Η ρητορική μίσους και ο τρόπος αντιμετώπισης της στις δημοκρατικές κοινωνίες αποτελεί ένα εξαιρετικά σύγχρονο αλλά και επίκαιρο θέμα το οποίο έχει προκαλέσει καθηκόντως το έντονα αναβαθμισμένο ενδιαφέρον Θεσμικών Οργάνων όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης1 , του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) , εποπτικά και συμβουλευτικά όργανα της Ευρώπης αλλά και εθνικών θεσμικών αρχών όπως του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ombudsman)2.
Σκοπός τους παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου3 και να παρουσιάσει τη συμβολή της απόφασης στη διαμόρφωση πλαισίου καταπολέμησης αλλά και δράσεων για την αντιμετώπιση του φαινομένου ιδιαίτερα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Επιτρεπτοί Περιορισμοί στην Ελευθερία της Έκφρασης
Η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα αναγκαία θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την πρόοδο της και καθώς και για την ολοκλήρωση του κάθε ανθρώπου. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, η ελευθερία της αυτή αφορά όχι μόνο τις πληροφορίες ή ιδέες που γίνονται ευχάριστα αποδεκτές ή που θεωρούνται μη προσβλητικές ή αδιάφορες, αλλά και εκείνες που σοκάρουν ή προσβάλλουν ή ενοχλούν το κράτος ή οποιοδήποτε τμήμα του πληθυσμού. Αυτό απαιτούν οι έννοιες του πλουραλισμού της ανεκτικότητας και της ευρύτητας του πνεύματος χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία. Αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων πως η επιβολή κάθε διατύπωσης, προϋπόθεσης, περιορισμού ή κύρωσης στον τομέα αυτό θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό4. Επομένως, μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί αναγκαία στις δημοκρατικές κοινωνίες η τιμωρία ή ακόμη και η πρόληψη όλων των μορφών έκφρασης οι οποίες διαδίδουν, υποκινούν, προάγουν ή δικαιολογούν το μίσος που βασίζεται στη μισαλλοδοξία […], υπό την προϋπόθεση ότι η επιβολή «διατυπώσεων», «προϋποθέσεων», «περιορισμών» ή «κυρώσεων» γίνεται κατά τρόπο ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό5.
Όταν εξετάζεται η υποκίνηση μίσους και η ελευθερία της έκφρασης τα Δικαστήρια χρησιμοποιούν δύο προσεγγίσεις: την προσέγγιση του αποκλεισμού από την προστασία της Σύμβασης η οποία προβλέπεται από το άρθρο 17 όταν τα σχόλια εμπεριέχουν μίσος και συνιστούν άρνηση των θεμελιωδών αξιών της Σύμβασης, την προσέγγιση των περιορισμών στην προστασία η οποία προβλέπεται από το Άρθρο 10, παρ. 2, της Σύμβασης όταν τα σχόλια, μολονότι εμπεριέχουν μίσος, δεν είναι ικανά να βλάψουν τις θεμελιώδεις αξίες.
Στον σύγχρονο κόσμο δε των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης είναι σημαντικό να αναφερθεί πως στο πλαίσιο της απόφασης Delfi AS V Estonia6 οι διδικτυακές πύλες ενημέρωσης που παρέχουν για εμπορικούς και επαγγελματικούς σκοπούς πλατφόρμα προοριζόμενη για δημοσίευση σχολίων των χρηστών αναλαμβάνουν τις «υποχρεώσεις και ευθύνες» τις οποίες συνεπάγεται η ελευθερία της έκφρασης, όταν οι χρήστες διαδίδουν ρητορική μίσους ή σχόλια που υποκινούν άμεσα τη βία.
Στάθμιση συμφερόντων
Το ΕΔΑΔ εφαρμόζοντας τη δεύτερη παράγραφο της διάταξης οφείλει να ελέγξει κατά πόσο ο επίδικος περιορισμός «προβλέπεται από το νόμο» και αποτελεί αναγκαίο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Για να κρίνει το Δικαστήριο αν υπάρχει ρητορική μίσους χρησιμοποιεί τρία κριτήρια: α) την πρόθεση του ομιλητή ή του γράφοντος , β) το περιεχόμενο του λόγου και γ) το γενικότερο πλαίσιο. Επίσης κρίνει αν υπάρχει αναλογία μέσων και επιδιωκόμενου σκοπού, όπως για παράδειγμα η μορφή που παίρνει ο περιορισμός δηλαδή αν είναι ποινική καταδίκη, επιβολή διοικητικής κύρωσης ή επιδίκαση αποζημίωσης και ασφαλώς αν το ύψος της ποινής ή της καταβολής είναι αναλογικό7.
Η νομολογία είναι μεγάλη και περιλαμβάνει περιπτώσεις ξενοφοβίας8, επιθετικού εθνικισμού9 , διέγερση θρησκευτικού μίσους10 και δημόσιας ασφάλειας11.
Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου
Το Ανώτατο Δικαστήριο πρόσφατα πραγματεύτηκε την έφεση12 του Γενικού Εισαγγελέα κατά των ανεπαρκών ποινών που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε υποθέσεις υποκίνησης βίας, μίσους και ρατσιστικής συμπεριφοράς.
Τα γεγονότα αφορούν συμβάν που συνέβη στις 5.10.2019 όταν η παραπονούμενη διέσχιζε πεζή ένα χώρο στάθμευσης στο κέντρο της Λάρνακας αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν οι εφεσίβλητες χτύπησε πάνω σε άλλο, σταθμευμένο, όχημα. Αυτές όμως συνέχισαν την πορεία τους με πρόθεση να εγκαταλείψουν την σκηνή. Η παραπονούμενη τους φώναξε να σταματήσουν και πλησίασε το αυτοκίνητο τους. Οι εφεσίβλητες σταμάτησαν, εξήλθαν του αυτοκινήτου τους και άρχισαν να την βρίζουν με χυδαίο τρόπο, με αναφορά στην φυλετική της καταγωγή, όπως την είχαν αντιληφθεί, και της επιτέθηκαν.
Η παραπονούμενη βιντεογράφησε το όλο συμβάν με την χρήση του κινητού της τηλεφώνου και ανήρτησε το βίντεο στο διαδίκτυο. Την επόμενη ημέρα λήφθηκε πληροφορία στο ΤΑΕ για το βίντεο αυτό στο διαδίκτυο με αποτέλεσμα να διερευνηθεί η υπόθεση και να καταλήξει σε καταχώριση κατηγορητηρίου εναντίον των εφεσιβλήτων.
To Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και κάποια στοιχεία που δεν περιλαμβάνονταν στις λεπτομέρειες αλλά είχαν προκύψει από το βίντεο «ως προσδιοριστικά του κλίματος μέσα στο οποίο διαπράχθηκαν τα αδικήματα, ένα κλίμα όχι μόνο ρατσιστικής προκατάληψης, αλλά και εξευτελιστικής κοινωνικής και ταξικής απαξίωσης με την εντύπωση και μόνο ότι ο συνάνθρωπος τους ήταν, ως εκ της καταγωγής του, φτωχός και ευτελής, χωρίς αξία».
Το Εφετείο κρίνοντας ως άστοχο το δικαστικό έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσέγγισε τα γεγονότα της υπόθεσης ως έγκλημα εκφοράς ρατσιστικού λόγου με δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους. Σχολίασε δε πως προκύπτει ανάγκη για διαφοροποίηση από τα κοινά εγκλήματα και για πιο αυστηρή αντιμετώπιση. Με παραπομπή σε συγγράμματα το Δικαστήριο13 σημειώνει πως «η ανάγκη αντιμετώπισης των εγκλημάτων µίσους πηγάζει όχι µόνο από την ανάγκη δικαίωσης του θύματος του αδικήματος αλλά και από την ανάγκη να επιβεβαιωθεί ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι νόμοι είναι πράγματι ίσοι για όλους και ότι η δικαιοσύνη είναι τυφλή στην ιδιότητά της να προστατεύει την ατομικότητα κάθε πολίτη. Τελικά, πρόκειται για την εξασφάλιση ότι οι δημοκρατικές αξίες, στην πράξη, διατηρούνται μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες και συμβάλλουν έτσι στην καθιέρωση ειρηνικών κοινωνικών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, οι νόμοι περί των εγκλημάτων µίσους εξυπηρετούν δύο λειτουργίες: μια συμβολική, που στοχεύει να μεταβιβάσει µε σαφήνεια το μήνυμα ότι η βία που έχει ως κίνητρο την προκατάληψη δεν είναι ανεκτή, και μια προστατευτική, µε στόχο τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ευάλωτων ατόμων και ομάδων.»
Το Δικαστήριο στην κατακλείδα του αποφάσισε πως το επεισόδιο δεν ήταν οργανωμένη και προσχεδιασμένη εκδήλωση ρατσισμού, αλλά ένα επεισόδιο ακραίας απερίσκεπτης, αντικοινωνικής, ανάγωγης και εν τέλει ανόητης συμπεριφοράς. Στοιχεία όμως που δεν το αποχρωματίζουν ως επεισόδιο ρατσιστικού μίσους ώστε να έπρεπε να επιβληθούν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές και όχι να περιοριστεί η επιμέτρηση τους στα συνήθη πλαίσια.
Καταληκτικές Παρατηρήσεις
Είναι λοιπόν προφανές πως η στάση που τήρησε το Δικαστήριο στην συγκεκριμένη απόφαση δεικνύει με το πλέον κατηγορηματικό τρόπο πως τα αδικήματα ρητορικής μίσους (hate speech) ή εγκλήματα εκφοράς ρατσιστικού λόγου και τα εγκλήματα μίσους (hate crimes) δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητα. Αντίθετα θα πρέπει να τιμωρούνται και να αντιμετωπίζονται με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές κατά τρόπο αναμορφωτικό, ανταποδοτικό και δίκαιο ώστε η απαράδεκτη απαξίωση μέχρι μίσους ενός συνανθρώπου μας επειδή είναι διαφορετικός λόγω εθνικότητας ή εθνοτικής προέλευσης, γλώσσας, θρησκείας και φυλής, σεξουαλικού προσανατολισμού, φύλου, σωματικής ή και ψυχικής αναπηρίας να αντιμετωπίζεται ουσιαστικά και δραστικά. Με αυτό τον τρόπο και αυτές τις ποινές μπορεί να δοθεί το μήνυμα στους επίδοξους δράστες ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από την κοινωνία, αλλά και μήνυμα ελπίδας και υποστήριξης σε όσους κινδυνεύουν από τέτοιες συμπεριφορές ώστε να αισθάνονται ασφάλεια.
Είναι εξίσου σημαντικό όμως και άλλοι Θεσμοί14 να εμπλακούν σε ευέλικτες πολιτικές και πρακτικές αντιμετώπισης οι οποίες δεν θα βασίζονται μόνο στην ποινική αντιμετώπιση του θέματος αλλά που θα τονίζουν πέραν από την πρόληψη την ανάγκη θετικού λόγου που να εξουδετερώνει τις επιπτώσεις της ρητορικής του μίσους. Είναι εξίσου σημαντικό οι κανόνες που διαμορφώνονται και εφαρμόζονται στο κράτος δικαίου να μπορέσουν να εφαρμοστούν και στο διαδίκτυο με ισορροπημένα μέτρα και σύγχρονες τεχνολογικές μεθόδους όπως είναι για παράδειγμα η τεχνητή νοημοσύνη ή η θεώρηση για την εφαρμογή της ισορροπημένης φόρμουλας στο διαδίκτυο (internet balancing formula–IBF)15 για να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα τρίτων από ανάλογες ή αντίστοιχες παραβιάσεις. Το ενδιαφέρον πλέον επικεντρώνεται αν οι πρακτικές αυτές μπορούν να προσεγγίσουν ή να πλησιάσουν τη Δικαστική προσέγγιση ή τις Δικαστικές αποφάσεις.
2 Τοποθέτηση Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με τη ρητορική που προάγει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία και τις ειδικότερες προεκτάσεις που έχει η ρητορική αυτή όταν αναπτύσσεται στο διαδίκτυο, Λευκωσία 14.7.2021,https://pdf.kathimerini.com.cy/pdf_epitropos_ritoriki_misous.pdf?fbclid=IwAR3FfFf28iAQZ9Bq0lxMGycPPx3nMlT3aalx72oe8E_OT1qwcisa-g0AI0M
4 CASE OF HANDYSIDE v. THE UNITED KINGDOM, Application no. 5493/72, 7.12.1976.
5 CASE OF ERBAKAN v. TURKEY, App. No(s)59405/00, ημ. 6.7.2006.
7 Σ. Μάνος « Η συμβολή του ΣτΕ στη διαμόρφωση κατάλληλου θεσμικού πλαισίου», Ρητορική Μίσους και Διακρίσεις: Προκλήσεις για το Κράτος Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα 2017.
13 Ευρωπαϊκής Επιτροπής Directorate-General Justice, Justice Programme: Rights, Equality and Citizenship Programme and Pilot Projects, 2014, of DG Justice με τίτλο «Εγκλήματα Μίσους», European Judicial Training Project,(2014)
14 Τοποθέτηση Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με τη ρητορική που προάγει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία και τις ειδικότερες προεκτάσεις που έχει η ρητορική αυτή όταν αναπτύσσεται στο διαδίκτυο, Λευκωσία 14.7.2021, https://pdf.kathimerini.com.cy/pdf_epitropos_ritoriki_misous.pdf?fbclid=IwAR3FfFf28iAQZ9Bq0lxMGycPPx3nMlT3aalx72oe8E_OT1qwcisa-g0AI0M