Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε έφεση για μείωση της ποινής 3,5 χρόνων φυλάκισης γυναίκας που καταδικάσθηκε για αδικήματα απόσπασης δεκάδων χιλιάδων ευρώ με ψευδείς παραστάσεις από οκτώ διαφορετικά πρόσωπα.
Στην απόφασή του, ημερομηνίας 1ης Ιουλίου, το Ανώτατο αναφέρει ότι η έκνομη συμπεριφορά της γυναίκας έλαβε χώρα την περίοδο Σεπτεμβρίου 2016 – Οκτωβρίου 2017, όταν με ψευδείς παραστάσεις απέσπασε από οκτώ διαφορετικά πρόσωπα διάφορα χρηματικά ποσά που συμποσούνταν σε €101.631.
Ψευδώς παρίστανε τον εαυτό της ως υπάλληλο διαφόρων εταιρειών και υποσχόταν ότι θα διευθετούσε την αγορά αυτοκινήτων και ακινήτων για τους παραπονούμενους σε προνομιακές τιμές ή θα τους εξασφάλιζε θέσεις εργασίας, υποτροφίες και αεροπορικά εισιτήρια, αναφέρεται.
Σύμφωνα με την απόφαση η μεγαλύτερη της λεία αφορούσε την απόσπαση €85.586, το Σεπτέμβριο με Δεκέμβριο του 2016, όταν, παρουσιαζόμενη στο νσυγκεκριμένο παραπονούμενο ως υπάλληλος εταιρείας ρωσικών συμφερόντων, τον διαβεβαίωνε ότι θα του εξασφάλιζε σε προνομιακή τιμή ένα αυτοκίνητο και πέντε οικόπεδα στην Αγία Νάπα, επιτυγχάνοντας έτσι να του αποσπάσει το πιο πάνω ποσό.
«Γι’ αυτό το αδίκημα (κατηγορία 1) της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων, ενώ για το αντίστοιχο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων, σε σχέση με το ποσό που είχε αποσπάσει (κατηγορία 2) ποινή φυλάκισης 3½ χρόνων. Αυτές ήταν και οι μεγαλύτερες ποινές που της επιβλήθηκαν. Μαζί με τις άλλες μικρότερες ποινές που της επιβλήθηκαν στις υπόλοιπες κατηγορίες, διατάχτηκε όλες να συντρέχουν μεταξύ τους, η έκτιση τους να αρχίζει από 27.1.2020 και να συντρέχουν επίσης με ποινή φυλάκισης που η Εφεσείουσα ήδη εξέτιε».
Κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη τρεις άλλες ποινικές υποθέσεις, που αφορούσαν και αυτές στη διάπραξη αδικημάτων απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.
Το Ανώτατο παραθέτει απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με το οποίο «η παράνομη δράση της Κατηγορουμένης -όταν αυτή ήταν σε ώριμη ηλικία, μεταξύ 35 και 37 ετών-, που ενεργούσε πάντοτε ελεύθερα, αυτόβουλα και μόνη, δεν εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια ενός μεμονωμένου περιστατικού, και σε καμία περίπτωση παρορμητικά. Ήταν εκτεταμένη, είχε χρονική διάρκεια και ήταν, ως προκύπτει, σε ό,τι αφορούσε το κάθε περιστατικό ξεχωριστά, προσχεδιασμένη -και μάλιστα, σε σημαντικό βαθμό-, καθώς επίσης επίμονη, μεθοδική, θεατρική και σίγουρα, ευφάνταστη».
«Αφορούν, οι προαναφερόμενες Υποθέσεις, 34 διαφορετικά περιστατικά παράνομης δράσης της Κατηγορούμενης, η οποία, πρέπει ασφαλώς να σημειωθεί, ήταν παγκύπρια (σε Λευκωσία, Λεμεσό και Πάφο) -γεγονός ενδεικτικό του προαναφερόμενου σχεδιασμού και επιδιώξεως της- που ζημίωσε 23 διαφορετικά πρόσωπα -κάποια από αυτά, μάλιστα, κατ΄ επανάληψη- με συνολική λεία €159.479,38, που έλαβαν χώρα, εντός περιόδου δύο και πλέον περίπου χρόνων -μέσα στη χρονική περίοδο από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2015 μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2017- κάποια εκ των οποίων, μάλιστα, φαίνεται να διαπράχθηκαν σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα μεταξύ τους, αν όχι και αυθημερόν. Ένα πολύ μικρό ποσό, από το προαναφερόμενο συνολικά αποσπασθέν, επιστράφηκε από την κατηγορούμενη στα θύματα της», προστίθεται.
Σύμφωνα με το Ανώτατο «το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η ποινή που θα επέβαλλε θα έπρεπε να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα. Και τούτο, αφού είχε διαπιστώσει ότι τα αδικήματα του κατηγορητηρίου παρουσίαζαν έξαρση και ότι επιβαλλόταν αυστηρή αντιμετώπιση για την προστασία των νομοταγών πολιτών και του κοινωνικού συνόλου. Αποτρεπτικές ποινές, πρόσθεσε, θα έπρεπε ακόμα να επιβληθούν γιατί τέτοια αδικήματα ενέχουν σε έντονο βαθμό το στοιχείο της απάτης και υπονομεύουν τις συναλλαγές μεταξύ των πολιτών».
«Για να καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ποινή της φυλάκισης των 3½ χρόνων, για αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 14 χρόνια, είναι πρόδηλο ότι έλαβε υπόψη κατά τρόπο ουσιαστικό όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που προβλήθηκαν και εγείρονταν στα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένης της παραδοχής της Εφεσείουσας και της μερικής αποζημίωσης του συγκεκριμένου παραπονούμενου, παραμέτρους για τις οποίες παραπονείται ειδικά», αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου.
«Οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, το γεγονός ότι άλλες τρεις υποθέσεις για τέτοια αδικήματα λήφθηκαν υπόψη και ότι η Εφεσείουσα είχε μία προηγούμενη καταδίκη, δεν άφηναν, λαμβανομένων υπόψη και των προσωπικών της περιστάσεων και παρά το ότι είναι μητέρα ενός παιδιού ηλικίας 14 χρόνων, που βρίσκεται υπό την επιμέλεια του πρώην συζύγου της, άλλη επιλογή από τη φυλάκιση», προστίθεται.
Το δε εύρος της μεγαλύτερης ποινής που της επιβλήθηκε, στην κατηγορία της νομιμοποίησης, σημειώνεται, «βρίσκουμε ότι αντανακλούσε κατά τρόπο δίκαιο τις επιμέρους περιστάσεις της υπόθεσης και το ύψος του χρηματικού οφέλους που η Εφεσείουσα απόλαυσε σε βάρος των θυμάτων της, που ουσιαστικά παρέμειναν χωρίς αποζημίωση και χωρίς, όπως προδιαγράφεται, προοπτική ανάκτησης των χρημάτων που απώλεσαν».
Και καθόλου, αποφαίνεται το Ανώτατο, «δεν συμφωνούμε με τη θέση της ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προηγούμενη της καταδίκη. Επρόκειτο για αδικήματα της ιδίας μορφής, όπως αυτά για τα οποία καταδικάστηκε στην παρούσα υπόθεση και ήταν ενδεικτικά της κατ’ εξακολούθηση εγκληματικής της δράσης».
Η έφεση ήταν επιτυχής μόνο ως προς ένα λόγο έφεσης που είχε να κάνει με τον χρόνο έναρξης έκτισης των ποινών από την 29η Νοεμβρίου, 2019 αρχική ημερομηνία προφυλάκισης της κατηγορούμενης.
Πηγή : ΚΥΠΕ