Η Κύπρος, αλλά και ο δυτικός κόσμος ολόκληρος, βλέπουν τις μεταπολεμικές κατακτήσεις που αφορούν στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στο κράτος δικαίου να περιορίζονται με τρόπο πρωτοφανή σε εποχή ειρήνης. Και ενώ στην κρίση που βιώνουμε την εξαίρεση του Καρλ Σμιτ χειρίζεται η εκτελεστική εξουσία και τα κράτη, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες εξουσίες και τους πολυεθνικούς οργανισμούς, θα ήταν σκόπιμο να θυμηθούμε το κυπριακό δίκαιο της ανάγκης και τι θα μπορούσε να μας διδάξει. Άλλωστε το κυπριακό δίκαιο της ανάγκης έχει προ πολλού χάσει τον χαρακτήρα της προσωρινότητας, με την έννοια της πρόσκαιρης διάρκειας, εφόσον μας συνοδεύει για 56 από τα 60 χρόνια κατά τα οποία υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας εφαρμόζεται επί πέραν των 55 ετών, υπό τη συνθήκη ότι το γραπτό του κείμενο θα διαβάζεται σε συνάρτηση προς συνταγματικούς κανόνες που δεν μπορούν να βρεθεί πουθενά στο γραπτό αυτό κείμενο και των οποίων το περιεχόμενο ανατρέπει θεμελιώδεις διατάξεις του γραπτού αυτού κειμένου.
Έχω χαρακτηρίσει το δίκαιο της ανάγκης ως τον κυπριακό μηδενικό νόμο σε μια ιδιαίτερα εκτεταμένη συμβολή μου σε Αιμιλιανίδης, Στρατηλάτης, Παπαστυλιανός, Η Κυπριακή Δημοκρατία και το Δίκαιο της Ανάγκης, Σάκκουλας, 2016, με αφορμή μια κατηγοριοποίηση που δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την Κύπρο ή τον συνταγματισμό, αλλά από την επιστημονική φαντασία και τη ρομποτική και ξεκίνησε από την εισαγωγή των τριών νόμων της ρομποτικής από τον συγγραφέα Ισαάκ Ασίμωφ, ο οποίος έθεσε τρεις νόμους-κανόνες στους οποίους υποχρεωτικά πρέπει να υπακούνε τα ρομπότ με ποζιτρονικό εγκέφαλο. Οι τρεις νόμοι επεκτάθηκαν ευρύτερα στο πεδίο της επιστημονικής φαντασίας, ενώ έτυχαν και επιστημονικής συζήτησης σε σχέση με την ρομποτική ηθική στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και στη διασύνδεση τους με τη νομική επιστήμη. Ο Ασίμωφ τελικά προσέθεσε το μηδενικό νόμο (zeroth law) της ρομποτικής, ήτοι ότι: «το ρομπότ δεν θα κάνει κακό στην ανθρωπότητα, ούτε με την αδράνεια του θα επιτρέψει να βλαφτεί η ανθρωπότητα», προσαρμόζοντας ανάλογα τους προηγούμενους νόμους με την προσθήκη σε αυτούς της φράσης «εφόσον αυτό δεν αντιτίθεται στο μηδενικό νόμο». Ανεξάρτητα από τα προβλήματα που παρουσιάζει η εφαρμογή ή και υιοθέτηση των ρομποτικών νόμων ακόμα και στο επίπεδο της ρομποτικής – πολύ δε περισσότερο το ασύμφορο και αδύνατο οποιασδήποτε εκτεταμένης προσπάθειας επέκτασης τους στις ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις- το ενδιαφέρον, για σκοπούς του παρόντος, εστιάζεται στη δομή ενός μηδενικού νόμου στο σύστημα δικαίου.
Παρόμοια με την λογική του Ασίμωφ, η εισαγωγή του κυπριακού δικαίου της ανάγκης στηρίζεται πρωτίστως στην πεποίθηση ότι η μη αποδοχή του ως πρωταρχικού συνταγματικού κανόνα θα οδηγούσε στην βλάβη της ίδιας της ύπαρξης του κράτους και στο ότι δεν θα ήταν ανεκτό τα συνταγματικά όργανα, εκτελεστική, νομοθετική ή δικαστική εξουσία, να παραμείνουν αδιάφορα και να αφήσουν με την αδράνεια τους να προκληθεί ζημία στην ίδια την ύπαρξη του κράτους. Η εισαγωγή του δικαίου της ανάγκης επομένως έγινε ακριβώς ώστε να προστατευθεί η ίδια η ύπαρξη του Συντάγματος, καθώς χωρίς το δίκαιο της ανάγκης το Σύνταγμα θα παρέμενε ανενεργό: για αυτό πρόκειται για μηδενικό νόμο. Η ύπαρξη νόμων προϋποθέτει την ύπαρξη κοινωνίας και για αυτό τον λόγο η προστασία της ανθρωπότητας τίθεται ως πρωταρχική αξία, διότι χωρίς την ύπαρξη ανθρώπινης κοινωνίας, κανένας ανθρώπινος νόμος δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως δημιούργημα της συγκεκριμένης κοινωνίας.
Το δίκαιο της ανάγκης είναι μεθοδολογική προϋπόθεση για τη λειτουργία του Συντάγματος και αποσκοπεί στην προστασία της συνταγματικής τάξης, διότι χωρίς την εισαγωγή του ως κανόνα, το Σύνταγμα και οι θεσμοί που αυτό προδιαγράφει δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Ποιο θα ήταν επομένως το νόημα ύπαρξης ενός Συντάγματος και της πρόβλεψης συνταγματικών κρατικών οργάνων, αν αυτά δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν; Στην Ibrahim το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε τον στόχο να διατηρηθεί σε ισχύ το Σύνταγμα του 1960, σε συνδυασμό με την παραδοχή ότι κανένα κράτος δεν πρόκειται να καταστραφεί λόγω του Συντάγματός του. Εφόσον μια συνταγματικώς προβλεπόμενη βασική λειτουργία δεν μπορεί να λειτουργήσει, το υπεύθυνο όργανο λαμβάνει λάβει μέτρα, μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, ώστε να αντιμετωπίσει την ανάγκη. Μη λήψη μέτρων θα οδηγούσε σε καταστροφή του κράτους και κατά συνέπεια σε αδυναμία τήρησης οποιωνδήποτε άλλων νόμων.
Οπωσδήποτε η επίκληση του δικαίου της ανάγκης δεν συνιστά μοναδικό κυπριακό φαινόμενο και κατά συνέπεια δεν θα ήταν νοητό να αποσυνδεθούν τα θεωρητικά θεμέλια του κυπριακού δικαίου της ανάγκης από τις ευρύτερες θεωρητικές παραμέτρους με τις οποίες η αρχή της ανάγκης γίνεται αντιληπτή στο δίκαιο. Το δίκαιο της ανάγκης όμως, όπως γίνεται αντιληπτό στην κυπριακή έννομη τάξη, δεν παύει να συνιστά νομοθετικό κανόνα και όχι απλώς πολιτική επιλογή. Στηριγμένη στη νομική θεωρία της ανάγκης, η υιοθέτηση του δικαίου της ανάγκης στην κυπριακή έννομη τάξη αναγνωρίζει την ανάγκη ως αυτόνομη, θετική, πηγή δικαίου η οποία τυγχάνει δικαστικού ελέγχου. Ο μηδενικός νόμος καθίσταται επομένως αναπόσπαστο τμήμα των υπόλοιπων νόμων της πολιτείας και διαβάζεται σε συνάρτηση με αυτούς. Όπως αποφάνθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ibrahim, το άρθρο 179 του Συντάγματος στο οποίο αναφέρεται πως το Σύνταγμα αποτελεί τον υπέρτατο νόμο της πολιτείας, θα πρέπει να διαβάζεται σε συνάρτηση με το δίκαιο της ανάγκης. Το δίκαιο της ανάγκης δεν αποτελεί επομένως υπερσυνταγματική αρχή, αλλά αναπόσπαστο μέρος του κυπριακού Συντάγματος, το οποίο έμμεσα θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στο άρθρο 179 του Συντάγματος. Συνιστά δηλαδή ένα νόμο μηδενικό, ακριβώς διότι δεν εντάσσεται στην συνήθη δομή της αρίθμησης των άρθρων μιας νομοθεσίας ή συντάγματος που ξεκινά από το (1), αλλά προστίθεται στην αρίθμηση μόνο όταν υπάρχει υπέρτατη ανάγκη που να καθιστά αναγκαία την ανάγνωση των άρθρων του Συντάγματος μέσα από τους φακούς της μηδενικής διάταξης που επανακαθορίζει και αναδιαμορφώνει, ενόσω διαρκεί η κρίση, την προηγούμενη οπτική τους.
Τα κρατικά όργανα, δηλαδή η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία (αλλά και η δικαστική εξουσία κατά το στάδιο του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας) έχουν καθήκον όπως μη επιτρέψουν με την αδράνεια τους να καταρρεύσει το κράτος και οι βασικές του λειτουργίες. Το καθήκον αυτό δράσης είναι υπέρτατο, διότι ακριβώς η σωτηρία της πατρίδας είναι ο υπέρτατος νόμος, ο μηδενικός νόμος όπως χαρακτηρίστηκε πιο πάνω. Ως παρατήρησε ο Μάνεσης σχετικά με το δίκαιο της ανάγκης – σε άλλο πλαίσιο, αυτό των εξαιρετικών νομοθετικών αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας: «[η] καθεστώσα έννομος τάξις δεν παύει υφισταμένη· αλλ’ ακριβώς ίνα μη παύση υφισταμένη υπαγορεύει εξαιρετικώς την δι’ ειδικών κανόνων αυτής αντιμετώπισιν εξαιρετικών τινων απροβλέπτων κρισίμων καταστάσεων. Υπ’ αυτήν την έννοιαν το δίκαιον της ανάγκης αποτελεί εκδήλωσιν της ενότητος του δικαίου». Σκοπός επομένως του δικαίου της ανάγκης είναι να παράσχει τη μέθοδο ώστε να θεσπιστούν νόμοι που να αποτρέψουν το κράτος από την κατάρρευση.
Πρωταρχικό σκοπό του κυπριακού δικαίου της ανάγκης αποτελεί η διατήρηση της έννομης τάξης και όχι η κατάλυση ή αντικατάσταση της, αν και βέβαια η μακρόχρονη επιβίωση του δικαίου της ανάγκης και η αναγωγή του σε συνταγματικό κανόνα διευκολύνει την τροποποίηση της συνταγματικής τάξης. Το δίκαιο της ανάγκης όμως, όπως εφαρμόζεται στην Κύπρο δεν οδηγεί αφ’ εαυτό στην τροποποίηση της συνταγματικής τάξης, αλλά απλώς παρέχει την μέθοδο με την οποία η τροποποίηση μπορεί να επιτευχθεί: η χρήση του είναι εργαλειακή, με την έννοια ότι παρέχει εργαλεία και μέθοδο με την οποία μπορεί να επιτευχθεί η διατήρηση και δυνητική τροποποίηση της έννομης τάξης. Σκοπό του δικαίου της ανάγκης αποτελεί η συντήρηση του κυπριακού Συντάγματος και η επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν έχει όμως ως σκοπό το ίδιο το δίκαιο της ανάγκης να μεταβάλει την έννομη τάξη. Οποιαδήποτε θεώρηση σύμφωνα με την οποία το δίκαιο της ανάγκης λειτουργεί ανεξάρτητα από τη συνταγματική τάξη και συνιστά ένα υπερσυνταγματικό κανόνα που στηρίζεται σε εξωνομικές αρχές, θα ήταν συνεπώς εντελώς απαράδεκτη.
Επί του θέματος όμως θα επανέλθω και αύριο.