Μετά την ανακοίνωση της απόφασης για επιβολή ποινής στην γνωστή υπόθεση της 19χρονης βρετανίδας, πολλοί δικηγόροι εξέφρασαν έντονο προβληματισμό ως προς το γεγονός ότι οι δικηγόροι της κατηγορουμένης βρετανίδας δήλωσαν ενώπιον του δικαστηρίου ότι έχει μετανιώσει για την πράξη στην οποία προέβη και ζήτησε όπως το δικαστήριο θεωρήσει την πράξη της ως ένα εσφαλμένο χειρισμό του θέματος λόγω ψυχολογικής φόρτισης και νεανικής ανωριμότητας. Ζητήθηκε επομένως από το Δικαστήριο όπως δεχθεί την έμπρακτη μετάνοιά της ως μετριαστικό παράγοντα. Ο προβληματισμός έγινε, μεταξύ άλλων, και στα κοινωνικά δίκτυα. Σε μια ενδιαφέρουσα σχετική συζήτηση ο δικηγόρος Αρτέμης Αρτεμίου ανέφερε με ανάρτησή του:
«Η δήλωση μεταμέλειας που εξέφρασε η κατηγορουμένη εντός του Δικαστηρίου αντιφάσκει, κατά τη γνώμη μου, με τη δήλωσή της εκτός Δικαστηρίου ότι αμφισβητεί έντονα την καταδίκη και ότι ο αγώνας για την αθωότητά της θα συνεχιστεί.»
Πολλοί δικηγόροι συμμετείχαν στη συζήτηση συμφωνώντας και αναφέροντας ότι υπάρχει σαφής νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν είναι επιτρεπτό να προωθείται έφεση κατά της καταδίκης, όταν ο κατηγορούμενος έχει δηλώσει έμπρακτη μεταμέλεια, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά το αδίκημα. Δικηγόροι με τους οποίους μιλήσαμε μας παρέπεμψαν σε νομολογία (Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325, Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (2003) 2 Α.Α.Δ. 487, Κωνσταντίνου ν. Θεοδωράκης, Αίτ. Οικ. Δικ 2/13, 7.5.2014, Γ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 140/10, 14.9.2015, Mike John v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 201/13, 17.6.2016, Gholam Reza v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ 8/17, 14.5.2018
Στην πιο πρόσφατη απόφαση που αναφέρεται ανωτέρω αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Από συνολική εξέταση της αγόρευσης του συνήγορου, της έκφρασης απολογίας για τις πράξεις του (κατηγορουμένου) και της έκφρασης «έμπρακτης μεταμέλειας», προκύπτει θεωρούμε, άμεση παραδοχή διάπραξης των αδικημάτων. Και όχι μόνο. Εστιάζοντας στα επιμέρους διαπιστώνουμε ότι αίρεται δια της αγορεύσεως ουσιαστικά και η υπερασπιστική θέση του κατηγορουμένου περί του παράνομου της σύλληψης του και του δικαιώματος του να αντισταθεί σε παράνομη σύλληψη. Και ναι μεν ο συνήγορος ήταν υποχρεωμένος και δεσμευμένος να δεχθεί την απόφαση του Δικαστηρίου, από την άλλη όμως, θα έπρεπε να γνωρίζει και είχε υποχρέωση απέναντι στον εντολέα του ότι όφειλε να περιοριστεί στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου και στα όποια ελαφρυντικά γεγονότα αναδύονται μέσα από τα ευρήματα του Δικαστηρίου…….
Υπό το φως όλων των ανωτέρω και τις κατευθυντήριες αρχές όπως πηγάζουν από την νομολογία, κρίνουμε υπό τας περιστάσεις ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε την εξέταση της έφεσης: «.η συνέχιση της δίκης θα ήταν μόνο όχι αντινομική αλλά θα αποτελούσε και σχήμα οξύμωρο. Θα συνιστούσε μάλιστα και κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου εφόσον θα επέτρεπε στον εφεσείοντα, αφού πρώτα εξασφάλισε έκπτωση στην ποινή, με την έκφραση μεταμέλειας, η οποία εξυπακούει την παραδοχή της κατηγορίας, να προχωρήσει και αμφισβητήσει, εκ του ασφαλούς πλέον, την ορθότητα της καταδίκης του.» (Αθανασίου (ανωτέρω)), όπως επί του προκειμένου έπραξε και όπως επιμαρτυρείται και από το ανωτέρω απόσπασμα της απόφασης του Δικαστηρίου.
Οι συνήγοροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης και πολύ περισσότερο συνήγοροι που εμφανίζονται υπό το καθεστώς νομικής αρωγής που αμείβονται με χρήματα των φορολογουμένων, έχουν υποχρέωση τόσο έναντι του εντολέα τους, όσο και έναντι του Δικαστηρίου «να εξετάζουν προσεκτικά τα διαβήματα τους ώστε να ανταποκρίνονται στο ρόλο τους ως υπερασπιστές ενός διαδίκου αλλά και να είναι συνεπείς στο καθήκον τους προς το Δικαστήριο.» (Mike John (ανωτέρω)) ώστε να αποφεύγονται καταστάσεις όπως στην υπό κρίση περίπτωση και να δημιουργείται στους διαδίκους αίσθημα αδικίας.»
Στη συζήτηση παρενέβη η εκ των συνηγόρων της Βρετανίδας, Νικολέττα Χαραλαμπίδου η οποία ανέφερε:
«Επειδή ενημερώθηκα για τη συζήτηση σε αυτό τον τοίχο που γίνεται σε σχέση με την αναφορά σε μεταμέλεια στο πλαίσιο της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής στην περίπτωση της Βρετανής κοπέλας, θεώρησα σκόπιμο να γράψω κάτι. Σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία παραπέμπουν κάποιοι η αναφορά σε μεταμέλεια κατά τον μετριασμό μπορεί να θεωρηθεί ρητή “παραδοχή” όταν μέσω της αγόρευσης για μετριασμό γίνεται αναφορά σε γεγονότα ή εισάγονται στοιχεία που δεν αναδύονται μέσα από τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση η αναφορά σε μεταμέλεια συνδέθηκε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την ενοχή και έγινε στο δεδομένο πλαίσιο της αποδοχής σ’ εκείνο το στάδιο της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου θέση που επίσης στηρίζεται από νομολογία και του Ανωτάτου και των αγγλικών δικαστηρίων σύμφωνα με την οποία μια τέτοια αναφορά δεν ισοδυναμεί με παραδοχή. Στόχος της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής ήταν η επίτευξη της επιβολής της ηπιότερης δυνατής ποινής για να μπορέσει να επιστρέψει στη χώρα της. Ουδέποτε παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αλλά και μετά από αυτήν.» και ότι «Η έκφραση μεταμέλειας για σκοπούς μετριασμού της ποινής δεν εξουδετερώνει σε όλες τις περιπτώσεις την άρνηση των κατηγοριών εκ μέρους του κατηγορουμένου ούτε και ρητή παραδοχή διάπραξης του αδικήματος. Μπορεί να αποτελεί αποδοχή στην ετυμηγορία του δικαστηρίου και προσπάθεια μετριασμού των συνεπειών της κατά τη δεδομένη στιγμή, γι’ αυτό και τίθεται στο πλαίσιο του μετριασμού. Εξέφρασε μεταμέλεια για την πράξη για την οποία το Δικαστήριο την καταδίκασε ούτως ή άλλως, χωρίς εντούτοις παραδοχή διάπραξης αδικήματος σε οποιοδήποτε στάδιο. Εξαρτάται δε από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Υπάρχει νομολογία διιστάμενη, ανάλογα και με το τι λέχθηκε και τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.».
Αντιδρώντας στα σχόλιά της ο δικηγόρος Κωνσταντής Καντούνας σχολίασε πως:
«Δεν μπορώ να παρακολουθήσω την λογική σας. Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξα το αδίκημα αλλά μετανοώ/ μεταμελώ /repent ? Για ποιο πράγμα άλλο από τη διάπραξη του αδικήματος; Τί σημαίνει αποδοχή της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου; Αφού η ετυμηγορία θα εφεσιβληθεί. Σε ποιο άλλο επίπεδο μπορεί η καταδικασθείσα να αποδεχθεί ή όχι την ετυμηγορία; Πως μεταμελεί για κάτι που ισχυρίζεται ότι δεν διέπραξε;».