Εργατικό ατύχημα είναι το συμβάν που οφείλεται σε βίαιο και αιφνίδιο γεγονός κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την παροχή της και προκαλεί ανικανότητα για εργασία, η οποία ενδέχεται να συνίσταται σε σωματική, πνευματική ή ψυχική διαταραχή.
Η υπ’ αριθμόν 1358/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τυγχάνει πρωτοποριακή, αναφορικά με την ερμηνεία της “άμεσης σύνδεσης” ενός ατυχήματος με την εργασία, καθώς επίσης και αναφορικά με το ειδικότερο περιεχόμενο της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη και του εργασιακού άγχους.
Η απόφαση αφορά σε διανομέα ηλικίας 52 ετών, ο οποίος εργαζόταν στην εργοδότρια εταιρία επί 25 έτη. Κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε του ατυχήματος, διακινούνταν ανεπίσημες πληροφορίες αναφορικά με τη μεταβίβαση της επιχείρησης σε άλλον επιχειρηματία, με συνέπεια ο παθών να αντιμετωπίζει μία κατάσταση άγνοιας αναφορικά με την τύχη της σύμβασης εργασίας του και, συγκεκριμένα, εάν θα συνέχιζε να εργάζεται μετά την αναδιοργάνωση της εταιρίας. Η άγνοια αυτή, που προήλθε από την έλλειψη σαφούς πληροφόρησης εκ μέρους του εργοδότη, ως όφειλε, οδήγησε τον εργαζόμενο σε ανασφάλεια και αβεβαιότητα, με αποτέλεσμα να τον απασχολεί και να συζητά διαρκώς για αυτό. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εργαζόμενος ήταν αντιμέτωπος με εξαιρετικές και έκτακτες συνθήκες, που οδήγησαν σε εξασθένηση του οργανισμού του, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί και να υπερβεί τα όρια της ψυχικής και σωματικής κατάρρευσης. Έτσι, ο παθών υπέστη έμφραγμα ενώ βρισκόταν στην οικία του και κατέληξε.
Το σημαντικότερο στοιχείο εν προκειμένω είναι η ερμηνεία της άμεσης σύνδεσης μεταξύ των συνθηκών εργασίας και της επέλευσης του ατυχήματος. Η νομολογία ήδη έκανε δεκτό ότι εργατικό ατύχημα δεν είναι μόνο το αιφνίδιο γεγονός, που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της εργασίας, αλλά και γεγονότα που οδήγησαν σε επιδείνωση μία ήδη υφιστάμενης βλάβης ή σε καταπόνηση του οργανισμού του εργαζομένου. Το πρωτοποριακό της σχολιαζόμενης απόφασης έγκειται στην αποσύνδεση του εργατικού ατυχήματος από το στοιχείο του τόπου που επέρχεται και του χρόνου που εκδηλώνεται, καθώς εν προκειμένω ο παθών υπέστη έμφραγμα εκτός του χώρου και του χρόνου εργασίας του. Εντούτοις, κρίθηκε -ορθώς- ότι οι συνθήκες αυτές συνετέλεσαν ουσιωδώς και αιτιωδώς στην επέλευση του εργατικού ατυχήματος, υπό την έννοια ότι το εργατικό ατύχημα δεν θα προκαλούταν, εάν δεν υπήρχαν αυτές οι συνθήκες.
Σημαντική είναι, βέβαια, και η αναφορά στην παράβαση της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη. Η εργοδότρια εταιρία δεν έλαβε τα προσήκοντα μέτρα προκειμένου να αποτρέψει την αγχωτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στον εργαζόμενο, δεδομένου ότι δεν παρείχε επαρκή πληροφόρηση σε σχέση με την τύχη της σχέσης εργασίας του, αφήνοντάς τον στην άγνοια. Περαιτέρω, το εργασιακό άγχος παύει να θεωρείται μία θεωρητική κατασκευή, αλλά προσεγγίζεται ως σημαντικός παράγοντας κατά την παροχή εργασίας, ειδικά στη σύγχρονη εποχή της εργασιακής ανασφάλειας.
Η σπουδαιότητα και το περιεχόμενο της απόφασης δεν θα πρέπει να παρερμηνευθεί και να διασταλεί υπερβολικά. Η σωστή ερμηνεία της άμεσης σύνδεσης των συνθηκών εργασίας με την επέλευση του συμβάντος θα πρέπει να συνιστά γνώμονα για το χαρακτηρισμό του συμβάντος ως εργατικού ατυχήματος, χωρίς να υπόκειται απαραίτητα στο τοπικό περιορισμό του χώρου εργασίας και στο χρονικό περιορισμό του ωραρίου εργασίας.