Το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων και η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας σας προσκαλούν στην παρουσίαση της Διδακτορικής Διατριβής του Δρ Γεώργιου Ανθρακεύς με τίτλο “Το δικαίωμα αξιοποίησης υπεράκτιων υδρογονανθράκων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο υπό το πρίσμα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου“.
Τετάρτη, 27 Σεπτεμβρίου, 2023, 11:30 – 13:00
Αίθουσα Συνεδριάσεων M104, κτίριο Millennium (1οςόροφος), Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Συντονιστής: Μιχάλης Κοντός, Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Περίληψη
Η πρωτοτυπία της διατριβής συνοψίζεται ως εξής: Η διεθνής βιβλιογραφία αναγνώριζε την αποκλειστική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την επίλυση της μακροχρόνιας και ατέρμονης θαλάσσιας διαφοράς Ελλάδος και Τουρκίας. Ωστόσο η διακηρυχθείσα αυτόνομη δικαιοταξία της ΕΕ αποκρυσταλώθηκε από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ στο Λουξεμβούργου (ΔΕΕ), διότι η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας από την 23 Ιουνίου 1998 αποτελεί επισήμως πρωτογενές και υπερισχύον δίκαιο της ΕΕ (βλ. Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,L179/5) και ως εκ τούτου δεσμευτικό κοινοτικό κεκτημένο για τις χώρες μέλη της ΕΕ αλλά και sui generis δεσμευτική υποχρέωση των υποψηφίων χωρών για την προσχώρηση τους στην ΕΕ όπως είναι η Τουρκία και η Αλβανία. Η Τουρκία την 12 Σεπτεμβρίου 1963 υπέγραψε τη Συμφωνία Σύνδεσης με την πρώην EOK για εμπορικούς και οικονομικούς σκοπούς. Το ίδιο έγινε πρόσφατα μεταξύ της Αλβανίας και την ΕΕ. Η παρούσα διατριβή κατέδειξε προκειμένου να επιλυθεί η μακροχρόνια και ατέρμονη θαλάσσια διαφορά της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας για προσχώρηση στην ΕΕ τόσο με την Ελλάδα όσο και με την Κυπριακή Δημοκρατία ως χώρες μέλη της ΕΕ, να επιλύσουν τις θαλάσσιες διαφορές τους αποκλειστικά ενώπιον του ΔΕΕ υπό το νομικό πλαίσιο που διέπει την Συμφωνία Σύνδεσης του 1963, διότι αποτελεί μέχρι και σήμερα suigenerisενωσιακό δίκαιο.Το ίδιο θα ισχύει mutatis mutandis και στην περίπτωση της θαλάσσιας δικαστικής οριοθέτησης μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας επί τη βάσει της Συμφωνίας Σύνδεσης της Αλβανίας με την ΕΕ την 26 Φεβρουαρίου 2009.
Η Σύμβαση Σύνδεσης της Τουρκίας με την πρώην ΕΟΚ την 12 Σεπτεμβρίου 1963 αποτελεί sui generis ενωσιακό δίκαιο αλλά ταυτοχρόνως και δεσμευτικό νομικό κείμενο για την Τουρκία ως υποψήφια χώρα προς ένταξη στην ΕΕ για κάθε φύσεως νομικές διαφορές -συμπεριλαμβανομένου και των θαλασσίων οριοθετήσεων της- με χώρες της ΕΕ να εκδικάζονται αποκλειστικά ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στο Λουξεμβούργο.Το ίδιο θα ισχύει και για την Αλβανία λόγω της Σύμβασης Σύνδεσης με την ΕΕ την 26 Φεβρουαρίου 2009.
Επίσης η διδακτορική μου διατριβή που εκπονήθηκε στην Νομική Σχολή του Αμβούργου, επεξηγεί βάσει του ενωσιακού δικαίου με ποιον τρόπο η Ελλάδα και Κύπρος ως χώρες της ΕΕ δικαιούνται αλλά και οφείλουν να οριοθετήσουν τις θαλάσσιες ζώνες αποκλειστικά και μόνο στο ΔΕΕ βάσει του άρθρου 273 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ) όπου αυτή η δικαστική θαλάσσια οριοθέτηση θα προσδίδει μεγαλύτερη νομική εγκυρότητα αλλά και νομικό κύρος σε σχέση με μία πολιτική οριοθέτηση όπως επιχειρήθηκε χωρίς αποτέλεσμα το 2003.
Φρονώ ότι οποιοδήποτε άλλη νομική θεώρηση/προσέγγιση ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα ήταν αποκλειστικά αρμόδιο για την επίλυση των θαλάσσιων διαφορών κρατών μελών της ΕΕ βλ. Ελλάδα σε σχέση με υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ βλ. Τουρκία και Αλβανία, θα εκφεύγει του υπερισχύοντος και άμεσα εφαρμοστέου ενωσιακού δικαίου με αποτέλεσμα να μην είναι νομικά αλλά και επιστημονικά παραδεκτή, διότι η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας από την 23 Ιουνίου 1998 αναμφιβόλως αποτελεί δεσμευτικό πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο με δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις τόσο για τις χώρες μέλη αλλά και για τις χώρες που είναι υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ.
Ουσιαστικά αλλά και τυπικά η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας όπως τονίστηκε είναι από την 23.6.1998 πρωτογενές, δεσμευτικό και υπερισχύον ενωσιακό δίκαιο και ειδικά για τις χώρες μέλη της ΕΕ δηλαδή για την Ελλάδα και Κύπρο η θαλάσσια οριοθέτηση τους που είναι πάντα σε εκκρεμότητα θα μπορούσε αλλά και θα όφειλε λόγω της διακυρηχθείσας αυτόνομης δικαιοταξίας της ΕΕ ως πάγια νομολογία του ΔΕΕ αλλά και βάσει του άρθρου 273 ΣΛΕΕ να γίνει αποκλειστικά και μόνο στο ΔΕΕ προσδίδοντας σαφώς μεγαλύτερη νομική εγκυρότητα αλλά και νομικό κύρος σε μία τέτοια δικαστική θαλάσσια οριοθέτηση σε σχέση με μία πολιτική διαδικασία οριοθέτησης όπου σε άλλες χώρες της περιοχής βλ. Τουρκία δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί η νομική ισχύ της.
Σε άμεση συνάφεια με τα παραπάνω, η Τουρκία υπέγραψε την Σύμβαση Σύνδεσης με την πρώην ΕΟΚ την 12 Σεπτεμβρίου 1963 και στο άρθρο 25 παρ. 2 προβλέπεται ρητώς ότι πάσης φύσεως νομικές διαφορές μεταξύ των μερών της Συμφωνίας Σύνδεσης κατόπιν ενημέρωσης αλλά και ενεργής συμμετοχής του Συμβουλίου Σύνδεσης ως Θεματοφύλακας της Συμφωνίας στην επίλυση νομικής διαφοράς μεταξύ των μερών της Συμφωνίας θα πρέπει και εφόσον δεν υπάρξει προηγούμενη πολιτική επίλυση του ζητήματος με πρωτοβουλία και συμμετοχή του Συμβουλίου Σύνδεσης να εκδικαστεί στο ΔΕΚ (νυν ΔΕΕ).
Στην διδακτορική μου διατριβή- η οποία και απηχεί και την σύμφωνη γνώμη των Γερμανών καθηγητών μου- έχω αναδείξει ότι η μη εφαρμογή αλλά και η μη επικύρωση της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας από την Τουρκία και ειδικά από την 23.6.1998 και μετά λόγω της πλήρους ενσωμάτωσης της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας στην ενωσιακήδικαιοταξία εντάσσεται σαφώς στις ρητές υποχρεώσεις της Τουρκίας ως υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ έναντι των εταίρων της που απορρέουν από την Συμφωνία του 1963 η οποία Συμφωνία είναι σαφώς sui generis δεσμευτικό πρώην κοινοτικό και νυν ενωσιακό δίκαιο για όλα τα μέρη της Συμφωνίας συμπεριλαμβανομένου και της Τουρκίας ως υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ.
Επί τη σημαντική νομική βάση αυτή θα μπορούσε μέσω του Συμβουλίου Σύνδεσης ως προβλεπόμενη διαδικασία του άρθρου 25 της Συμφωνίας Σύνδεσης να αχθεί η Τουρκία ενώπιον του ΔΕΕ με σκοπό την δικαστική θαλάσσια οριοθέτηση στο Αιγαίο με την Ελλάδα.
Το ίδιο θα ισχύει και για την Αλβανία στην διένεξη περί θαλάσσιας οριοθέτησης με την Ελλάδα, διότι και η Αλβανία από την 26.2.2009 είναι υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ και το Συμβούλιο Σύνδεσης της αντίστοιχης Συμφωνίας θα μπορούσε να συμμετάσχει ενεργά όπως περιέγραψα παραπάνω στην τελική δικαστική διαδικασία ενώπιον του ΔΕΕ.
Το ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει μέσω της πάγιας νομολογίας του ότι έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκδικάζει θαλάσσιες διαφορές επί τη βάσει της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας η οποία αποτελεί δεσμευτικό ενωσιακό δίκαιο από την 23 Ιουνίου 1998. Η Ελλάδα και η Κύπρος ως χώρες μέλη της ΕΕ οφείλουν να αδράξουν την μοναδική αυτή δικαστική δυνατότητα που προσφέρει το ΔΕΕ και να εφαρμοστεί / ερμηνευθεί η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας από το ΔΕΕ πρωτίστως ως ενωσιακό δίκαιο βάσει των άρθρων 15 και 121 παρ. 2 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας που είναι ενωσιακό δίκαιο.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι ένα πολιτικό Δικαστήριο και δεν έχει καμία αρμοδιότητα πλέον βάσει της πάγιας νομολογίας του ΔΕΕ να εκδικάζει θαλάσσιες οριοθετήσεις μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ αλλά και υποψηφίων κρατών προς ένταξη στην ΕΕ.Το ΔΕΕ είναι αμιγώς νομικό Δικαστήριο όπου η δικαστική απόφαση εκτελείται υποχρεωτικά και επίσης προσφέρει το μοναδικό πλεονέκτημα να κληθούν όλες οι χώρες της ΕΕ αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταθέσουν γραπτώς τις προτάσεις τους η οποίες βεβαίως και συγκλίνουν με τις νομικές θέσεις της Ελλάδος και της Κύπρου ως προς την ερμηνεία της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας.
*Π.Α. μέχρι 26 Σεπτεμβρίου, 12:00 το μεσημέρι στο e-mail: cceia@unic.ac.cy