To Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ) κήρυξε σήμερα ως απαράδεκτες δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με τα μέτρα με τα οποία θεσπίστηκε το 2017 στην Πολωνία σύστημα πειθαρχικής διαδικασίας για τους δικαστές, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι η υποβολή από εθνικό δικαστή προδικαστικού ερωτήματος το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών σε βάρος του. Το ΔΕΕ υπενθύμισε δε ότι “προσκρούουν στο δίκαιο της Ένωσης εθνικές διατάξεις που εκθέτουν τους εθνικούς δικαστές σε κίνδυνο πειθαρχικών διαδικασιών λόγω του ότι υπέβαλαν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως”. Συγκεκριμένα, “το ενδεχόμενο κινήσεως πειθαρχικών διαδικασιών δύναται να θίξει την εκ μέρους των οικείων δικαστών αποτελεσματική άσκηση της ευχέρειας να υποβάλλουν στο Δικαστήριο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως και να ασκούν τα καθήκοντα του επιφορτισμένου με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης δικαστή, τα οποία τους έχουν ανατεθεί από τη Συνθήκη”. Το ΔΕΕ έχει διευκρινίσει, συναφώς, ότι το να μη διατρέχουν οι εθνικοί δικαστές τον κίνδυνο πειθαρχικών διαδικασιών για τέτοιους λόγους αποτελεί, εξάλλου, εγγύηση συμφυή με την ανεξαρτησία τους.
Αναλυτικά, όπως ανακοινώθηκε “αφού επιβεβαίωσε την αρμοδιότητά του να ερμηνεύσει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το ΔΕΕ αποφάνθηκε επί του παραδεκτού των δύο αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως”.
“Συναφώς, υπενθύμισε καταρχάς ότι, κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για να καταστεί δυνατή η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου «έκδοση της δικής του απόφασης». Διευκρίνισε επίσης ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία προδικαστικής αποφάσεως προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι διαφορά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση”.
Το ΔΕΕ, αφού τόνισε “την ιδιαιτερότητα της αποστολής του στο πλαίσιο των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, η οποία συνίσταται στο να συνδράμει το αιτούν δικαστήριο στην επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του”, εν συνεχεία αποφάνθηκε ότι” πρέπει να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της εν λόγω διαφοράς και των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία”. “Ο σύνδεσμος αυτός πρέπει να είναι τέτοιος ώστε η εν λόγω ερμηνεία να ανταποκρίνεται σε αντικειμενική ανάγκη για την απόφαση την οποία πρέπει να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο”.
Εν προκειμένω, το ΔΕΕ διαπίστωσε:
Πρώτον, ότι “οι διαφορές των κύριων δικών ουδόλως συνδέονται με το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα. Έκρινε, κατά συνέπεια, ότι τα αιτούντα δικαστήρια δεν καλούνται να εφαρμόσουν το δίκαιο αυτό, προκειμένου να συναγάγουν την επί της ουσίας λύση που πρέπει να δοθεί στις εν λόγω ένδικες διαφορές”.
Δεύτερον, αφού υπενθύμισε ότι το ΔΕΕ έχει κρίνει παραδεκτά προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία δικονομικού χαρακτήρα διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες όφειλε να εφαρμόσει το αιτούν δικαστήριο για να εκδώσει την απόφασή του , επισήμανε ότι “τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των δύο συνεκδικαζομένων υποθέσεων δεν έχουν τέτοιο περιεχόμενο”.
Τρίτον, έκρινε ότι “η απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα δεν φαίνεται ούτε δυνάμενη να παράσχει στα αιτούντα δικαστήρια ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης η οποία θα καθιστά δυνατή την επίλυση δικονομικών ζητημάτων του εθνικού δικαίου προκειμένου να αποφανθούν επί της ουσίας των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί”.
Κατά συνέπεια, το ΔΕΕ έκρινε ότι “από τις αποφάσεις περί παραπομπής δεν προκύπτει η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της διατάξεως του δικαίου της Ένωσης την οποία αφορούν τα υπό κρίση προδικαστικά ερωτήματα και των διαφορών των κύριων δικών, λόγω του οποίου η ζητούμενη ερμηνεία θα παρίστατο αναγκαία προκειμένου να μπορέσουν τα αιτούντα δικαστήρια, εφαρμόζοντας τα διδάγματα εκ της ερμηνείας αυτής, να εκδώσουν τις αποφάσεις τους επί των εκκρεμών ενώπιόν τους διαφορών”. Αποφάνθηκε, συνεπώς, ότι “τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα έχουν γενικό χαρακτήρα και, για τον λόγο αυτόν, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα”.
Πηγή: ΚΥΠΕ