Υπήρξαν νέες εξελίξεις στην πολύχρονη διαμάχη των εταιρειών πετρελαιοειδών με την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, αναφορικά με την επιβολή διοικητικών προστίμων με ενδιάμεση απόφασή του Διοικητικού Δικαστηρίου στις συνεκδ. Υποθ. 1646/17 κ.α. μεταξύ της ExxonMobil Cyprus Ltd κατά Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού. Η υπόθεση ξεκίνησε το 2005. Μετά από ακύρωση από την Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου λόγω κακής συγκρότησης της Επιτροπής, διεξήχθη νέα επανεξέταση και εκδόθηκε νέα απόφαση.
Με ενδιάμεση αίτηση ζητήθηκε η προδικαστική εκδίκαση λόγου ακυρότητας που αφορά στην νομιμότητα του εντάλματος έρευνας δυνάμει του οποίου συλλέγηκε υλικό στο πλαίσιο έρευνας της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού το 2005. Ο ισχυρισμός των Αιτητών ήταν ότι η απόφαση για διεξαγωγή της έρευνας δεν είχε ληφθεί από την Επιτροπή, αλλά μόνο από τον τότε Πρόεδρό της, αλλά και ότι δεν καθορίστηκε ο σκοπός και το αντικείμενο της έρευνας στο ένταλμα. Η Επιτροπή έφερε ένσταση στο αίτημα.
Η αίτηση επικαλέστηκε τη Δ. 27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για προδικαστική εκδίκαση. Το Διοικητικό Δικαστήριο (Καλλιγέρου Π.) όμως αποφάσισε ότι δεν είναι νοητή η αναλογική εκδίκαση της Δ. 27 στη διοικητική δίκη, στην οποία τα ζητήματα που εξετάζονται είναι νομικά ζητήματα και όχι αξιολόγηση μαρτυρικού υλικού και στην οποία το σύστημα είναι ανακριτικό και όχι αντιπαραθετικό. Προδικαστική εξέταση στην διοικητική δίκη γίνεται για τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής, όπως το εκπρόθεσμο, η έλλειψη εννόμου συμφέροντος, η κατάργηση της δίκης και όχι οι λόγοι ακυρώσεως.
Στη συνέχεια το Διοικητικό Δικαστήριο εξέτασε το αίτημα δυνάμει του Κανονισμού 9(2) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο δύναται να εκδώσει οδηγίες που είναι αναγκαίες προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο λόγος ακυρώσεως ανάγεται στην ρίζα της διαδικασίας το έτος 2005, ότι το τέρμα της διαδικασίας με την έκδοση της επίδικης διοικητικής πράξης έλαβε χώρα πολλά χρόνια μετά κατόπιν επανεξέτασης, το έτος 2017, ότι ο όγκος των εγγράφων προς εξέταση όλων των λόγων ακυρώσεως είναι τεράστιος, ενώ για την εξέταση του λόγου αυτού το δικαστήριο θα επικεντρωθεί στα έγγραφα που αποδεικνύουν ή όχι τους ισχυρισμούς των αιτητών και/ή των καθ’ ων η αίτηση, σε σχέση με τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως, από το σύνολο του διοικητικού φακέλου, ότι η τυχόν ακύρωση της πράξης για τον λόγο αυτό ακυρώσεως θα τερματίσει την δίκη χωρίς οι διάδικοι να χρειαστεί να προχωρήσουν με νέες γραπτές αγορεύσεις για τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως και το δικαστήριο να καλείται να εξετάσει περαιτέρω λόγους ακυρώσεως, ότι με την εξέταση του λόγου αυτού ακυρώσεως κατά προτεραιότητα δεν κατακερματίζεται η διαδικασία, ενόψει του ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως αφορά την ρίζα της διαδικασίας, ότι παρομοίως, ακόμα και αν αναπτυχθούν όλοι οι λόγοι ακυρώσεως μαζί, το Δικαστήριο και πάλι θα προχωρούσε στην εξέταση του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως κατά προτεραιότητα όλων των άλλων, ως αναγόμενου στη ρίζα της διαδικασίας, το Δικαστήριο κατέληξε πως εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον και η οικονομία της δίκης με την κατά προτεραιότητα των υπολοίπων λόγων ακυρώσεως, εξέταση των λόγων ακυρώσεως που αφορούν νομιμότητα της εντολής για έρευνα.
Διαβάστε την απόφαση εδώ.