Το Δικαστήριο της ΕΕ ερμηνεύει για πρώτη φορά τον κανονισμό της Ένωσης με τον οποίο κατοχυρώνεται η «ουδετερότητα του διαδικτύου». Σύμφωνα με το ΔΕΕ, “οι απαιτήσεις περί προστασίας των δικαιωμάτων των χρηστών του διαδικτύου και περί άνευ διακρίσεων μεταχείρισης της κίνησης αντιτίθενται στην προνομιακή μεταχείριση, εκ μέρους παρόχου πρόσβασης στο διαδίκτυο, ορισμένων εφαρμογών και ορισμένων υπηρεσιών, μέσω προσφορών στο πλαίσιο των οποίων οι εν λόγω εφαρμογές και υπηρεσίες υπόκεινται σε μηδενικό τέλος, για τη δε χρήση των λοιπών εφαρμογών και υπηρεσιών εφαρμόζονται μέτρα παρεμπόδισης ή επιβράδυνσης”.
Συγκεκριμένα, με σημερινή του απόφαση, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αναφέρει τα εξής:
“Όσον αφορά, πρώτον, την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/2120, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές προβλέπει ότι τα δικαιώματα τα οποία εγγυάται στους τελικούς χρήστες υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο ασκούνται «μέσω της υπηρεσίας πρόσβασης στο διαδίκτυο που διαθέτουν», και ότι η πρώτη από τις διατάξεις αυτές απαιτεί να μην συνεπάγεται η υπηρεσία αυτή περιορισμό της άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων.
Aπό το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι οι υπηρεσίες ενός παρόχου πρόσβασης στο διαδίκτυο πρέπει να αξιολογούνται υπό το πρίσμα της προμνησθείσας απαιτήσεως από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές και υπό τον έλεγχο των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, λαμβανομένων υπόψη τόσο των συμφωνιών που συνάπτει ο πάροχος με τους τελικούς χρήστες όσο και των εμπορικών πρακτικών που εφαρμόζει ο εν λόγω πάροχος.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο, αφού παρέσχε ορισμένες γενικές διευκρινίσεις ως προς τις έννοιες των «συμφωνιών», των «εμπορικών πρακτικών» και των «τελικών χρηστών» του κανονισμού 2015/2120, έκρινε ότι η σύναψη συμφωνιών με τις οποίες συγκεκριμένος πελάτης επιλέγει πακέτο υπηρεσιών το οποίο συνδυάζει «μηδενικό τέλος» και μέτρα παρεμπόδισης ή επιβράδυνσης της κίνησης, σε συνάρτηση με τη χρήση εφαρμογών και υπηρεσιών διαφορετικών από τις συγκεκριμένες υπηρεσίες και εφαρμογές που υπόκεινται στο εν λόγω «μηδενικό τέλος», είναι δυνατόν να περιορίζει την άσκηση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, σε σημαντικό τμήμα της αγοράς.
Πράγματι, τέτοια πακέτα υπηρεσιών είναι ικανά να αυξήσουν τη χρήση των εφαρμογών και υπηρεσιών που τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης και, συνακόλουθα, να μειώσουν τη χρήση των λοιπών διαθέσιμων εφαρμογών και υπηρεσιών, λαμβανομένων υπόψη των μέτρων με τα οποία ο πάροχος υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο καθιστά τη χρήση αυτή τεχνικά δυσχερέστερη ή ακόμη και αδύνατη.
Επιπλέον, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των πελατών που συνάπτουν τέτοιες συμφωνίες, τόσο ο σωρευτικός αντίκτυπος των συμφωνιών αυτών, λόγω της κλίμακάς του, είναι δυνατόν να προκαλέσει σημαντικό περιορισμό στην άσκηση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών, ή ακόμη και να θίξει την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων αυτών.
Δεύτερον, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/2120, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, για να διαπιστωθεί ασυμβατότητα προς τη διάταξη αυτή, δεν απαιτείται καμία αξιολόγηση του αντίκτυπου που έχουν τα μέτρα παρεμπόδισης ή επιβράδυνσης της κίνησης στην άσκηση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών. Πράγματι, η ανωτέρω διάταξη δεν προβλέπει τέτοια απαίτηση προκειμένου να εκτιμηθεί η τήρηση της προβλεπόμενης από αυτήν γενικής υποχρέωσης ισότιμης και χωρίς διακρίσεις μεταχείρισης της κίνησης.
Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον τα μέτρα παρεμπόδισης ή επιβράδυνσης της κίνησης δεν βασίζονται σε αντικειμενικά διαφορετικές απαιτήσεις τεχνικής ποιότητας των υπηρεσιών για συγκεκριμένες κατηγορίες κίνησης, αλλά σε εμπορικούς λόγους, τα εν λόγω μέτρα πρέπει να θεωρηθούν, αυτά καθαυτά, ασύμβατα προς την προμνησθείσα διάταξη.
Κατά συνέπεια, πακέτα υπηρεσιών όπως τα εξεταζόμενα από το αιτούν δικαστήριο είναι, κατά γενικό κανόνα, δυνατόν να αντιβαίνουν τόσο στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του κανονισμού 2015/2120, όσο και στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, διευκρινιζόμενου του ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές και τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια μπορούν να τα εξετάζουν κατ’ αρχάς υπό το πρίσμα της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές.”
Πηγή : ΚΥΠΕ