Με τη ψήφιση του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου (Τροποποιητικoύ) Νόμου του 2008 επιχειρήθηκε, δια της προσθήκης νέων εδαφίων στο άρθρο 6, όπως καλυφθούν ρητά (ερμηνευτικά) τα ζητήματα ενεργητικής νομιμοποίησης άσκησης αίτησης ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Μεταξύ άλλων, επιχειρήθηκε η ρητή καθιέρωση της δυνατότητας συλλογικών σωμάτων, όπως συντεχνιών και σωματείων, να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα πράξης ή παράλειψης της διοίκησης ‘που θίγει συμφέροντα που προστατεύονται από τους σκοπούς τους, εφόσον η προστασία των συμφερόντων αυτών εμπίπτει στους σκοπούς τους’.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κλήθηκε με την Αναφορά 1/2008 (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (αρ. 1) (2009) 3 Α.Α.Δ. 23) να εξετάσει τη συνταγματικότητα της υπό αναφορά νομοθετικής πρωτοβουλίας και ειδικότερα κατά πόσον, ως ήταν η εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, προέκυπτε ζήτημα παράβασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών στη βάση της οποίας η ερμηνεία και θεμελίωση του ‘εννόμου συμφέροντος’, η συνδρομή του οποίου είναι απαραίτητη δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 146 προς ενεργοποίηση του αναθεωρητικού ελέγχου, ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (και πλέον, το Διοικητικό Δικαστήριο).
H Πλήρης Oλομέλεια υιοθετώντας τη θέση που προβλήθηκε από την πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας, έκρινε με αναφορά σε παλαιότερη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι οι προτιθέμενες τροποποιήσεις συνιστούσαν ανεπίτρεπτη παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών στη βάση της οποίας απαγορεύεται στο νομοθέτη να προβαίνει ο ίδιος σε νομοθετική ερμηνεία, εδώ της έννοιας του εννόμου συμφέροντος. Συναφώς, απορρίπτοντας τη θέση ότι η νομοθετική επέμβαση είχε ως στόχο και αντικείμενο την κωδικοποίηση της σχετικής υφιστάμενης νομολογίας όπως είχε υποστηριχθεί από το Κοινοβούλιο, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση ότι επρόκειτο επί της ουσίας για μία απόπειρα διεύρυνσης του έννομου συμφέροντος κατά τρόπο που να διακινδυνεύεται η μετατροπή της αίτηση ακυρώσεως σε actio popularis (λαϊκή αγωγή). Κατέληξε, έτσι στο συμπέρασμα, ότι ‘στην καλύτερη των περιπτώσεων, ο επίδικος νόμος συνιστά ανεπίτρεπτη απόπειρα ερμηνείας συνταγματικών προνοιών και στη χειρότερη, προσπάθεια ισοδυναμούσα με τροποποίηση του Συντάγματος’.
Ο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος όμως, περιλαμβάνει μία σειρά από επί μέρους διατάξεις που θα μπορούσε δυνητικά να θεωρηθεί ότι αποτελούν από μέρους του νομοθέτη ερμηνεία συνταγματικών κανόνων (βλ. όχι εξαντλητικά το άρθρο 38 που εξειδικεύει ως ένα βαθμό το περιεχόμενο της αρχής της ισότητας και τα άρθρα 57-59 ως προς τα αποτελέσματα της ακυρωτικής απόφασης και την ισχύ του δεδικασμένου).
Η θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος νομικών προσώπων να αιτηθούν από το δικαστήριο τον αναθεωρητικό έλεγχο αποφάσεων της διοίκησης, στην περίπτωση που διαπιστώνεται η ύπαρξη επαρκούς σύνδεσης μεταξύ της προσβαλλόμενης πράξης και των αποτελεσμάτων της με τα συμφέροντα που τίθενται υπό προστασία δυνάμει των σκοπών τους οποίους το νομικό πρόσωπο ιδρύθηκε για να εξυπηρετεί, βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Σχετική είναι η πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σωματείο “Φίλοι του Ακάμα” και Άλλοι ν. Κ.Δ. μέσω Υπουργικού Συμβουλίου (1998) 4 Α.Α.Δ. 767 στην οποία ο Νικολαΐδης Φ. (Δ.) αναφέρθηκε σε έκταση στη θεώρηση του ζητήματος του εννόμου συμφέροντος προς προσβολή αποφάσεων της διοίκησης που αφορούν στο φυσικό περιβάλλον από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Καθίσταται σαφές από το κείμενο της απόφασης η θετική προδιάθεση του Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη υπόθεση για εφαρμογή της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας μέσω της οποίας έγινε αποδεκτή η διεύρυνση του κύκλου των προσώπων που νομιμοποιούνται ενεργητικά να προσφύγουν έναντι αποφάσεων της διοίκησης στις περιπτώσεις που διακυβεύεται η προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι, δέχθηκε με αναφορά στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Κοινότητα Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503 ότι το φυσικό περιβάλλον είναι‘άρρηκτα συνυφασμένο’ με το δικαίωμα στη ζωή του άρθρου 7 του Συντάγματος, δικαίωμα που είναι τόσο ατομικό όσο και συλλογικό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται στη βάση αυτού το απαιτούμενο έννομο συμφέρον‘σε ορισμένο κύκλο προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με στενούς γεωγραφικούς, οικονομικούς, πολιτιστικούς και άλλους δεσμούς’.
Όμως, η συγκεκριμένη θέση δεν υιοθετήθηκε σε έκταση από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έγινε δεκτή μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις πρωτόδικως και δεν άργησε να ανατραπεί με την απόφαση της Ολομέλειας στη Τhanos Club Hotels Ltd ν. ΕΤΕΚ κ.α.(2000) 3 Α.Α.Δ. 323. Η ανατροπή αφορούσε μάλιστα, τόσο στη διασύνδεση της προστασίας του περιβάλλοντος με το δικαίωμα στη ζωή του άρθρου 7 του Συντάγματος, όσο και τη δυνατότητα συλλογικών οργανώσεων να αμφισβητήσουν, ως σώμα, μία διοικητική πράξη καθότι επαρκή σύνδεση με το αντικείμενο της πράξης μπορεί να δώσει μόνο η ιδιότητα του περιοίκου και όχι ‘τα όσα το Σωματείο επιλέγει να συμπεριλάβει στο καταστατικό του ως τους σκοπούς του’, εφόσον κάτι τέτοιο θα συνιστούσε “γενική νομιμοποίηση” που “θα σήμαινε την αναγνώριση του actio popularis” .
Γίνεται αποδεκτό από τη νομολογία ότι περίοικοι και γείτονες έχουν δυνατότητα προσβολής αποφάσεων της διοίκησης που προκαλούν περιβαλλοντική επιβάρυνση ή βλάβη, λόγω ‘γεωγραφικής γειτνίασης’ προς το σημείο της περιβαλλοντικής προσβολής και τη συνεπεία αυτής μεγάλη ένταση της περιβαλλοντικής βλάβης (βλ. σχετικά την απόφαση της Ολομέλειας (πλειοψηφίας) Δημοκρατία κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 21). Δεν παρουσιάζεται όμως η ίδια συνέπεια σε σχέση με την αποδοχή εννόμου συμφέροντος από μέρους Κοινοτικών Συμβουλίων ή Δήμων ως αντιπρόσωπων του συνόλου των μελών της κοινότητας ή του δήμου να προσβάλουν αυτής της φύσης διοικητικές πράξεις.
Η προσέγγιση αυτή φαίνεται να εκκινεί από την ίδια την Κοινότητα Πύργων στην οποία έγινε δεκτό ότι οι κάτοικοι της κοινότητας έχουν λόγο στη διαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος, συμφέρον κοινό για όλα τα μέλη της κοινότητας, επομένως το συμφέρον αυτό ‘μπορεί να προασπισθεί συλλογικά από την κοινοτική αρχή που τους εκπροσωπεί’. Το ίδιο, εντούτοις, δεν έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο σε σχέση με συνδέσμους ή οργανώσεις οι οποίες κρίθηκε ότι δεν έχουν το απαιτούμενο ιδιαίτερο συμφέρον που να τους παράσχει μία τέτοια νομιμοποίηση.
Διαφαίνεται, συνεπώς, ότι η πρόθεση του νομοθέτη με την τροποποίηση του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου ήταν η θεσμοθέτηση μίας διευρυμένης πρόσληψης του εννόμου συμφέροντος, η οποία να αντανακλά τις τρέχουσες εξελίξεις στο ενωσιακό και διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο. Η διευρυμένη αυτή ερμηνεία δεν απαιτείται απαραίτητα να φτάσει στο σημείο που η θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος θα συνεπάγεται την αποδοχή λαϊκής αγωγής. Η δικαστική εξουσία, όπως έχει διαφανεί έστω και μέσα από τις μεμονωμένες διαφοροποιημένες προσεγγίσεις της νομολογίας, διαθέτει ήδη τα εργαλεία προς επανεκτίμηση του ζητήματος.
Ως πρώτο βήμα θα μπορούσε κινούμενη αυτόνομα προς την κατεύθυνση της πρόθεσης του νομοθέτη, να διευρύνει την έννοια του εννόμου συμφέροντος ώστε να καλύπτει τη δυνατότητα περιβαλλοντικών οργανώσεων να αμφισβητήσουν, εφόσον πληρούται η προϋπόθεση του ‘σκοπού’, αποφάσεις της διοίκησης που συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος γενικά, όπως γίνεται αποδεκτό από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας – την οποία τα διοικητικά μας δικαστήρια κατά βάση ακολουθούν – από τη δεκαετία του 1970. Ένα τέτοιο βήμα θα διάνοιγε το δρόμο για ουσιαστικό αναθεωρητικό έλεγχο ενός μεγάλου εύρους αποφάσεων που παραμένει μέχρι και σήμερα ανέλεγκτο.
Αυτό δυνητικά θα επέφερε και ουσιαστικά αποτελέσματα προς την ανάπτυξη ενός νομολογιακού υποβάθρου που να συνδέει την προστασία του περιβάλλοντος με τα θεμελιώδη δικαιώματα που τυγχάνουν προστασίας από το Σύνταγμα, όπως το δικαίωμα στη ζωή (προστασία της ζωής, της υγείας και το επίπεδο ποιότητας του βιοτικού πλαισίου) που τίθεται υπό διακινδύνευση. Τούτο διότι, θα οδηγούσε σταδιακά σε ισχυροποίηση της προστασίας του περιβάλλοντος εν γένει και ειδικά, ως σκοπού δημοσίου (γενικού) συμφέροντος, εντός μίας διαδικασίας εξισορρόπησης του με (άλλα) δικαιώματα που τυγχάνουν προστασίας από το Σύνταγμα (όπως το περιουσιακό δικαίωμα κ.ο.κ.).
Σε κάθε περίπτωση η άμεση αλλαγή πλεύσης της νομολογίας, κρίνεται επιβεβλημένη ενόψει των δεσμεύσεων της Δημοκρατίας από διεθνείς συμβάσεις στις οποίες έχει προσχωρήσει αλλά και το πρωτογενές και δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η Σύμβαση του Aarhus στην οποία έχει προσχωρήσει τόσο η Κύπρος αυτόνομα όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, δυνάμει του άρθρου 9 της οποίας, τα κράτη μέλη στη Σύμβαση αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν σε εθνικό επίπεδο την ευρεία πρόσβασης στη δικαιοσύνη εντός του πεδίου εφαρμογής της και όπου γίνεται ειδική μνεία στη παραχώρηση δυνατότητας πρόσβασης στη δικαιοσύνης σε μη κυβερνητικούς οργανισμούς που προωθούν την περιβαλλοντική προστασία. Όπως κρίθηκε μάλιστα στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ C-664/15, Protect μέσα από μία συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 9 της Σύμβασης, του ΧΘΔ και της Οδηγίας 2000/60 για την Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των υδάτων, οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν δύνανται να αποκλείουν το δικαίωμα οργανώσεων για την προστασίας του περιβάλλοντος να προσφυγούν ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων για τα ζητήματα που ρυθμίζονται από τη υπό αναφορά Οδηγία.
Η τροποποίηση του άρθρου 6 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου θα επέλυε, σε περίπτωση που επιβίωνε, τελειωτικά το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης και κατά συνέπεια θα δημιουργούνταν συνθήκες ασφάλειας δικαίου, άκρως σημαντικός παράγοντας για το γενικότερο ζήτημα της ευρείας πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Περαιτέρω, η απουσία οποιασδήποτε άμεσης, ρητής, ρύθμισης του ζητήματος σε συνταγματικό επίπεδο μέσω, αφενός, της ρητής κατοχύρωσης ενός δικαιώματος στο περιβάλλον και αφετέρου, την συνταγματική διεύρυνση των διατυπώσεων θεμελίωσης εννόμου συμφέροντος, δεν μπορεί παρά να περιορίζει τη δημιουργία συνθηκών ισχυροποίησης των μηχανισμών προστασίας του περιβάλλοντος, τουλάχιστον σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητας των προσφερόμενων ενδίκων μέσων. Προς τούτο βέβαια απαιτείται η ανάλογη πολιτική βούληση.