Δεν υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις από πλευράς Εφετείου ώστε να δικαιολογείται από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να ενεργοποιήσει την εξουσία του και να αποφασίσει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό (Άρθρο 9(2)(γ) του Ν.33/64), επί της αίτησης που καταχωρίσθηκε σε σχέση με το ύψος του εφάπαξ ποσού που πρώην δημόσιοι υπάλληλοι είχαν δικαίωμα να λάβουν κατά την αφυπηρέτησή τους, απάντησε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με ομόφωνη απόφασή του ημερομηνίας 19 Μαρτίου 2024.
Αίτημα των αιτητών ήταν να κριθεί από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο το κατά πόσον η απόφαση του Εφετείου να κρίνει ως συνταγματικές τις διαφοροποιήσεις των συντελεστών υπολογισμού του εφάπαξ πρώην δημοσίων υπαλλήλων προσέκρουε σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορά στις μειώσεις απολαβών και συντάξεων, αλλά και στην αναστολή συντάξεων.
Οι αιτητές είχαν αρχικά προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο ζητώντας την ακύρωση του νόμου που προνοούσε μείωση του εφάπαξ ποσού που πρώην δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνταν να λάβουν κατά την αφυπηρέτησή τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο, βασιζόμενο σε προηγούμενη νομολογία, δικαίωσε τους αιτητές καταλήγοντας πως υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την πρωτόδική απόφαση, με το Εφετείο ομόφωνα να κρίνει ως λανθασμένη την πρωτόδικη κρίση του δικαστηρίου και να την παραμερίζει. Μετά από την εξέλιξη αυτή, οι αιτητές προσέφυγαν στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ζητώντας να αποφασίσει κατά πόσον υπάρχει αντίφαση μεταξύ της απόφασης Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.ά v. Δημοκρατίας κ.ά, η οποία αφορούσε στην αναστολή της καταβολής σύνταξης σε συνταξιούχους που λάμβαναν μισθό από αξίωμα που ανέλαβαν μετά από τη συνταξιοδότησή τους, της απόφασης Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας που αφορούσε στις έκτακτες αποκοπές από τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, και την απόφαση Δημοκρατία v. Αυγουστή που αφορούσε στις μειώσεις απολαβών και συντάξεων που έγιναν επίσης προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Σύμφωνα με τον ισχυρισμό των αιτητών ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν ακολούθησε την απόφαση στην Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.ά v. Δημοκρατίας κ.ά., η οποία, όπως ισχυρίστηκαν, αντανακλά τις ορθές αρχές δικαίου, και ζήτησαν από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να ενεργοποιηθεί η εξουσία του να εκδικάσει την αίτηση, ώστε να αποφασίσει επί αυτής σε τρίτο και τελευταίο βαθμό (Άρθρο 9 (2)(γ) του Ν.33/64).
Εξετάζοντας το θέμα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο προχώρησε σε απόρριψη της αίτησής τους, λέγοντας ότι αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 9(2)(γ) του Ν. 33/64 για εξέταση του θέματος από το τριτοβάθμιο δικαστήριο. Και τούτο διότι η αίτησή τους δεν καταδείκνυε αντικρουόμενες ή αντιφατικές αποφάσεις του Εφετείου, ήτοι Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.ά v. Δημοκρατίας κ.ά, Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας και Δημοκρατία v. Αυγουστή, αφού αυτές ήταν αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου κι όχι του Εφετείου.
Ειδικότερα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, τονίζοντας ότι οι διαφορές προέκυπταν όχι από διαφορετική νομική αντίκριση αλλά από διαφορετικά γεγονότα και διαφορετικά έννομα αγαθά που εδράζονταν σε διαφορετικά νομοθετήματα, έκρινε την παρούσα υπόθεση με βάση τα δικά της δεδομένα, αναφέροντας ότι οι αιτητές δεν είχαν δικαίωμα συγκεκριμένου ύψους εφάπαξ. Κατ’ επέκταση, η κρίση του Εφετείου ότι οι αιτητές δεν είχαν αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα σε συγκεκριμένο ποσό εφάπαξ δεν αντιμάχεται την πάγια νομολογία επί του ζητήματος αυτού, αλλά συμβαδίζει με αυτήν.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις των αιτητών και επιδίκασε έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.
Την υπόθεση, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, χειρίστηκε η κα Έλενα Συμεωνίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
πηγή: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών