Μία εκ των πιο βασικών αρχών που διέπει ή που θα έπρεπε να διέπει τη δημόσια ζωή σε ένα Κράτος Δικαίου είναι αναμφίβολα η αρχή της Διαφάνειας. Όπου ασκείται ή ενυπάρχει δημόσια εξουσία, αυτή θα πρέπει να ελέγχεται κατά τρόπο ώστε αφενός να διασφαλίζεται το αίσθημα ασφάλειας δικαίου του πολίτη και αφετέρου να επιτυγχάνεται η άρση της όποιας καταχρηστικής, αδικαιολόγητης ή και παράνομης πολλές φορές άσκησης της δημόσιας εξουσίας. Ο έλεγχος ασκείται κατά κύριο λόγο μέσω της Δικαστικής οδού, πλην όμως σε μια ευνομούμενη πολιτεία ο κάθε πολίτης οφείλει να θέτει τον εαυτό του στην πρώτη γραμμή ελέγχου της άσκησης εξουσίας από τη Διοίκηση. Η συμμετοχή άλλωστε του πολίτη σε μια διαδικασία ελέγχου και αξιολόγησης της άσκησης της διοικητική δράσης δεν μπορεί παρά να είναι η ισχυρότερη μορφή πρόληψης κατάχρησης ή και παράνομης δράσης στον δημόσιο βίο.
Όπως εμφαντικά καταγράφεται στο Σύγγραμμα Ακριβοπούλου – Ανθόπουλου, Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο, έτος 2015, «Η διαφάνεια και η δημοσιότητα αποτελούν βασικές συνιστώσες της δημοκρατικής αρχής, στο βαθμό που επιτρέπουν τον έλεγχο της δράσης των κρατικών οργάνων και αρχών από τους πολίτες. Η φανερή δράση και η διαφάνεια της διοικητικής δράσης συμβάλει στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής της δημόσιας διοίκησης, εγγυάται τον έλεγχο της και συμβάλει στην επαύξηση της αποτελεσματικής της λειτουργίας αλλά και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων».
Η συμμόρφωση με την αρχή της διαφάνειας και η εφαρμογή της στον μέγιστο δυνατό βαθμό από τη Διοίκηση, ιδιαίτερα στην σημερινή εποχή όπου η αναφορά σε διαφθορά και κατάχρηση είναι συχνό φαινόμενο, μπορεί να αποτελέσει το ισχυρότερο όπλο για την αποκατάσταση της ασφάλειας δικαίου των πολιτών.
Στην κυπριακή έννομη τάξη η αρχή της διαφάνειας εντοπίζεταιστις πρόνοιες του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.189(Ι)/1999). Ειδικότερα, καθοδήγηση αντλούμε από το άρθρο 24 (3) και (4) του Ν.189(Ι)/1999 σύμφωνα με το οποίο:
«Τα λεπτομερή πρακτικά, που τηρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου που αφορούν αφενός την κατακύρωση δημοσίων συμβάσεων σύμφωνα με τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών στους Τομείς του Ύδατος, της Ενέργειας, των Μεταφορών και των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο, τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο, τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Ορισμένων Συμβάσεων Έργων, Προμηθειών και Παροχής Υπηρεσιών που συνάπτονται από Αναθέτουσες Αρχές ή Αναθέτοντες Φορείς στους Τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας και για Συναφή Θέματα Νόμο, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται και αφετέρου τις Πολεοδομικές Αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, δημοσιοποιούνται, για σκοπούς διαφάνειας, στην ιστοσελίδα του συλλογικού οργάνου, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας και χωρίς επηρεασμό των κατά περίπτωση ισχυουσών διατάξεων αναφορικά με τη γνωστοποίησή τους στα ενδιαφερόμενα μέρη ή με τις προθεσμίες για τη λήψη μέτρων από κάθε διοικούμενο που έχει έννομο συμφέρον.
(4) Από την υποχρέωση για δημοσιοποίηση, που προνοείται στο εδάφιο (3) του άρθρου αυτού, εξαιρούνται τα πρακτικά των σχετικών αποφάσεων ή μέρος αυτών-
(α) που αφορούν σε εμπιστευτικής φύσεως ζητήματα, περιλαμβανομένων εμπιστευτικών ζητημάτων εθνικής ασφάλειας, άμυνας, διεθνών σχέσεων, ή/και
(β) που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τη δημοσιοποίηση των οποίων θα πρέπει να τηρούνται οι διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.»
Σύμφωνα λοιπόν με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας τα υπό αναφορά Διοικητικά Όργανα οφείλουν όχι μόνο να τηρούν πλήρη και λεπτομερή πρακτικά κάθε συνεδρίασης τους αλλά με το πέρας της συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε απόφαση για την έκδοση διοικητικής πράξης, να τα δημοσιοποιούν και αυτό για σκοπούς διαφάνειας.
Ανάλογη πρέπει να είναι κατά την άποψη μου και η διαχείριση του ζητήματος αναφορικά με την κοινοποίηση πρακτικών ή άλλων εγγράφων και στοιχείων σε περίπτωση σχετικού αιτήματος και πάντως όχι μόνο από τα αναφερόμενα συλλογικά όργανα αλλά από το σύνολο των αρχών ή οργάνων της Διοίκησης όταν λαμβάνουν αποφάσεις ή εκδίδουν πράξεις που επηρεάζουν τους διοικούμενους.
Είναι κατά την άποψη μου επιτρεπτό, απολύτως θεμιτό και αναγκαίο, να κοινοποιούνται από τα Όργανα της Διοίκησης αναλυτικά τα πρακτικά ή άλλα έγγραφα που έχουν κατατεθεί εντός του διοικητικού φακέλου,όταν υπάρχει προς τούτο σχετικό αίτημα από εμπλεκόμενα στην υπόθεση πρόσωπα ή ενδιαφερόμενα μέρη.
Παρά ταύτα είναι κατοχυρωμένη αλλά και θεσμοθετημένη η δυνατότητα της κάθε αρμόδιας αρχής να αρνηθεί να πράξει κάτι τέτοιο, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στη σχετική ως άνω νομοθεσία. Όταν δηλαδή τα έγγραφα ή τα πρακτικά εμπίπτουν στην κατηγορία των εγγράφων που μπορούν να χαρακτηριστούν εμπιστευτικής φύσεως ή στις περιπτώσεις όπου τα πρακτικά ή άλλα έγγραφα εμπεριέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τη δημοσιοποίηση των οποίων θα πρέπει να τηρούνται οι διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται. Σε τέτοιες περιπτώσεις βέβαια είναι πρόδηλο ότι δεν αρκεί μια απλή παραπομπή αλλά απαιτείται πλήρης αιτιολόγηση και δικαιολόγηση της απόφασης να ενταχθούν τα έγγραφα στις υπό αναφορά εξαιρέσεις.
Όλα τα ως άνω θεωρώ ότι συνδυάζονται και υποστηρίζονται και με την πρόνοια του άρθρου 37 του Ν.189(Ι)/1999 με βάση την οποία «Κάθε πρόσωπο που θίγεται από πράξη ή που δικαιούται να κάνει χρήση μιας πράξης μπορεί να ζητήσει εγγράφως να του δοθεί πλήρες αντίγραφο της. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή του να απορρίψει ολόκληρο ή μέρος του αιτήματος, αν η ικανοποίησή του παραβλάπτει το υπηρεσιακό συμφέρον ή το συμφέρον τρίτου προσώπου.»
Σύμφωνα με τον Δαγτόγλου, στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 7η αναθεωρημένη έκδοση στις σελίδες 270-274, «Η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος έννομης προστασίας προϋποθέτει συχνά ότι ο ενδιαφερόμενος μπορεί να λάβει γνώση των διοικητικών εγγράφων και άλλων στοιχείων που θίγουν τα έννομα συμφέροντα του. Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνει υπόψιν την σπουδαιότητα της προσβάσεως αυτής όπου ορίζεται ότι στο δικαίωμα της χρηστής διοίκησης περιλαμβάνονται και το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελο του, τηρουμένων των νόμιμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου».
Στην απόφαση στην Υπόθεση με αριθμό 1049/2011 του Ανωτάτου Δικαστηρίου απόφαση ημερομηνίας 15.2.2013 μεταξύ Π.Ιακώβου καλ εναντίον Κυπριακής Δημοκρατίας καλεξετάστηκε ακροθιγώς το όλο ζήτημα στην βάση ουσιαστικά της αναγνώρισης της αρχής της διαφάνειας. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα της απόφασης: «…όπως εξηγείται και στον Δαγτόγλου – σελ. 328-332, υπάρχει δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά στοιχεία ώστε να ασκείται αποτελεσματικά το δικαίωμα έννομης προστασίας. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιοριστεί εάν δυσχεραίνεται ουσιωδώς η έρευνα δικαστικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικά με την τέλεση εγκλήματος, αλλά όχι των διοικητικών αρχών , ιδιαιτέρως, όπως εδώ, όπου επίκεντρο της αυτεπάγγελτης κατ΄ ουσίαν απόφασης της διοίκησης, ήταν η επανεξέταση ενός δικαιώματος που δόθηκε στους αιτητές.»
Τούτων λεχθέντων οι αρμόδιες αρχές και όργανα που ασκούν διοικητική δράση στη Δημοκρατία οφείλουν να αντιληφθούν ότι ο κανόνας και η βασική αρχή επί του ζητήματος είναι πως ο κάθε διοικητικός φάκελος που τηρείται και κατ’ ΄επέκταση τα πρακτικά και τα έγγραφα που κατατίθενται σε αυτόν είναι και πρέπει να είναι προσβάσιμα στα Ενδιαφερόμενα Μέρη αλλά και σε κάθε πολίτη που ενδεχομένως να προβάλλει προσωπικό ενδιαφέρον και εκτός από τις ως άνω αναφερόμενες εξαιρέσεις που περιοριστικά καθορίζει η νομοθεσία είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν για σκοπούς πληροφόρησης και αξιολόγησης του πολίτη αλλά και κάθε ενδιαφερόμενου ώστε να δύνανται να επικαλεστεί ακόμη και προσβολή εννόμων συμφερόντων του.
Το όλο ζήτημα όπως έχω αναφέρει καταλαμβάνει το σύνολο της Διοίκησης και όχι μόνο στα Όργανα ή τις διαδικασίες που ενδεχομένως να κρινόταν ότι περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 24 του Ν. 189 (Ι)/1989. Το ζήτημα δεν περιορίζεται ασφαλώς στην Κυπριακή έννομη τάξη. Σταδιακά αλλά σταθερά απασχόλησε τα σύγχρονα κράτη δικαίου, μη εξαιρουμένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας αναγνώρισε και ανέδειξε ως θεμελιώδες το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα που κατέχουν τα όργανα της. Σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας όπως αυτή ορίζεται στην Συνθήκη της Λισαβόνας, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασκούν τις εργασίες και τα καθήκοντα τους «όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά και εγγύτερα στους πολίτες». Σημειώνεται ότι το δικαίωμα πρόσβασης προστατεύεται απευθείας από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε στο άρθρο 42.
Σύμφωνα δε με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ήςΜαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συµβουλίου και της Επιτροπής «Η διαφάνεια εξασφαλίζει µεγαλύτερη συµµετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και, παράλληλα, εγγυάται µεγαλύτερη νοµιµότητα, αποτελεσµατικότητα και υπευθυνότητα της διοίκησης έναντι του πολίτη σε ένα δηµοκρατικό σύστηµα. Η διαφάνεια συµβάλλει στην ενίσχυση των αρχών της δηµοκρατίας και του σεβασµού των θεµελιωδών δικαιωµάτων, όπως θεσπίζονται από το άρθρο 6 της συνθήκης ΕΕ και στον Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Στην βάση αυτή παρέχεται το Δικαίωμα Πρόσβασης στα έγγραφα των Θεσμικών Οργάνων σε κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (φυσικό και νομικό) που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε Κράτος Μέλος υπό την επιφύλαξη αρχών , όρων και περιορισμών ως προνοούνται ρητά στον εν λόγω Κανονισμό.
Είναι πρόδηλο ότι ο ως άνω Κανονισμός δίδει τις κατευθυντήριες γραμμές συνολικής αντιμετώπισης και διαχείρισης του ζητήματος. Όπως δε μπορεί κάποιος να διαπιστώσει, οι εξαιρέσειςστον κανόνα της διαφάνειας αφορούν την δυνατότητα άρνησης γνωστοποίησης του εγγράφου όταν τέτοια γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία: α) του δημοσίου συµφέροντος, όσον αφορά: τη δηµόσια ασφάλεια, την άµυνα και τις στρατιωτικές υποθέσεις, τις διεθνείς σχέσεις, τη δηµοσιονοµική, νοµισµατική ή οικονοµική πολιτική της Κοινότητας ή ενός κράτους µέλους, β) της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόµου, ιδίως σύµφωνα µε την κοινοτική νοµοθεσία σχετικά µε την προστασία των προσωπικών δεδοµένων.
Με βάση όλα τα ανωτέρω προκύπτει κατά την άποψη μου η καθολική υποχρέωση των Οργάνων που ασκούν δημόσια εξουσία και διοίκηση να επιτρέπουν την πρόσβαση στα έγγραφα ή στα πρακτικά της κάθε υπόθεσης σε κάθε πρόσωπο που υποβάλλει σχετικό αίτημα, πλην ορισμένων περιπτώσεων που άπτονται των υπό αναφορά δεδομένων, και που κρίνεται ότι στην ζυγαριά υπερτερεί η προστασία τους σε τέτοιο βαθμό ώστε η μη κοινοποίηση τους να είναι απαραίτητη. Η μυστικοπάθεια, η τακτική της απόκρυψης ή της αποφυγής παροχής εξηγήσεων στους πολίτες, της άρνησης πληροφόρησης και της εν γένει αδιαφανούς διαδικασίας από μέρους της δημόσιας εξουσίας δεν είναι πια αποδεκτή τόσο από την Ε.Ε όσο και από Κράτη Μέλη της τα οποία θεσμοθετούν ή εφαρμόζουν πια κανόνες διαφάνειας.
Η σταθερά αυξανόμενη ανάγκη προστασίας και εδραίωσης των ως άνω αρχών της διαφάνειας σε κάθε έκφανση του δημόσιου βίου δεν αποτελεί απλή θεώρηση των πραγμάτων αλλά έχει περάσει πια και στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στις πολύ πρόσφατες αποφάσεις στις υποθέσεις C-175/18 P PTC Therapeutics International Ltd κατά Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) και C-178/18 P MSD Animal Health Innovation και Intervet International κατά Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει, ίσως για πρώτη φορά, το ζήτημα της ελεύθερης πρόσβασης στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αυτά υποβλήθηκαν και περιέχονταν στον σχετικό φάκελο στο πλαίσιο διαδικασίας αίτησης για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας φαρμάκων στην αγορά.
Το Δικαστήριο στην σχετική απόφαση του, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πρόνοιες του Ε.Κ 1049/2001, επαληθεύοντας με τον πλέον επίσημο τρόπο το δικαίωμα προσβάσεως στα σχετικά έγγραφα για τα οποία υποβλήθηκε το αίτημα. Επεκτάθηκε και στις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του Κανονισμού και έκρινε ότι για να ήταν δυνατή η προβολή άρνησης στην πρόσβαση από μέρους του αρμοδίου οργάνου θα έπρεπε να παρασχεθούν από αυτό ρητές διευκρινίσεις ως προς τη φύση, το αντικείμενο και το περιεχόμενο των στοιχείων των οποίων η γνωστοποίηση θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντα.
Είναι λοιπόν κατά την άποψη μου επιτακτική ανάγκη να καταστεί αντικείμενο συζήτησης το ενδεχόμενο θεσμοθέτησης και κωδικοποίησης της αρχής της διαφάνειας και της ελεύθερης πρόσβασης στα έγγραφα και στην κυπριακή έννομη τάξη. Παράλληλα θα πρέπει να ενταθεί η προσπάθεια να πειστούν οι δημόσιες αρχές και υπηρεσίες να εφαρμόσουν σε πρακτικό επίπεδο και τις αρχές της διαφάνειας αφού κατά αυτό τον τρόπο θα εδραιώσουν την πεποίθηση του κοινού για την ανεξαρτησία και αμεροληψία τους και θα πραγματώσουν την Συνταγματική Αρχή ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχουν ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως ως το άρθρο 28 (1) του Συντάγματος προνοεί.
Η αρχή της διαφάνειας συμπλέκεται με την αρχή της αποτελεσματικότητας της δράσης της δημόσιας διοίκησης η οποία προνοείται απευθείας από το Σύνταγμα. Η Διοίκηση πρέπει και οφείλει να είναι σε θέση να ερευνά και να αποφασίζει άμεσα στις περιπτώσεις υποβολής γραπτών αιτήσεων ή παραπόνου από οποιονδήποτε πολίτη.
Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Συντάγματος «Έκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ΄άλλων να υποβάλλει εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμόδιαν δημόσιαν αρχήν δικαιούμενος να απαιτήσει όπως αυτή επιληφθεί αυτών και αποφασίσει ταχέως. Η απόφαση της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβάλλοντα την αίτηση ή τα παράπονα ενπάση περιπτώσει εντός προθεσμίας μη υπερβαίνουσας τας τριάκοντας ημέρας.»
Σύμφωνα με τον Δρ. Κώστα Παρασκευά (στο Σύγγραμμα του Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο – 2015) «το άρθρο 29 … αποσκοπεί στη διασφάλιση της χρηστής διοίκησης, υποχρεώνοντας τις δημόσιες αρχές να επιληφθούν γραπτών αιτήσεων των ατόμων που έχουν δικαίωμα να αναμένουν απάντηση σε αυτές.»
Η σύμπλευση όμως της συνταγματικής αρχής της αποτελεσματικότητας της διοίκησης με την αρχή της διαφάνειας κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας εκδηλώνεται κατά την άποψη μου και στο εξής απόσπασμα του υπό αναφορά συγγράμματος του Δρος Παρασκευά στη σελίδα 472: «Δεν θα πρέπει να παροράται πως η πρακτική σημασία του δικαιώματος της αναφοράς δεν έγκειται μόνο στην προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και συμφερόντων του διοικούμενου, αλλά και στην συμμετοχή του πολίτη στην διαμόρφωση της κρατικής βούλησης ακόμα και επί γενικότερων ζητημάτων… Συνεπώς, δε θα πρέπει να θεωρείται ως προϋπόθεση να διατυπώνει ο αναφέρων αίτημα για επανόρθωση της ηθικής ή υλικής βλάβης που υπέστη από την πράξη ή παράλειψη της διοίκησης. Δεν μπορεί να αποτελεί, δηλαδή, το έννομο συμφέρον εννοιολογική προϋπόθεση της αναφοράς. Μια τέτοια προσέγγιση φαίνεται να παραβλέπει το γεγονός ότι το εν λόγω δικαίωμα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας, επιδιώκοντας ταυτόχρονα την ικανοποίηση των αιτημάτων των διοικούμενων εκεί όπου αυτό δεν είναι εφικτό διαμέσου της δικαστικής οδού».
Η πραγμάτωση της Δημοκρατίας περνά μέσα από την Κεντρική Δημόσια Διοίκηση. Η εκπλήρωση της αποστολής της περιλαμβάνει οπωσδήποτε την τήρηση από μέρους των λειτουργών της των αρχών της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης κατά τρόπο αποτελεσματικό έχοντας ανά πάσα στιγμή ελεύθερη την πρόσβαση στον πολίτη στα στοιχεία που οδήγησαν στην τελική απόφαση. Η ύπαρξη κενού στην ως άνω αλυσίδα πραγμάτων αποτελεί ναρκοθέτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Είναι στην βάση αυτή που απαιτείται κατά την άποψη μου η θέσπιση ενός πιο περιεκτικού νομοθετικού πλαισίου αναφορικά με την αναγνώριση της αρχής της διαφάνειας και της λειτουργίας και άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, είτε με ειδικό νομοθέτημα, είτε ασφαλώς μέσω της τροποποίησης και επέκτασης των σχετικών προνοιών της υφιστάμενης νομοθεσίας ήτοι του Νόμου Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Είναι δηλαδή αναγκαίο να διευρυνθεί το νομικό πλαίσιο αναφορικά με τη ρύθμιση της λειτουργίας της αρχής της διαφάνειας και της πρόσβασης στα έγγραφα και πρακτικά των Διοικητικών Οργάνων και άλλων δημόσιων αρχών από το περιεκτικό άρθρο 24 του Ν.109(Ι)/1989 σε μια σειρά κανόνων που να καλύπτουν και να ορίζουν την υποχρέωση δημοσιοποίησης των αποφάσεων των οργάνων που ασκούν εξουσία αλλά και τη διαδικασία λήψης των πρακτικών ή εγγράφων ή άλλων στοιχείων που λήφθηκαν υπόψιν ή τέθηκαν υπόψιν των οργάνων πριν αυτά εκδώσουν τις πράξεις ή αποφάσεις τους, μαζί με τις όποιες εξαιρέσεις.