Ο πόλεμος στην Ουκρανία ο οποίος μαίνεται για τρεις πλέον μήνες αναμφίβολα έχει επηρεάσει τις πλείστες οικονομικές δραστηριότητες και οι συνέπειές του γίνονται πλέον ευρέως αντιληπτές στην καθημερινότητα των πολιτών. Πέραν των προφανών άμεσων επιπτώσεων που αφορούν στη συνέχιση των εχθροπραξιών καθ’ εαυτών, ο πόλεμος επηρεάζει και την παγκόσμια ναυτιλία και ναυτιλιακή δραστηριότητα. Στο παρόν κείμενο εξετάζονται συνοπτικά σε ένα γενικό πλαίσιο οι βασικότερες ανησυχίες που αφορούν στον τομέα της ναυτιλίας.
Σε ένα πρώτο πλάνο βρίσκονται οι γενικές επιπτώσεις που επηρεάζουν με τον ένα ή άλλο τρόπο τον τομέα. Αυτές αναφέρονται στις εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων, αγαθών, πρώτων υλών, ενέργειας, μια ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση, την παροχή υπηρεσιών, την ύπαρξη πληθωριστικών τάσεων, την μείωση της ανάπτυξης της οικονομίας και τις διακοπές στην παραγωγική αλυσίδα και στην προμηθευτική αλυσίδα. Στο ίδιο πλάνο αλλά ειδικότερα για τα πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή κατά την έναρξη του πολέμου, αναφέρεται ότι σύμφωνα με τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ) σχεδόν 2,000 ναυτικοί εγκλωβίστηκαν σε 94 πλοία που βρίσκονταν σε Ουκρανικά Λιμάνια, ενώ μέχρι τις 20 Απριλίου 2022, 84 πλοία παρέμεναν εγκλωβισμένα σε αυτά τα λιμάνια, με μειωμένη επάνδρωση κατά 2/3. Είναι δεδομένο ότι μέχρι και σήμερα υπάρχουν εγκλωβισμένα και αποκλεισμένα πλοία στη Βόρεια Μαύρη Θάλασσα και την Αζοφική Θάλασσα, ενώ υπήρξαν επίσης αναφορές για επιθέσεις εναντίον εμπορικών πλοίων που πλέουν στην περιοχή των εχθροπραξιών.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που αφορά στην παγκόσμια ναυτιλία οι επιπτώσεις κατά το μάλλον ή ήττον αφορούν στην αναστάτωση που προκλήθηκε στην παγκόσμια ναυτιλία από την έναρξη του πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η οποία προφανώς επιτείνει τις επιπτώσεις που είχε ο τομέας της ναυτιλίας λόγω της κρίσης της πανδημίας του νέου κορονοϊού, ήτοι της εφοδιαστικής αλυσίδας, συμφόρηση στα λιμάνια και ζητήματα που αφορούν στα πληρώματα. Ειδικά λόγω του πολέμου αναφέρονται οι επιπτώσεις των κυρώσεων σε ρωσικά νηολογημένα πλοία και περιορισμούς στις εισαγωγές προϊόντων από τη Ρωσία, το κλείσιμο σημαντικών εξαγωγικών λιμανιών στην Βόρεια Μαύρη Θάλασσα και την Αζοφική Θάλασσα που αποτελούν πλέον πεδία πολεμικών επιχειρήσεων και το ευρύτερο βάρος που επισύρει ο παρατεταμένος πόλεμος στην Ουκρανία, σε ένα ιδιαίτερα εύθραυστο γεωπολιτικό περιβάλλον που επηρεάζει ούτως ή άλλως όλους τους τομείς των κοινωνιών και των οικονομιών μας.
Η μεγαλύτερη ανησυχία στο παρόν στάδιο σχετίζεται με την αύξηση των κόστων που αφορούν στις ευρύτερες οικονομικές δραστηριότητες που αφορούν και τον τομέα της ναυτιλίας, που σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές τάσεις που παρουσιάζονται έντονες το τελευταίο χρονικό διάστημα και επηρεάζουν την προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης αμέσως μετά την κρίση της πανδημίας επιτείνουν την εντύπωση ότι η άνοδος των τιμών, των κόστων και των συναφών οικονομικών δραστηριοτήτων θα συνεχιστούν όσο υπάρχει η γεωπολιτική αβεβαιότητα που δημιουργούν οι παρατεταμένες εχθροπραξίες στο μέτωπο του πολέμου. Υπενθυμίζεται ότι το κόστος μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων σε υπερωκεανικές οδούς επταπλασιάστηκε τους πρώτους 18 μήνες μετά τον Μάρτιο του 2020, ενώ το κόστος μεταφοράς εμπορευμάτων χύδην αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Επιπρόσθετα, όπως ακροθιγώς έχει αναφερθεί πιο πάνω, οι παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα πλήττεται τόσο λόγω της πανδημίας αλλά και του ίδιου του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ οι κυρώσεις που αφορούν, για παράδειγμα σε παροχή υπηρεσιών προμήθειας σε καύσιμα ή ανεφοδιασμό των πλοίων (bunkering services) που επιβλήθηκαν από διάφορα λιμάνια σε ρωσικά πλοία επηρεάζουν άμεσα τις τοπικές οικονομίες.
Επιπρόσθετα, οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί αναδεικνύουν σημαντικές προκλήσεις στα διάφορα κράτη που αφορούν στην συμμόρφωση των λιμενικών αρχών, των ναυτιλιακών εταιρειών και των ασφαλιστών, που επέχουν και νομικών ζητημάτων αλλά και ζητήματα αποζημιώσεων ή απόρριψης αιτημάτων που εμπίπτουν σε ρήτρες ανωτέρας βίας και πολέμων.
Η αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τον πόλεμο στην Ουκρανία στην παγκόσμια ναυτιλία είναι ένα πολύπλοκο και περίπλοκο ζήτημα και αυτό που απαιτείται εξ υπαρχής στην διαμόρφωση στρατηγικών για την αντιμετώπισή τους είναι η αναγνώριση του γεγονότος ότι ο τομέας πρέπει να καταστεί πιο ευέλικτος στην αντίδρασή του σε κρίσεις παγκόσμιου βεληνεκούς.