Αποφάσεις σε υποθέσεις που άπτονται της μετεγκατάστασης προσφύγων σε Πολωνία Ουγγαρία και Τσεχία, ερμηνεία ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων, την κοινωνική ασφάλιση και το διεθνές ένταλμα σύλληψης, εξέδωσε σήμερα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
To Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε σήμερα ότι η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία, “αρνούμενες να συμμορφωθούν με τον προσωρινό μηχανισμό μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία, παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης”. Κατά το ΔΕΕ, τα εν λόγω Κράτη Μέλη “δεν δύνανται να επικαλεστούν ούτε τις ευθύνες τους όσον αφορά την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας ούτε την υποτιθέμενη δυσλειτουργία του μηχανισμού μετεγκατάστασης προκειμένου να αποφύγουν την εφαρμογή του μηχανισμού αυτού”.
Το ΔΕΕ μάλιστα, απέρριψε το επιχείρημα των τριών εμπλεκόμενων κατά το οποίο οι προσφυγές της Κομισιόν είναι απαράδεκτες διότι, κατόπιν της λήξης του χρόνου ισχύος των αποφάσεων μετεγκατάστασης, η οποία επήλθε στις 17 και στις 26 Σεπτεμβρίου 2017 αντιστοίχως, τα εν λόγω Κ-Μ δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να άρουν τις προβαλλόμενες παραβάσεις. Το ΔΕΕ σημειώνει ότι “η διαπίστωση της παράβασης εξακολουθεί να έχει ουσιαστικό ενδιαφέρον, μεταξύ άλλων προκειμένου να θεμελιωθεί η ενδεχόμενη ευθύνη ενός Κ-Μ, λόγω της παράβασης που διέπραξε, έναντι άλλων κρατών μελών, της Ένωσης ή ιδιωτών”.
Απέρριψε δε την επίκληση του άρθρου 72 ΣΛΕΕ από τα 3 Κ-Μ καθώς όπως έκρινε το εν λόγω άρθρο δεν παρέχει ευχέρεια να παρεκκλίνουν από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στηριζόμενα απλώς και μόνο στην επίκληση των συμφερόντων που συνδέονται με την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, αλλά τους επιβάλλει να αποδεικνύουν την ανάγκη να κάνουν χρήση της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό παρέκκλισης προκειμένου να ασκήσουν τις ευθύνες τους στον εν λόγω τομέα.
Σε δεύτερη απόφαση, που εκδόθηκε επίσημα σήμερα σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων, το ΔΕΕ κρίνει ότι “η προϋπόθεση διαμονής στο έδαφος ενός ομόσπονδου κράτους για την παροχή σχολικής μεταφοράς αποτελεί έμμεση διάκριση εις βάρος των διακινούμενων εργαζομένων”. Συγκεκριμένα το ΔΕΕ απεφάνθη ότι “ένα μέτρο που επιτρέπει σε ένα ομόσπονδο κράτος να εξαρτά την παροχή σχολικής μεταφοράς από προϋπόθεση διαμονής σε αυτό αποτελεί έμμεση διάκριση εις βάρος των μεθοριακών εργαζομένων και της οικογένειάς τους. Στην περίπτωση της σχολικής μεταφοράς στο ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου, μια τέτοια προϋπόθεση δεν δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος σχετικά με την οργάνωση του σχολικού συστήματος”.
Ακολούθως, σε σχέση με το διεθνές ένταλμα σύλληψης, το ΔΕΕ απεφάνθη ότι “Κράτος μέλος το οποίο καλείται να λάβει απόφαση επί αιτήσεως εκδόσεως που έχει υποβληθεί από τρίτο κράτος και αφορά υπήκοο κράτους της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), συμβαλλομένου μέρους στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), οφείλει να διακριβώνει ότι στον υπήκοο αυτόν δεν θα επιβληθεί θανατική ποινή ούτε θα υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή ανάλογη μεταχείριση”. Το ΔΕΕ σημειώνει ότι “πριν εξετάσει το ενδεχόμενο εκτελέσεως της αιτήσεως εκδόσεως, το κράτος μέλος αυτό οφείλει να ενημερώσει σχετικά το κράτος ώστε να του παράσχει τη δυνατότητα να ζητήσει την παράδοση του υπηκόου του”.
Τέλος, σε ότι αφορά την απόφαση για την κοινωνική ασφάλιση, το ΔΕΕ έκρινε ότι “ένα Κράτος Μέλος δεν μπορεί να αρνηθεί να καταβάλλει ένα οικογενειακό επίδομα για το τέκνο του συζύγου ενός μεθοριακού εργαζόμενου που δεν έχει συγγενικό δεσμό με αυτό”, καθώς “αυτό το επίδομα αποτελεί κοινωνικό πλεονέκτημα και παροχή κοινωνικής ασφάλισης και ως εκ τούτου υπόκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης”.
Πηγή: ΚΥΠΕ