Αναφορικά με το νομοσχέδιο για τη Σύσταση και Λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς, το οποίο συζητήθηκε σήμερα ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών διευκρινίζονται τα ακόλουθα, σε σχέση με τα πιο κάτω θέματα, τα οποία έχουν τύχει ευρείας συζήτησης και διαβούλευσης:
Για το θέμα του διορισμού των μελών της Αρχής, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης προτείνει όπως ο διορισμός των μελών της Αρχής διενεργείται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν επιλογής από αριθμό υποψηφίων. Η θητεία των μελών της Αρχής επεκτάθηκε από τα πέντε στα έξι χρόνια έτσι ώστε να εμπίπτει χρονικά σε δύο διακυβερνήσεις ως ήταν και η εισήγηση κοινοβουλευτικού κόμματος.
Η εισήγηση που τέθηκε για εμπλοκή της Βουλής των Αντιπροσώπων στην επιλογή για διορισμό των μελών της Αρχής, δεν μπορεί να υιοθετηθεί αφού με βάση την νομολογία και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, μια τέτοια πρόνοια έχει κριθεί αντισυνταγματική. Σχετική είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, στις Προσφυγές με αρ. 397/2016, 807/2015, 1109/2015 και 1579/2014, όπου η διάταξη που αφορούσε στον διορισμό του Εφόρου Φορολογίας και προέβλεπε την προηγούμενη εξασφάλιση της γραπτής συγκατάθεσης της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού, κρίθηκε αντισυνταγματική.
Σε ό,τι αφορά τις εξουσίες της Αρχής, διευκρινίζεται ότι δεν εκχωρούνται οι όποιες ανακριτικές εξουσίες καθότι κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να διασφαλίσει τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας της Αρχής.
Στην Αρχή εκχωρείται ένα διευρυμένο πλαίσιο αρμοδιοτήτων και εξουσιών χωρίς να επηρεάζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο οι εξουσίες άλλων Ανεξάρτητων Αξιωματούχων και Αρχών, όπως του Γενικού Εισαγγελέα, του Γενικού Ελεγκτή, της Αστυνομίας, της ΜΟΚΑΣ. Μεταξύ των εξουσιών αυτών είναι και η δυνατότητα να διερευνά την όποια πληροφορία και ισχυρισμό για πράξεις που σχετίζονται με τη διαφθορά, τόσο στον δημόσιο, ευρύτερο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, έχοντας πρόσβαση σε έγγραφα, βιβλία, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και αρχεία όλων των τμημάτων, διευθύνσεων, αρχών και υπηρεσιών του δημόσιου, ευρύτερου δημόσιου κα ιδιωτικού τομέα.
Είναι παραδεκτό ότι δεν είναι όλες οι καταγγελίες ή πληροφορίες για διαφθορά που περιέχουν όλα εκείνα τα συστατικά στοιχεία έτσι ώστε να δημιουργείται η βάση για εύλογη υπόνοια διάπραξης ποινικού αδικήματος.
Αυτό το κενό αποσκοπεί να καλύψει η Αρχή, δηλαδή τη διερεύνηση της όποιας ψιθυρολογίας ή πληροφορίας, με τη διεξαγωγή προκαταρτικής διερεύνησης. Σε περίπτωση που από την διερεύνηση διαπιστώνεται το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων, τότε ενημερώνεται αμέσως ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας για να ενεργήσει, στο πλαίσιο των εξουσιών του.
Διευκρινίζεται ότι εάν η καταγγελία είναι τέτοια που δημιουργεί τη βάση για εύλογη υπόνοια διάπραξης αδικημάτων διαφθοράς, τότε ο καταγγέλλων θα παραπέμπεται αμέσως για υποβολή της καταγγελίας του και των όποιων στοιχείων κατέχει, στην Αστυνομία. Σε περίπτωση όμως που η καταγγελία είναι αόριστη, γενική και δεν επιτρέπει την έναρξη ποινικής έρευνας, τότε θα τυγχάνει ενδελεχούς διερεύνησης από την Αρχή.
Τέλος, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ενημερώνει ότι στο πλαίσιο των μέτρων κατά της διαφθοράς που εξαγγέλθηκαν πρόσφατα, περιλαμβάνεται και η δημιουργία της Μονάδας Καταπολέμησης της Διαφθοράς. Η υπό σύσταση Μονάδα, θα τελεί υπό την καθοδήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, και θα απαρτίζεται από λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας και μέλη της Αστυνομίας και θα επιλαμβάνεται της ποινικής διερεύνησης όλων των υποθέσεων διαφθοράς. Η Μονάδα αυτή θα έχει όλες τις ανακριτικές και άλλες εξουσίες που είναι απαραίτητες για την άμεση και πλήρη διερεύνηση όλων των αδικημάτων διαφθοράς.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης προσδοκεί στην συνέχιση ενός γόνιμου και εποικοδομητικού διαλόγου με όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα και τους εμπλεκόμενους φορείς, έτσι ώστε να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση για τη θέσπιση σε νόμο του υπό συζήτηση νομοσχεδίου και τη σύσταση και λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής, το συντομότερο δυνατό.
Πηγή : Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών