Την προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για επίλυση της διαφοράς, υποδεικνύει η Ελεγκτική Υπηρεσία σε περίπτωση που το Υπουργείο Εσωτερικών, στη βάση γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αρνηθεί να προσκομίσει στοιχεία στον Γενικό Ελεγκτή για σκοπούς διενέργειας ελέγχου του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος.
Με σημερινή της ανακοίνωση, η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει ότι στο πλαίσιο του ελέγχου, λειτουργοί της Υπηρεσίες μετέβησαν χθες και έλαβαν από την αρμόδια λειτουργό του Υπουργείου Εσωτερικών κατάλογο, χωρίς ονόματα, όλων των πολιτογραφήσεων που έγιναν μετά τις 21.5.2018 και αντίγραφο φακέλων για 5 περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στα πρόσφατα δημοσιεύματα του ξένου τηλεοπτικού δικτύου Al Jazeera, οι οποίες, λόγω της στάθμισης κινδύνου που ακολουθείται σε περιπτώσεις δειγματοληπτικού ελέγχου, είχε κριθεί ότι θα έπρεπε να περιληφθούν στο δείγμα ελέγχου, ενώ μετά από πρόσθετη δομημένη δειγματοληψία, λειτουργοί της Υπηρεσίας ζήτησαν τους φακέλους άλλων 15 περιπτώσεων.
Σημειώνει ωστόσο ότι «η αρμόδια λειτουργός του Υπουργείου Εσωτερικών ενημέρωσε την Ελεγκτική Υπηρεσία ότι έχει οδηγίες να μην δώσει οποιαδήποτε άλλα στοιχεία, εν αναμονή γνωμάτευσης που έχει ζητηθεί από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας».
Χαρακτηρίζοντας σεβαστό το δικαίωμα της κυβέρνησης να αναζητήσει νομική συμβουλή για όποιο θέμα η ίδια κρίνει ότι χρειάζεται νομική καθοδήγηση, η Ελεγκτική Υπηρεσία υποδεικνύει τον Νόμο περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας «ότι οι Υπουργοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι, κ.λπ. οφείλουν να μην αμελούν, παραλείπουν ή αρνούνται την προσκόμιση στον Γενικό Ελεγκτή (Ν.113(I)/2002), το ταχύτερο δυνατό, ή να μην εμποδίζουν την πλήρη και ελεύθερη πρόσβαση σε οποιοδήποτε υπηρεσιακό φάκελο, βιβλίο, συμβόλαιο, σύμβαση, λογαριασμό, τιμολόγιο ή άλλο υπηρεσιακό φάκελο ή στοιχείο εναποθηκευμένο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή άλλο αναγκαίο, κατά την κρίση του, έγγραφο για τους σκοπούς του ασκούμενου ελέγχου, και να μην εμποδίζουν ή αρνούνται την παροχή αντιγράφων, οποιωνδήποτε εγγράφων που αναφέρονται πιο πάνω».
Σημειώνει ακόμη ότι αρμόδιος για την ενεργοποίηση του πιο πάνω άρθρου και των ποινικών διαδικασιών που προβλέπονται σε περίπτωση παραβίασης του, είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για να προσθέσει ότι «συνεπώς, εάν μέχρι την Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020 η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν έχει λάβει τα πιο πάνω στοιχεία, θα ενημερώσει καθηκόντως τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας».
«Σε περίπτωση που η τυχόν άρνηση της Κυβέρνησης βασιστεί σε σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα τότε, κατά την άποψη της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, αρμόδιο για επίλυση του θέματος θα είναι το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο, με βάση το άρθρο 139 του Συντάγματος, κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζει οριστικώς και αμετακλήτως σε κάθε προσφυγή που αφορά σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας εγειρομένης μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας», αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Παράλληλα, η Ελεγκτική Υπηρεσία τονίζει τη σοβαρότητα του θέματος, καθώς, όπως αναφέρει, «από μία εντελώς προκαταρκτική επισκόπηση των 5 φακέλων που έχουν ληφθεί, προκύπτουν σοβαρά θέματα ενδεχόμενης απώλειας δημοσίων εσόδων, τα οποία η Ομάδα Ελέγχου που έχει συσταθεί θα διερευνήσει ενδελεχώς, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα τα οποία ακολουθεί η Υπηρεσία».
Η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει ότι «αναμένει ότι, χωρίς άλλη καθυστέρηση, θα της επιτραπεί να προχωρήσει στον πλήρη έλεγχο και των 20 περιπτώσεων που έχει περιλάβει στο δείγμα της ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο, από τις πράξεις και αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας, υπήρξε απώλεια δημοσίων εσόδων» και προειδοποιεί ότι σε περίπτωση συνέχισης της άρνησης παραχώρησης των σχετικών στοιχείων, η Ελεγκτική Υπηρεσία θα ενημερώσει σχετικά το Διεθνή Οργανισμό Ανώτατων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων (INTOSAI), με τον οποίο είναι ήδη σε επαφή εδώ και 3 περίπου μήνες, για καθοδήγηση ως προς το χειρισμό προηγούμενων συμβάντων που υπονομεύουν την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας.
Πηγή: ΚΥΠΕ