Η κρίση που διέρχεται η παγκόσμια οικονομία έχει πια ευδιάκριτες επιδράσεις στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά των κρατών. Παρατηρούνται ήδη αποφάσεις από πολλά κράτη που αφορούν τη λήψη έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων. Η Κυβέρνηση της Κύπρου αντιλήφθηκε εγκαίρως την αναδυόμενη κρίση στην οικονομία της χώρας και στα δημόσια οικονομικά και έσπευσε (ως όφειλε) να προετοιμάζει έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα.
Απόψεις για τα έκτακτα αυτά μέτρα έχουν εκφραστεί από οικονομολόγους. Υπάρχει όμως και η διάσταση της στρατηγικής αντίληψης στη διαχείριση των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων, η οποία είναι καλό να μπει στη συζήτηση. Ανεξάρτητα από τις οικονομικές αναλύσεις, στο τέλος η απόφαση θα είναι πολιτική. Το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό λειτουργεί η στρατηγική αντίληψη στην αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων.
Σε περιόδους κρίσης υπάρχει ένα έντονο χαρακτηριστικό στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών: Οι σχεδιασμοί που έγιναν, στη βάση ανάλυσης δεδομένων και μεσοπρόθεσμων εκτιμήσεων, δεν έχουν πια αξία, εφόσον το περιβάλλον μεταβάλλεται και τα δεδομένα, στη βάση των οποίων έγινε ο σχεδιασμός δεν ισχύουν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο στρατηγικός σχεδιασμός δεν συμβάλει και τόσο στην διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Σε τέτοιες στιγμές δοκιμάζεται η στρατηγική οξυδέρκεια/ευφυΐα των δημόσιων μάνατζερ και των πολιτικών προϊσταμένων. Αυτό είναι ένα πολύ καλά γνωστό ζήτημα στο πεδίο του στρατηγικού μάνατζμεντ, το οποίο αναδείχθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1990.
Όπως παρουσιάζεται και σε μια έκθεση του ΟΟΣΑ το 2015, αλλά και σε μια πιο πρόσφατη μελέτη των Cook and Tonurist (2017), η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών γίνεται σε ένα πλαίσιο πολυπλοκότητας και αβεβαιότητας. Εάν όντως το εξωτερικό περιβάλλον της δημόσιας διακυβέρνησης αναδύεται σε ένα πλαίσιο διαρκούς περιπλοκότητας και αβεβαιότητας, τότε ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός δημοσιονομικών στόχων, στο πλαίσιο ενός επίσης μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου, καθίσταται προβληματικός. Από την άλλη, τα κράτη και ιδιαίτερα τα κράτη μέλη της ΕΕ, είναι υποχρεωμένα να λειτουργούν σύμφωνα με ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας και σταθερότητας, το οποίο καθορίζεται στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά και μιας σειράς προνοιών του κοινοτικού δικαίου. Πως μπορούν να εξισορροπηθούν τα δύο;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ιδιαίτερα όταν ένα κράτος έχει ενώπιον του μια κρίση να διαχειριστεί. Όμως, παρόλο που η εξισορρόπηση ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και τις έκτακτες δημοσιονομικές ανάγκες μιας κρίσης είναι δύσκολη, εντούτοις θα πρέπει να γίνεται διαχείριση στη βάση μιας στρατηγικής προσέγγισης του όλου ζητήματος. Δηλαδή, θα πρέπει να υπάρχει αντίληψη των στρατηγικών (δηλαδή μέσο/μακροπρόθεσμων) επιπτώσεων (θετικών και αρνητικών) στην κατάσταση της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών, από τη λήψη έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων.
Αν ξεφύγουμε από τη θεωρητική συζήτηση, επί του πρακτέου, το στρατηγικό ερώτημα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση της Κύπρου είναι το εξής: Πως θα πρέπει να επηρεαστούν οι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι και το δημοσιονομικό πλαίσιο από τα έκτακτα μέτρα που θα ληφθούν; Με άλλα λόγια, σε τι όριο απόκλισης από τα προβλεπόμενα οικονομικά και τα δημοσιονομικά δεδομένα δε θα προκληθούν συνέπειες, οι οποίες θα βάλουν το κράτος και την κοινωνία σε ένα νέο φαύλο κύκλο κρίσης; Η απάντηση απαιτεί μελέτη των οικονομικών δεδομένων. Αυτή θα βοηθήσει, η πολιτική απόφαση όμως είναι που θα καθορίσει εν τέλει την κατεύθυνση. Και η πολιτική απόφαση θα ληφθεί με βάση ατελή και ελλιπή γνώση, ακόμα και αν γίνουν οι καλύτερες οικονομικές αναλύσεις.
Ο Υπουργός Οικονομικών αναφέρθηκε σε ενδεχόμενο κατάθεσης συμπληρωματικού προϋπολογισμού. Καλύτερα θα ήταν εάν η διαδικασία άρχιζε από την επανεξέταση των υφιστάμενων προϋπολογισμών και προβλεπόμενων δαπανών και πιστώσεων σε Υπουργεία, Υφυπουργεία και ΟΤΑ και στη συνέχεια να γίνει εξέταση συμπληρωματικών δαπανών και πιστώσεων. Σε επίπεδο ΕΕ έχει ήδη αποφασιστεί (και αυτό ήταν λογικό) να επιτραπεί κάποιου είδους “χαλάρωση” από το πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Όμως αυτή θα αφορά μόνο στα εκτατά μέτρα που απαιτούνται. Η ευθύνη για αποφυγή υπέρμετρης επιφόρτισης των δημόσιων οικονομικών – δηλαδή «εκτροχιασμού» της οικονομίας – παραμένει στις κυβερνήσεις των κρατών μελών.
Ένα άλλο βασικό ζήτημα στρατηγικής αφορά και το ερώτημα «πως θα επηρεαστούν τα δημόσια έσοδα;» Πριν αποφασίσει το ύψος, την οροφή του οικονομικού πακέτου, η κυβέρνηση πρέπει να μελετήσει και την αναμενόμενη πτώση των δημοσίων εσόδων, όχι με βάση το αισιόδοξο, αλλά με βάση το απαισιόδοξο σενάριο. Αυτό έχει μια αναπόφευκτη στρατηγική συνέπεια: Οι ανάγκες θα είναι πολλές, αλλά οι δυνατότητες περιορισμένες. Θα πρέπει να γίνει ιεράρχηση και να μπουν προτεραιότητες. Και σίγουρα δε θα πρέπει να δαπανηθούν τα αποθεματικά με αλόγιστο τρόπο.
Αναμφίβολα, οι πρόσθετες πιστώσεις στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας και των οργανισμών υγείας για αντιμετώπιση της κρίσης θα είναι μεγάλες (και το τελικό ύψος τους άγνωστο για την ώρα). Σίγουρα δε θα καλυφθούν οι επιπρόσθετες πραγματικές δαπάνες στο 100% από κοινοτικούς πόρους. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι αναμενόμενες επιπρόσθετες δαπάνες διαχείρισης του μεταναστευτικού θα είναι επίσης υψηλές. Με λίγα λόγια, η περιπλοκότητα και η αβεβαιότητα του εξωτερικού περιβάλλοντος είναι ήδη αρκετά πιεστική για τον καθορισμό του πλαισίου των λοιπών έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων.
Ίσως η συζήτηση να πρέπει να αρχίσει από «ποιες εξοικονομήσεις μπορούν να γίνουν» ή και ακόμα «ποιο εθνικό πρόγραμμα θα απαιτηθεί». Σκέψεις για δανεισμό δεν θα είναι πολύ καλές, διότι πρέπει να συνεκτιμηθεί και η σχέση ενός ήδη βεβαρυμμένου δημόσιου χρέους με την επιβράδυνση της ανάπτυξης. Ο περιορισμούς της οικονομικής δραστηριότητας θα φέρει συνέπειες οι οποίες θα αναθεωρήσουν προς τα κάτω τις εκτιμήσεις που έγιναν για την περίοδο 2020-2022.
Σε καιρούς κρίσης, το κράτος έχει ευθύνη αρωγής στην πραγματική οικονομία. Υπάρχει όμως και η επιχειρηματική ευθύνη στη διαχείρισης της αβεβαιότητας. Ιδιαίτερα στην ευρύτερη βιομηχανία του τουρισμού, η οποία και πλήττεται, η κυβέρνηση θα πρέπει να ζητήσει και να συζητήσει με τον κλάδο τις πρόνοιες και τα μέτρα που θα λάβει. Το ίδιο πρέπει να κάνει με όλους του επιχειρηματικούς κλάδους που επηρεάζονται.
Αυτή η συζήτηση καταλήγει σε μια διαπίστωση: Η διαχείριση μιας αναδυόμενης νέας οικονομικής κρίσης, η οποία είναι ακόμη στην αρχή, θα πρέπει να γίνει με βάση και τα διδάγματα που δόθηκαν από την αμέσως προηγούμενη σοβαρή οικονομική κρίση. Μην επιστρέψουμε στους παλιούς κακούς καιρούς που η κυβέρνηση «έδινε» με το πολιτικό “όφελος” ή/και τις «άτυπες υποχρεώσεις σε επιχειρηματίες» στο μυαλό, αντί τη βιωσιμότητα της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών.