Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται έντονη διπλωματική κινητικότητα όσον αφορά στο Κυπριακό, ενόψει της σύγκλησης της άτυπους πενταμερής μεταξύ 25-27 Απριλίου 2021 στη Γενεύη. Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει ήδη – και πολύ ορθώς – την πρόσκληση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για συμμετοχή στην άτυπη πενταμερή, ενώ παράλληλα, σε επίπεδο Κυπριακής Κυβέρνησης αλλά και αξιωματούχων της πολιτειακής μας οντότητας διεξάγονται συνεχείς επαφές για σκοπούς προετοιμασίας της δικής μας πλευράς αλλά και πλήρους ενημέρωσης των εταίρων μας για τις δικές μας θέσεις. Οι επικείμενες επαφές του Προέδρου Αναστασιάδη με τον κ. Μπορέλ, Ύπατο Εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την κα. Λουτ, από πλευράς του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και την κα. Μέρκελ Καγκελάριο της Γερμανίας, έρχονται να προστεθούν σε επισκέψεις άλλων αξιωματούχων όπως του Βρετανού ΥΠΕΞ, στις συνομιλίες του Προέδρου Αναστασιάδη με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, τον Πρόεδρο της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, την πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και τις συνομιλίες του Προέδρου Αναστασιάδη στο Ισραήλ με τον Πρωθυπουργό της χώρας, Βενιαμίν Νετανιάχου, αλλά και τις επαφές του Προέδρου του Δημοκρατικού Συναγερμού με εμπλεκόμενους φορείς.
Η διάσκεψη στη Γενεύη αποτελεί πρωτίστως μια διερευνητικού τύπου επαφή των εμπλεκομένων με το Κυπριακό πλευρών, στην οποία ο Γενικός Γραμματέας θα κληθεί να διαπιστώσει το κατά πόσον υπάρχει κοινό έδαφος για την έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Είναι γεγονός ότι η Ελληνοκυπριακή και η Ελληνική πλευρά ξεκινούν από μια κοινή θέση που οριοθετείται, όπως μάλιστα αναφέρεται στην απαντητική προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ επιστολή του Προέδρου Αναστασιάδη, από τις συγκλήσεις που έχουν μέχρι σήμερα επιτευχθεί και στη βάση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της Γενικής Συνέλευσης αλλά και τις κατά καιρούς επαναβεβαιώσεις αυτών των συγκλήσεων και στο πλαίσιο Γκουτέρες που προτάθηκε στο Κρανς Μοντανά το 2017.
Σε αυτήν την εξίσωση θα πρέπει να συμπεριληφθεί εκ των πραγμάτων και η Ευρωπαϊκή Ένωση, πλήρες μέλος της οποίας αποτελεί η Κυπριακή Δημοκρατία στο σύνολό της από την 1η Μάιου 2004. Οι αντιδράσεις της τουρκικής / τουρκοκυπριακής πλευράς για συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην άτυπη πενταμερή κατατάσσουν εκ της ουσίας του ζητήματος την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα ρόλο στον οποίο καλείται να στηρίξει την δική μας πλευρά απέναντι στις τουρκικές προτάσεις, στη βάση του δικαιϊκού συστήματος που ορίζουν την λειτουργία της και των Συνθηκών που οριοθετούν την δράση της. Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία δημόσια διακηρύττουν διαφορετικές από τις συμφωνηθείσες προσεγγίσεις που κατά καιρούς έχουν επισημανθεί, γεγονός που θέτει την άτυπη πενταμερή εν αμφιβόλω ως προς το αποτέλεσμά της, εφόσον η πλευρά αυτή θα επιμείνει σε αυτά που δημόσια προβάλλει σε σχέση με την βάση λύσης του Κυπριακού προβλήματος.
Η βάση λύσης όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε αφορά σε αυτά που εμπεριέχονται στο πλαίσιο λύσης του Κυπριακού όπως αυτό έχει καταδειχθεί κατά καιρούς. Η εισαγωγή νέων προτάσεων από τουρκικής / τουρκοκυπριακής πλευράς, ειδικά όσον αφορά τα ζητήματα κυριαρχικής ισότητας παραπέμπουν σε αλλαγή της βάσης στα πλαίσια ενός συνομοσπονδιακού συστήματος, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με την ομοσπονδία, ως αυτή καθορίζεται από τον ΟΗΕ.
Το παρασκήνιο παραμένει έντονο, με τον ρόλο της Μεγάλης Βρετάνιας να είναι σημαντικός, προσπαθώντας να συγκεράσει τις διαφορετικές αντιλήψεις, πρωτίστως προερχόμενες από την τουρκική / τουρκοκυπριακή πλευρά, την ίδια στιγμή που η δική μας πλευρά παραμένει πιστή στο συμφωνηθέν και καθορισθέν πλαίσιο λύσης, προτείνοντας μάλιστα ουσιαστικές λύσεις για ενδεχόμενα αδιέξοδα που τυχόν να παρουσιαστούν στα πλαίσια της μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από ένα ενιαίο σε ομοσπονδιακό πολιτειακό σύστημα. Προς τούτη την κατεύθυνση, η πρόταση του Προέδρου Αναστασιάδη για αποκεντρωμένη εξουσία, δεν επιλειτουργεί αρνητικά προς την κατεύθυνση επίλυσης του Κυπριακού, αλλά καθιστά την διαδικασία πιο λειτουργική, στη βάση της διασφάλισης των τριών singles– μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια, μια διεθνής εκπροσώπηση, με την κατανομή εξουσιών να γίνεται στη βάση του στόχου λειτουργικότητας και βιωσιμότητας της λύσης του Κυπριακού προβλήματος.
Η επικείμενη πενταμερής θα πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της εξέλιξης της διαδικασίας σε βάθος χρόνου για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Το άτυπο της πενταμερούς δυνατόν να μεταβληθεί σε ουσιώδες ζήτημα, εάν δεν υπάρξει κοινό έδαφος στη βάση του οποίου θα μπορούσε σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά κατ’ ελπίδα χωρίς αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων, να ξεκινήσει η ουσιαστική συζήτηση των ανοικτών πτυχών του Κυπριακού. Αντιλαμβανόμαστε όλοι – και αυτό αποτελεί γεγονός – ότι το Κυπριακό δεν είναι «εύκολο» ζήτημα προς επίλυση, λόγω, inter alia, των ευρύτερων γεωπολιτικών θεμάτων που το αφορούν, είτε σε επίπεδο αξιοποίησης των φυσικών πόρων της Κύπρου, των νέων δεδομένων που δημιουργούνται με την πάροδο του χρόνου και την επεκτατική πολιτική της Άγκυρας.
Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, η πορεία προς την Γενεύη θα πρέπει να καθοριστεί σε ένα πλαίσιο σύμπνοιας και ενότητας, ειδικά στο εσωτερικό μέτωπο της δικής μας πλευράς, χωρίς τα οποιαδήποτε εσωτερικής κατανάλωσης κομματικά παρελκόμενα γενικά και ειδικά σε μια προεκλογική περίοδο ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Μάϊου 2021. Η προάσπιση του γεγονότος ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί το μοναδικό αναγνωρισμένο κράτος στο νησί αλλά και της ιδιότητας της ως πλήρους κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μια εποχή όπου οι οποιεσδήποτε συνθήκες εγγυήσεων αποτελούν στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο παρωχημένες, αναχρονιστικές και εν γένει αντινομικών θέσεων, θα πρέπει να αποτελούν την πεμπτουσία της δικής μας στάσης, που εδράζεται σε δυο βασικά γεγονότα: πρώτον, στην παρανομία που αφορά στην απαρχή του Κυπριακού προβλήματος (την τουρκική εισβολή) και δεύτερον, στην δική μας, διαχρονικά εξεφρασθείσα, διάθεση επίλυσης του προβλήματος στη βάση του διεθνούς δικαίου, όπως αυτό μεταφράζεται μέσω των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, των συγκλήσεων, των δηλώσεων που εκφράζουν αυτό που ονομάζουμε opinion juris και της πρακτικής που ακολουθούσαμε από την απαρχή της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων για την εξεύρεση μιας δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα.