Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, παραδέχθηκε την κατηγορία για παράβαση του Περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, η γυναίκα που έφτασε από την Αμερική, μέσω Αθήνας και στην οποία επιβλήθηκε χθες χρηματικό πρόστιμο ύψους 800 ευρώ. Δεν παραβίασε ενσυνείδητα τα επίδικα διατάγματα, αποφάνθηκε το δικαστήριο, σημειώνοντας παράλληλα την σοβαρότητα του αδικήματος, ενώ κατά την επιβολή της ποινής έλαβε υπόψη την άμεση παραδοχή και το λευκό ποινικό μητρώο της κατηγορούμενης.
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου η κατηγορούμενη βρέθηκε ένοχη μετά από δική της παραδοχή σε κατηγορία η οποία αφορά παράβαση του Περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου και των σχετικών διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί τα οποία καθόριζαν μέτρα με σκοπό την παρεμπόδιση της εξάπλωσης του Covid-19.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης «η κατηγορούμενη έφτασε στην Κύπρο στις 17 Ιουλίου από την Αμερική με ενδιάμεσο σταθμό την Αθήνα και εφόσον προερχόταν από χώρα Τάξης Γ, θα έπρεπε να μείνει σε κατάσταση αυτοπεριορισμού για 14 μέρες. Αντιθέτως η γυναίκα παρέβηκε τη συγκεκριμένη υποχρέωση της για αυτοπεριορισμό κάνοντας εκδρομές είτε στο Τρόοδος, είτε στην Αγία Νάπα, πηγαίνοντας σε εστιατόρια και συναναστρεφόμενη με άλλα άτομα, ενώ τελικά στις 28 Ιουλίου τόσο ίδια όσο και η κόρη της διαγνώστηκαν με κορωνοϊό».
Η απόφαση του Δικαστηρίου αναφέρεται και στην αγόρευση του δικηγόρου της κατηγορουμένης για μετριασμό της ποινής της, η οποία σημείωσε πως «η γυναίκα πριν φτάσει στην Κύπρο σε δύο περιπτώσεις είχε υποβληθεί σε τεστ κορωνοϊού, το οποίο και στις δύο περιπτώσεις ήταν αρνητικό. Τελευταία φορά που υποβλήθηκε στο τεστ ήταν πριν την αναχώρηση της από την Αθήνα.
Σύμφωνα με την δικηγόρο της «η γυναίκα δεν γνώριζε ότι είχε υποχρέωση αυτοπεριορισμού για 14 μέρες και προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού κατέθεσε ως τεκμήριο το πάσο, με το οποίο της δόθηκε άδεια από την κυπριακή Δημοκρατία να ταξιδέψει στην Κύπρο και στο οποίο πουθενά δεν αναγράφεται ως υποχρέωση της να τεθεί σε καθεστώς αυτοπεριορισμού με την είσοδο της στην Κύπρο. Επειδή η κατηγορούμενη είναι μεν Κύπρια υπήκοος αλλά δεν είναι κάτοικος Κύπρου, είχε άγνοια του νόμου για την υποχρέωση να αυτοπεριοριστεί».
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου «η δικηγόρος της γυναίκας ανέφερε το συγκεκριμένο θέμα όχι ως υπεράσπιση αλλά ως μετριαστικό παράγοντα και για να αποδείξει ότι η κατηγορούμενη δεν λειτούργησε περιφρονητικά προς τις αρχές της Δημοκρατίας και τις πρόνοιες του νόμου».
Ακόμα ως μετριαστικό παράγοντα η δικηγόρος της κατηγορουμένης ανέφερε, καταθέτοντας μάλιστα και σχετικά δημοσιεύματα, «την αρνητική κατακραυγή που δέχτηκε από μέρους της κοινής γνώμης, η οποία καταφερόταν εναντίον της κάνοντας αναφορές και σε αναληθή γεγονότα. Τα δημοσιεύματα αυτά την επηρέασαν αρνητικά αλλά και μείωσαν την αξιοπρέπεια της στο μέτρο και στο βαθμό που κατέγραφαν γεγονότα τα οποία δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια και την παρουσίασαν ως άτομο το οποίο γνώριζε ότι είχε κορωνοϊό και έκανε πάρτι και συναναστρεφόταν κόσμο αδιαφορώντας εντελώς για την υγεία των συμπολιτών της».
Το Δικαστήριο στην απόφαση του σημείωσε πως «το αδίκημα που αντιμετωπίζει η κατηγορουμένη είναι καινοφανές αδίκημα παρελκώμενο από τα όσα όλοι παγκοσμίως βιώνουμε μετά την εξάπλωση του Covid-19».
Στην απόφαση του το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας προσθέτει επίσης ότι «στην περίπτωση της κατηγορουμένης, το Σώμα αποφάνθηκε ότι τα γεγονότα δεν είναι τέτοια που να προκύπτει ότι αυτή καταφρόνησε τα διατάγματα, την σοβαρότητα της κατάστασης και τους συνανθρώπους της. Αντίθετα από τα γεγονότα προκύπτει ότι ήδη είχε εξεταστεί δύο φορές και ήταν αρνητική σε κορωνοϊό και ότι ήρθε στην Κύπρο και διέμενε με τους ηλικιωμένους γονείς της κάτι το οποίο δεν θα έκανε σε καμία περίπτωση, εάν είχε έστω την παραμικρή υπόνοια ότι υπάρχει ενδεχόμενο να έχει τον ιό».
Σημειώνεται ακόμα ότι από όσα έχουν λεχθεί από τον δικηγόρο της κατηγορούμενης «συνάγεται πως ενώπιον του δικαστηρίου δεν βρίσκεται ένα αδιάφορο, ανεύθυνο άτομο, το οποίο ενσυνείδητα παραβίασε τα επίδικα διατάγματα» ενώ το Δικαστήριο ανέφερε πως δεν θα μπορούσε να παραγνωριστεί η στοχοποίηση της γυναίκας, την κοινωνική κατακραυγή που δέχτηκε και τον εκφοβισμό (bulling) μέσω Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και ΜΜΕ».
Περαιτέρω μετριαστικοί παράγοντες για την κατηγορούμενη, συνεχίζεται αποτελούν «η άμεση παραδοχή της και το λευκό ποινικό της μητρώο».
Το Δικαστήριο ανέφερε ακόμα στην απόφαση του ότι «ο κορωνοϊός δεν παύει να είναι μια παγκόσμια πραγματικότητα και όλοι έχουμε ακέραιη την υποχρέωση να ενημερωνόμαστε και να ενεργούμε σύμφωνα με τον τρόπο που κάθε κράτος έχει καθορίσει προκειμένου να προστατεύσει τους πολίτες του. Από τα πιο πάνω δεν εξαιρείται η κατηγορούμενη η οποία δεν επέδειξε την αναμενόμενη επιμέλεια και δεν προέβη στις αναμενόμενες πράξεις, προκειμένου να διαπιστώσει εάν έχει και ποιες είναι οι υποχρεώσεις της».
Στην απόφαση του το Σώμα τόνισε «την σοβαρότητα του αδικήματος και την υπευθυνότητα που πρέπει να επιδεικνύουμε όλοι ως ενεργοί πολίτες, προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση του επικίνδυνου αυτού ιού, αλλά και προκειμένου με τις πράξεις ή παραλείψεις μας, να μη θέσουμε σε κίνδυνο ευπαθή άτομα, η υγεία και σωματική ακεραιότητα των οποίων θα κινδύνευε σοβαρά σε περίπτωση μόλυνσης τους με τον Covid-19. Η σοβαρότητα είναι δεδομένη λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή που αναφέρεται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο, ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις 50 χιλιάδες ευρώ ή και τις δύο ποινές».
Τελικά το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αναφέρει στην απόφαση του πως «η αρμόζουσα ποινή στην περίπτωση της κατηγορουμένης είναι η επιβολή χρηματικού προστίμου ύψους 800 ευρώ».
Πηγή : ΚΥΠΕ