόρους. Τονίζει το έργο της Νομικής Υπηρεσίας στις υποθέσεις του χρηματοπιστωτικού σκανδάλου και επισημαίνει πως δεν εναπόκειται στην αρμοδιότητα του επίλυση διαφορών σε περιπτώσεις σύγκρουσης εξουσιών. Εντύπωση προκαλεί η δήλωση του ότι ο διορισμός του Γενικού Εισαγγελέα, θα μπορούσε να υπόκειται και στην έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Δείτε τα βασικά σημεία της συνέντευξης:
-Kατά τη διάρκεια της θητείας μου υπήρξαν πράγματι και στιγμές ικανοποίησης και στιγμές επιτυχιών, αλλά και στιγμές αποτυχιών και αντιπαραθέσεων…Αισθάνομαι ότι θα αποχωρήσω από τη θέση μου με το κεφάλι ψηλά και με τη συνείδησή μου ήσυχη, ότι έπραξα το καθήκον μου όσο καλύτερα μπορούσα, χωρίς παρεμβάσεις, σκοπιμότητες, ιδιοτέλειες ή προσωπικούς υπολογισμούς.
-Εάν ασκείς ορθά τα καθήκοντά σου, αναπόφευκτα και θα βλάψεις και θα δυσαρεστήσεις και θα απογοητεύσεις πολλά πρόσωπα. Με μεγάλη ευκολία τα αισθήματα εκτίμησης, συνεργασίας, ακόμα και φιλίας, μετατρέπονται εκ μέρους κάποιων σε αισθήματα εχθρότητας που βρίσκουν βήμα εξωτερίκευσης…σε κατευθυνόμενα δυστυχώς μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία εργολαβικά αναλαμβάνουν την υπόσκαψη του όποιου έργου παράγεις.
–Σχόλιο για τη σύγκρουση με τον ΠτΔ – «Ντροπή, κύριε Πρόεδρε»: Πρόκειται για μαύρες σελίδες στις βίβλους της Νομικής Υπηρεσίας και της απονομής της δικαιοσύνης. Στην περίπτωση εκείνη, όσο και σε άλλες δυστυχώς περιπτώσεις, από τη θέση κατηγόρου στην οποία έπρεπε να βρεθώ, ως εκ της θέσεώς μου, είχα μετατραπεί σε κατηγορούμενο, με κατηγορίες οι οποίες αργότερα αποσύρθηκαν ως ψευδείς, με απολογίες ενώπιον Δικαστηρίου.
-Έχω υποστεί και υφίσταμαι ακόμα έναν ανελέητο και ανήθικο πόλεμο, ο οποίος πολύ απέχει από το να μπορεί να χαρακτηριστεί ως οποιασδήποτε μορφής κριτική. Κινούν τα νήματα γνωστά πρόσωπα, τα οποία πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο εκδικούνται τον Γενικό Εισαγγελέα για συγκεκριμένες αποφάσεις που λήφθηκαν στο πλαίσιο άσκησης των εξουσιών του σε ποινικές υποθέσεις.
-Θα ήταν πραγματικά στρουθοκαμηλισμός για οποιονδήποτε ο οποίος έχει πολύχρονα βιώματα στους μηχανισμούς απονομής της δικαιοσύνης, να μη δεχθεί ότι υπάρχουν στην κυπριακή κοινωνία φαινόμενα σήψης και διαφθοράς. Δεν είναι καθόλου τυχαία η λαϊκή ρήση «με τον ππαρά σου αγοράζεις τα πάντα».
-Έχω τοποθετηθεί και δημόσια, τασσόμενος αρνητικά ως προς το ενδεχόμενο διορισμού στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας προσώπου με κομματικές ή πολιτικές καταβολές και εξαρτήσεις. Θα γίνεται δε, δικαίως ή αδίκως, στόχος κατηγοριών από πολιτικούς αντιπάλους. Τέτοιες καταστάσεις μπορούν να αποφευχθούν εάν στη νευραλγικής σημασίας αυτή θέση διορίζεται νομικός χωρίς πολιτικές ή κομματικές διασυνδέσεις.
-Ως προς τη διάρκεια υπηρεσίας του Γενικού Εισαγγελέα, θα ήταν καλό να μην εξαρτάται από την καλή προαίρεση του Προέδρου ή άλλου αξιωματούχου. Μπορεί δε κάλλιστα ο διορισμός του και η οποιαδήποτε ανανέωση ή παράταση της θητείας του, να υπόκειται στην έγκριση κάποιου άλλου σώματος όπως π.χ. της Βουλής των Αντιπροσώπων.
-Δεν έχω καμία πρόθεση να αναμειχθώ στην πολιτική, σε αντίθεση με ανάμειξη στα κοινά.
-Οι βασικοί στόχοι τους οποίους είχα τάξει για υλοποίηση, από την αρχή της θητείας μου, κατατάσσονται κάτω από 3 κύριους πυλώνες: 1.Καλύτερη στελέχωση και ενδυνάμωση της Νομικής Υπηρεσίας. 2.Δομικές / διαρθρωτικές αλλαγές μέσω σχεδίου Μεταρρύθμισης. 3.Περαιτέρω ανεξαρτητοποίηση της Νομικής Υπηρεσίας.
-Η Νομική Υπηρεσία όσο αφορά το σκάνδαλο στο χρηματοπιστωτικό τομέα διεξήγαγε ολόκληρους αγώνες είτε για διασφάλιση της παρουσίας κατηγορουμένων που ευρίσκοντο στο εξωτερικό, είτε για αντιμετώπιση πάσης φύσεως προδικαστικών ή άλλων νομικών ενστάσεων που συνεχώς προβάλλονταν από ικανούς δικηγόρους των κατηγορουμένων. Εκείνο που έχει σημασία είναι το γεγονός της αποφασιστικότητας για δίωξη και της προώθησης στο Δικαστήριο υποθέσεων αυτής της φύσεως. Πολλές ήσαν οι προσπάθειες παρέμβασης από πολιτικά και άλλα πρόσωπα, ώστε να μη γίνουν ή να διακοπούν ποινικές διώξεις σ’ αυτόν τον τομέα, με το επιχείρημα ότι θα βλάψουν το τραπεζικό σύστημα, την εμπιστοσύνη προς τις Τράπεζες και τις προσπάθειες ανάκαμψης της Οικονομίας.
–Εκδίκαση από δικαστές υποθέσεων στις οποίες εμφανίζονται για κάποιους εκ των διαδίκων, δικηγόροι στα γραφεία των οποίων εργοδοτούνται στενά συγγενικά πρόσωπα: Το θέμα τούτο εμφανιζόταν πριν αρκετά χρόνια, ενώ κατά καιρούς είχαν τεθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο κάποιες απαγορευτικές διατάξεις, οι οποίες όμως κρίθηκαν ανεπαρκείς, με παρεμβάσεις τόσο GRECO, όσο και με αποφάσεις του ΕΔΑΔ με τις οποίες καταδικάστηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Κανένας δεν έχει ισχυριστεί ότι δεν πρέπει στενά συγγενικά πρόσωπα δικαστών, που τυγχάνει να είναι δικηγόροι, να εργοδοτούνται σε δικηγορικά γραφεία. Έχουν ασφαλώς κάθε δικαίωμα και τέτοια φαινόμενα είναι αναμενόμενα σε μικρές κοινωνίες, όπως της Κύπρου. Παράλληλα όμως, λόγω αυτών των φαινομένων, θα πρέπει να θεσπίζονται και να εφαρμόζονται αυστηρές διασφαλίσεις ότι θα τηρούνται όλες οι αρχές της αντικειμενικής αμεροληψίας.
-Έχει κληθεί δε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας να οριοθετήσει τις εξουσίες του Γενικού Ελεγκτή. Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι κάτι τέτοιο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα. Oι εξουσίες αξιωματούχων καθορίζονται στο Σύνταγμα και εκεί όπου επιτρέπει το Σύνταγμα αποδίδονται και διά νόμου. Εάν υπάρχει αμφισβήτηση ή σύγκρουση εξουσίας μεταξύ του Γενικού Ελεγκτή και άλλου οργάνου ή Αρχής στη Δημοκρατία, αρμόδιο για επίλυση της διαφοράς είναι μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο όπως ακριβώς το Άρθρο 139 του Συντάγματος ορίζει.