Μετά από την ολοκλήρωση της διερεύνησης της υπόθεσης από την Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων εναντίον μελών της Αστυνομίας για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων τους κατά τη διερεύνηση της εξαφάνισης ελλειπόντων προσώπων, ο τέως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, τον Μάιο 2020, αποφάσισε και έδωσε οδηγίες για καταχώριση ποινικών υποθέσεων εναντίον 15 προσώπων, αστυνομικών και αξιωματικών της Αστυνομίας, για το αδίκημα της Παραμέλησης Υπηρεσιακού Καθήκοντος (άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα).
Με την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι νυν Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, έτυχαν ενημέρωσης για διάφορες υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, μεταξύ των οποίων και για τη συγκεκριμένη, για την οποία δεν είχαν ακόμη καταχωρηθεί κατηγορητήρια ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων. Εν όψει της σοβαρότητας της υπόθεσης και των νομικών ζητημάτων που εγείρονταν αναφορικά με τη νομική πτυχή και ερμηνεία του αδικήματος της Παραμέλησης Υπηρεσιακού Καθήκοντος, στο οποίο βασίζονταν οι κατηγορίες εναντίον των μελών της Αστυνομίας και έχοντας κάποιες επιφυλάξεις για τις ήδη δοθείσες οδηγίες προς την Αστυνομία, θεωρήθηκε ορθό όπως ανατεθεί σε ομάδα νομικών λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας να επανεξετάσουν το θέμα και να μελετήσουν εκ νέου την πιθανότητα απόδειξης των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, λαμβανομένων υπόψη των νομικών ζητημάτων που εγείρονταν σε συνάρτηση με την υπάρχουσα μαρτυρία για το κάθε ένα μέλος της Αστυνομίας ξεχωριστά.
Μετά από τη μελέτη των σημειωμάτων/εισηγήσεων που παραδόθηκαν από την εν λόγω ομάδα νομικών λειτουργών και έχοντας κατά νου τα υπόλοιπα έγγραφα που υπήρχαν ήδη στο φάκελο, η Νομική Υπηρεσία κατέληξε στα ακόλουθα:
1. Οι ποινικοί ανακριτές της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων εναντίον της Αστυνομίας και ο κ. Ανδρέας Πασχαλίδης ως Πρόεδρος της Αρχής, ο οποίος συνέταξε την έκθεση, επιτέλεσαν με περισσή επάρκεια το ανακριτικό έργο τους. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη τη νομική ανάλυση και εφαρμόζοντας τις αρχές επί των γεγονότων, κρίθηκε ότι δεν θα μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, η κατηγορούσα αρχή να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι τα υπό διερεύνηση μέλη της Αστυνομίας «εσκεμμένα» παραμέλησαν το καθήκον τους. Ποινικές διώξεις προωθούνται όταν και εφόσον η καταδίκη είναι πιο πιθανή παρά όχι.
2. Συνάγεται από τη μαρτυρία που συνελέχθη για όλες τις υποθέσεις εξαφάνισης προσώπων ότι υπήρξε εκ πρώτης όψεως παραμέληση καθήκοντος ή πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αναλόγως της υπόθεσης, η οποία ενδεχομένως να συνέδραμε στις σοβαρές συνέπειες που επήλθαν. Εντούτοις, δεν καταδεικνύεται ότι υπήρξε η απαραίτητη ένοχη διάνοια, όπως αυτή ερμηνεύτηκε διαχρονικά από τη νομολογία, από πλευράς των μελών της Αστυνομίας. Από τη νομολογία προκύπτει ότι «λάθος, έστω και σοβαρό, αβλεψία, βλακεία, ανεπάρκεια ή ανικανότητα», δεν ικανοποιούν το επίπεδο της αλόγιστης πράξης που απαιτείται για στοιχειοθέτης του αδικήματος της Παραμέλησης Υπηρεσιακού Καθήκοντος (άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ενέργειες των μελών της Αστυνομίας-Ανακριτών, οι οποίες καταγράφονται με λεπτομέρεια στα σημειώματα και ποινικές ανακρίσεις, φαίνεται ότι πρόθεσή τους δεν ήταν η μη εκτέλεση του καθήκοντός τους στον απαιτούμενο βαθμό ούτε εθελοτυφλούσαν. Αν απέτυχαν να αντιληφθούν ότι οι διερευνώμενες υποθέσεις αφορούσαν σε ενδεχόμενη υπόθεση φόνων, τούτο από μόνο του δεν εξυπακούει εσκεμμένη (willful) και επί σκοπού (deliberate) παραμέληση εκτέλεσης καθήκοντος.
3. Η διερεύνηση των ποινικών ανακριτών ανέδειξε μία σειρά συστημικών προβλημάτων στην ίδια την Αστυνομία που ίσως είχαν να κάνουν με την οργάνωσή της, την εκπαίδευση και ικανότητα των μελών της, αλλά και μία ενδεχόμενη υποβόσκουσα ρατσιστική αντίληψη από κάποια μέλη της Αστυνομίας. Όλα αυτά πρέπει να προβληματίσουν σοβαρά την ηγεσία της Αστυνομίας αλλά και την Πολιτεία γενικότερα, για να ληφθούν άμεσα διορθωτικά μέτρα προς αντιμετώπισή τους. Ένα μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση έχει ήδη ληφθεί από την ηγεσία της Αστυνομίας με την έκδοση σχετικής αστυνομικής διάταξης, η οποία καθορίζει λεπτομερώς και αναλυτικά τον τρόπο χειρισμού των εν λόγω υποθέσεων.
Παρά ταύτα, αντικείμενο της παρούσας απόφασης της Νομικής Υπηρεσίας είναι μόνο η ατομική, ποινική ευθύνη του εκάστου μέλους της Αστυνομίας που ενεπλάκη στη διερεύνηση των καταγγελιών για την εξαφάνιση των άτυχων θυμάτων και τα πιο πάνω είναι σχετικά μόνο στο βαθμό που επέδρασαν σε αυτήν την ευθύνη.
4. Με βάση το Σύνταγμα η προώθηση ή μη μίας ποινικής δίωξης είναι απόφαση που ανήκει στην αποκλειστική εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος την ασκεί με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Το περί δικαίου αίσθημα είναι ασφαλώς ένας παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης για ποινική δίωξη, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο θα προωθούνται υποθέσεις ενώπιον ποινικών δικαστηρίων, χωρίς να υπάρχει το απαραίτητο νομικό υπόβαθρο. Παρά, συνεπώς, τη δικαιολογημένη αντίδραση και κατακραυγή της κοινωνίας για τα ειδεχθή αυτά εγκλήματα που διαπράχτηκαν εναντίον των συγκεκριμένων γυναικών και παιδιών και για τις σοβαρές παραλείψεις που επέδειξε η Αστυνομία κατά την εκτέλεση του καθήκοντος προς εξιχνίασή τους, αποφασίστηκε η μη ποινική δίωξη των μελών της Αστυνομίας, εν όψει των σοβαρών νομικών λόγων που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Ως εκ τούτου, ο φάκελος στάλθηκε στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παράπονων εναντίον της Αστυνομίας, για να αποφασίσει για την ενδεχόμενη πειθαρχική δίωξη μελών της Αστυνομίας. Τονίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η σημασία και δυναμική μίας πειθαρχικής διαδικασίας. Υπό τις περιστάσεις η πειθαρχική δίωξη των εμπλεκομένων μελών της Αστυνομικής Δύναμης θα εξυπηρετήσει αποτελεσματικότερα το δημόσιο συμφέρον.
Πηγή : Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών