ΔΕΕ: Σημαντική απόφαση για τις δανειακές συμβάσεις σε ξένο νόμισμα

Το ΔΕΕ εξέτασε ερώτημα που του παρέπεμψε το Fővárosi Törvényszék, Δικαστήριο της Βουδαπέστης, για υπόθεση Ούγγρου δανειολήπτη.

To Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση στην υπόθεση C-511/17 Györgyné Lintner κατά UniCredit Bank Hungary Zrt (11/3/20) έκρινε ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ο καταναλωτής προβάλλει την καταχρηστικότητα ορισμένων συμβατικών ρητρών υποχρεούται να ελέγξει με δική του πρωτοβουλία άλλες ρήτρες της συμβάσεως, εφόσον οι εν λόγω ρήτρες συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Επομένως το εν λόγω δικαστήριο οφείλει, ενδεχομένως, να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να συγκεντρώσει τα νομικά και τα πραγματικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον ως άνω έλεγχο

Σύμφωνα με τα γεγονότα το Δεκέμβριο του 2007, η Györgyné Lintner συνήψε με την ουγγρική τράπεζα UniCredit Bank Hungary σύμβαση ενυπόθηκου δανείου σε ξένο νόμισμα. Η σύμβαση αυτή περιέχει ορισμένες ρήτρες που παρέχουν στην UniCredit Bank το δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς το περιεχόμενο της εν λόγω συμβάσεως. Η G. Lintner άσκησε, εν συνεχεία, αγωγή ενώπιον των ουγγρικών δικαστηρίων με αίτημα να αναγνωριστεί η αναδρομική ακυρότητα των εν λόγω ρητρών δυνάμει της οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες , που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι καταχρηστικές ρήτρες που ενσωματώνονται σε συμβάσεις συναπτόμενες μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή. Το 2014, ο Ούγγρος νομοθέτης θέσπισε νομοθεσία που διέπει τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας των ρητρών οι οποίες παρέχουν στις τράπεζες το δικαίωμα να τροποποιούν μονομερώς τις δανειακές συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές, καθώς και τις συνέπειες που πρέπει να συνάγονται από την καταχρηστικότητα των εν λόγω ρητρών, με αποτέλεσμα ότι τα ουγγρικά δικαστήρια δεν δεν καλούνται πλέον να αποφανθούν επί της συμβατότητας των ως άνω ρητρών με την οδηγία.

Το Δικαστήριο Fővárosi Törvényszék το οποίο επελήφθη της αγωγής της G. Lintner, διερωτάται, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, μήπως οφείλει, παρά ταύτα, να αποφανθεί επί της συμβατότητας με την οδηγία ορισμένων άλλων ρητρών της επίμαχης δανειακής συμβάσεως τις οποίες δεν αφορούσε η αγωγή. Οι τελευταίες αυτές ρήτρες αφορούν, εν προκειμένω, το συμβολαιογραφικό πιστοποιητικό, τους λόγους καταγγελίας της συμβάσεως και ορισμένα έξοδα που επιβαρύνουν τον καταναλωτή. Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στις υποθέσεις που αφορούν συμβάσεις συναπτόμενες με καταναλωτές, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, δηλαδή με δική του πρωτοβουλία, την καταχρηστικότητα των ρητρών που περιέχονται στις εν λόγω συμβάσεις, εάν έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Törvényszék ερωτά το Δικαστήριο αν υποχρεούται, βάσει της οδηγίας, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την καταχρηστικότητα όλων των ρητρών της επίμαχης δανειακής συμβάσεως, ακόμη και αν, αφενός, η συμβατότητά τους με την οδηγία δεν έχει αμφισβητηθεί από τον καταναλωτή με την αγωγή του και, αφετέρου, η εξέτασή τους δεν είναι αναγκαία για να αποφανθεί επί της εν λόγω αγωγής.

Τέλος, το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι ελεύθερα να προβλέπουν, στο εσωτερικό τους δίκαιο και με σκοπό την εξασφάλιση μεγαλύτερης προστασίας του καταναλωτή, αυτεπάγγελτη εξέταση εκτενέστερη από εκείνη που πρέπει να διενεργείται δυνάμει της οδηγίας.

Mε πληροφορίες από Δελτίο Τύπου ΔΕΕ

Print Friendly, PDF & Email