Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε ομόφωνα την Πολιτική Έφεση στην υπόθεση Χαράλαμπος Νικόλας, Εφεσείων, κατά των Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (υπό εκούσια εκκαθάριση δια του εκκαθαριστή Αυγουστίνου Παπαθωμά), εφεσίβλητων σε σχέση προς αξίωση αποζημιώσεων για παράνομη απόλυση και δυσφήμιση του, σε μια υπόθεση που φτάνει στην κατάληξή της 25 χρόνια μετά από την πρώτη προσφυγή στη Δικαιοσύνη.
Συγκεκριμένα, ο κ. Νικόλας κινήθηκε δικαστικά εναντίον των Κυπριακών Αερογραμμών το 1998 για παράνομη απόλυση και δυσφήμιση. Η υπόθεση απορρίφθηκε τόσο από το Επαρχιακό Δικαστήριο το 2006, όσο και από το Ανώτατο το 2010.
Η έφεση εκδικάστηκε ενώπιον του Ανωτάτου μετά που το Εφετείο (υπό μερικώς διαφορετική σύνθεση) διέταξε κατά πλειοψηφία το επανάνοιγμα της την Εκκαθαριστών, Π.Ε. 43/07, ημ. 24.2.22). Η έφεση είχε απορριφθεί επί της ουσίας από το Εφετείο την 21.4.10 (ξανά υπό άλλη σύνθεση) κατόπιν ακρόασης.
Μετά από την απόφαση του Εφετείου ημερομηνίας 21.4.10 («η πρώτη εφετειακή απόφαση»), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποδέχθηκε αίτηση του Εφεσείοντα για παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), για το ότι η απόφαση του Εφετείου λήφθηκε από μη (αντικειμενικώς) αμερόληπτο Δικαστήριο.
«Τούτων δοθέντων, ακούσαμε την Έφεση εξ υπαρχής, διαγράφοντας από το μυαλό καθετί που αποτυπώνεται υπό οποιαδήποτε μορφή στην πρώτη εφετειακή απόφαση», αναφέρει το Ανώτατο.
Όπως αναφέρει το Ανώτατο, ως φαίνεται από τα κοινώς παραδεκτά γεγονότα, τη μαρτυρία και δικογραφία, ο Εφεσείων ήταν πιλότος αεροσκαφών και κάτοχος σχετικής άδειας από το 1979, ενώ οι Εφεσίβλητοι, εταιρεία αερογραμμών. Τον Οκτώβριο 1984 ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση προς τους Εφεσίβλητους για εργοδότηση, με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο 1985 να προσληφθεί ως πιλότος (όπως διατείνεται), ή – ως υποστήριξαν οι Εφεσίβλητοι και βρήκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – ως μαθητευόμενος/trainee πιλότος στην υπηρεσία τους.
Η πρόσληψη έγινε στη βάση επιστολής ημερομηνίας 28.1.85, που απέστειλαν οι Εφεσίβλητοι προς τον Εφεσείοντα (και η οποία κατ’ ουσίαν ήταν η προσφορά διορισμού προς αυτόν), με τον Εφεσείοντα να αποδέχεται (κατά τα πρωτόδικα ευρήματα) τους τεθέντες όρους και να προσλαμβάνεται στην υπηρεσία των Εφεσίβλητων από 10.1.85.
Σημειώνεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως οι υπηρεσίες του Εφεσείοντα τερματίστηκαν νομίμως και δικαιολογημένως την 27.9.85 πριν από τη συμπλήρωση της εργοδότησης του με τους Εφεσίβλητους, απορρίπτοντας συνακολούθως και την αξίωση για δυσφήμηση, αποφαινόμενο ότι το μεδούλι των δυσφημιστικών λέξεων ήταν αληθές, με επακόλουθο την επιτυχία της υπεράσπισης τής αλήθειας, και εν τέλει την αποτυχία και απόρριψη της Αγωγής στο σύνολο της.
Ο Εφεσείων προσβάλλει την Πρωτόδικη Απόφαση με 13 συνολικά λόγους έφεσης, με έξι από αυτούς να αποτυπώνονται στην αρχική Ειδοποίηση Εφέσεως ημερομηνίας άδεια του Εφετείου (πριν από την έκδοση της πρώτης εφετειακής απόφασης), και πέντε ετέρους λόγους έφεσης να καταχωρίζονται κατόπιν δικής μας άδειας την 5.4.23 (με συναίνεση των Εφεσίβλητων).
«Έχοντας υπόψη τούτη την εικόνα πραγμάτων – δικογραφίας και μαρτυρίας – δεν έχουμε καμία δυσκολία να απορρίψουμε ως αβάσιμο το παράπονο του Εφεσείοντα πως λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε μεταξύ των διαδίκων κοινό έδαφος ως προς τους όρους εργοδότησης κατά τα προνοούμενα στη Συμφωνία», αναφέρει το Ανώτατο.
Προσθέτει ότι προκύπτει εναργώς από όσα παρουσιάστηκαν και αξιολογήθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πως κατά τους όρους της Συμφωνίας, ο Εφεσείων όφειλε να περατώσει επιτυχώς την Εκπαίδευση («initial training»), μέρος της οποίας ήταν και η συμπλήρωση προγράμματος προσαρμογής (conversion course) στα BAC1-11.
«Ο Εφεσείων εργοδοτήθηκε ως εκπαιδευόμενος πιλότος και όχι ως πιλότος. Ήταν ορθά και σε αυτή την πτυχή τους τα πρωτόδικα ευρήματα».
Το Ανώτατο αναφέρει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκή αιτιολογία, «υποδειγματική θα λέγαμε, σε όλα τα επιχειρήματα του Εφεσείοντα τα οποία, υπό τις περιστάσεις και ανάγκες της υπόθεσης, απαιτούνταν όπως αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο (και) της συνταγματικής επιταγής για δίκαιη δίκη σε υποθέσεις πολιτικής δικαιοδοσίας ως η υπό κρίση».
«Εν κατακλείδι. Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί. Η έφεση απορρίπτεται», ανέφερε το Ανώτατο.
Σημειώνει τέλος ότι «δοσμένης της ιδιάζουσας και μακράς δικονομικής πορείας της υπόθεσης (και ιδίως ως εκ της απόφασης του ΕΔΑΔ και όσων επακολούθησαν (με το επανάνοιγμα της έφεσης αλλά και ως εξ αυτού) – εξέλιξη που έλαβε χώραν χωρίς κατά βάσιν υπαιτιότητα του Εφεσείοντα, αποφασίσαμε, κατ’ ενάσκηση της ευρείας διακριτικής μας ευχέρειας να αποστούμε από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και να μην εκδώσουμε διαταγή ως προς τα έξοδα. Καμιά διαταγή για τα έξοδα».
Οι δικαστές ήταν οι Γ.Ν Γιασεμής, Δ. Σωκράτους, και Ν.Γ Σάντης.
πηγή: ΚΥΠΕ