Τα αυξανόμενα φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού, γηπεδικής και οπαδικής βίας και οι τρόποι αντιμετώπισής τους από την πολιτεία, βρέθηκαν στο επίκεντρο της σημερινής συνάντησης της Προέδρου της Βουλής, Αννίτας Δημητρίου, με την Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, Δέσπω Μιχαηλίδου – Λιβανίου, με την αφορμή της επίδοσης της Ετήσιας Έκθεσης του Γραφείου της Επιτρόπου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Βουλής, η Επίτροπος ενημέρωσε την Πρόεδρο της Βουλής για το έργο που επιτελέστηκε κατά την περίοδο που καλύπτει η έκθεση και οι δύο πλευρές είχαν την ευκαιρία να ανταλλάξουν απόψεις και να συζητήσουν θέματα ευημερίας των παιδιών. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στις επιπτώσεις της πανδημίας στην ψυχική υγεία τους, αφού ίσως να αποτελούν τα μεγαλύτερα θύματα της όλης κατάστασης.
Τα αυξανόμενα φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού (bullying), γηπεδικής και οπαδικής βίας και οι τρόποι αντιμετώπισής τους από την πολιτεία, απασχόλησαν ιδιαίτερα της συζήτηση, ενώ τονίστηκε εκατέρωθεν η ανάγκη προβολής της φωνής και των απόψεων των ιδίων των παιδιών, ως βασικού δικαιώματος έκφρασής τους.
H Πρόεδρος της Βουλής, από την πλευρά της, εξήρε τη σημασία του θεσμού και εξέφρασε τη βούληση για στενή συνεργασία με την Επίτροπο, για τη διοργάνωση σειράς κοινών δράσεων, με στόχο την εξοικείωση των παιδιών με το νομοθετικό έργο και το κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι, αλλά και την καλλιέργεια ενσυναίσθησης για ζητήματα και προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί η δημοκρατία.
Άλλωστε, σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου της Επιτρόπου, η κ. Μιχαηλίδου τόνισε τις επιπτώσεις που είχε η περίοδος της πανδημίας στα παιδιά, αφού «η παρατεταμένη απομόνωση επέφερε, όπως δείχνουν πρόσφατες έρευνες, σοβαρές ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις στα παιδιά, και έθεσε σε κίνδυνο την ευημερία τους», όπως εξηγεί σε ανακοίνωσή της.
«Τα τελευταία δύο χρόνια έθεσα ως προτεραιότητα, να διερευνήσω τις επιπτώσεις των μέτρων για περιορισμό της πανδημίας στην ψυχοσυναισθηματική κατάσταση των παιδιών, και να παρέμβω εκεί όπου, οι όποιες αποφάσεις ή προοπτικές, δεν έθεσαν ως προτεραιότητα το Συμφέρον του Παιδιού», πρόσθεσε.
Η Επίτροπος ανέφερε ότι «σε μια περίοδο που κυριαρχούσε η αίσθηση του απόλυτου ελέγχου της καθημερινότητας», ενώ «η ασφάλεια της υγείας, κυριάρχησε έναντι άλλων δικαιωμάτων», δε δόθηκε η απαραίτητη προσοχή στην προστασία της ψυχικής υγείας και ιδίως των ευάλωτων ομάδων, όπως τα παιδιά. «Κοινωνική απομόνωση, αποχή από τις σχολικές κοινότητες, διαφοροποίηση της ρουτίνας, όλα επενδυμένα με τον κίνδυνο της απώλειας, της ασθένειας και του επαπειλούμενου θανάτου αγαπημένων προσώπων, υπήρξαν στρεσογόνοι παράγοντες στη ζωή των παιδιών», εξήγησε η Επίτροπος.
Ανέφερε, δε, ότι και τα ίδια τα παιδιά μίλησαν για «χαμένη παιδικότητα, χαμένες εμπειρίες, κίνητρο για ζωή, άγχος, φοβίες, ανασφάλεια, αστάθεια και αποδιοργάνωση της ζωής τους», ενώ αυξημένες ήταν οι συνέπειες για παιδιά με αναπηρίες, αλλά και οι επιπτώσεις από την αδυναμία των γονέων να ασκήσουν αποτελεσματικά τη γονική τους μέριμνα, λόγω επαγγελματικών προκλήσεων που αντιμετώπισαν.
«Τα προβλήματα και οι δυσχέρειες που ανέδειξε η νέα κατάσταση πραγμάτων, ως συνέπεια του covid-19, είναι μια ευκαιρία διερεύνησης και αναστοχασμού», κατέληξε η Επίτροπος, προσθέτοντας ότι θα πρέπει να αξιοποιηθούν «στη πράξη τα νέα δεδομένα, να προχωρήσουμε σε ένα καλά σχεδιασμένο προγραμματισμό στη βάση των δικαιωμάτων του παιδιού, ώστε κατά το δυνατόν, να αποκαταστήσουμε τη ζημιά που έχει ήδη γίνει στα παιδιά τα τελευταία δύο χρόνια και να προλάβουμε τον αντίκτυπο της στο μέλλον».
Πηγή: ΚΥΠΕ