Την ανάγκη να μελετηθεί το πώς είναι δυνατόν πρακτικά οι νέοι δικαστές να δικάζουν και αποφασίζουν εντός 60 ημερών δεκάδες χιλιάδες νέες υποθέσεις, αναφέρει σε υπόμνημα που απέστειλε σήμερα στην Επιτροπή Νομικών της Βουλής, ο Σύνδεσμος Προστασίας Δανειοληπτών Τραπεζών (ΣΥΠΡΟΔΑΤ), σχολιάζοντας το νομοσχέδιο με τίτλο «Ο περί δικαστηρίων (τροποποιητικός νόμος του 2019».
«Θα πρέπει να προβληματίσει και το τι θα γίνει αν ένα Δικαστήριο δεν εκδώσει την απόφαση του εντός εξήντα (60) ημερών», τονίζει στο υπόμνημα του ο ΣΥΠΡΟΔΑΤ, ο οποίος παράλληλα αναφέρει πως «έχοντας ως δεδομένο την υπερφόρτωση του προγράμματος των δικαστηρίων το πρώτο θέμα που θα πρέπει να μελετηθεί σοβαρά είναι το αν θα αντέξουν τα Δικαστήρια σ’ αυτή την επιπλέον φόρτωση».
Επιπλέον, ο ΣΥΠΡΟΔΑΤ υπογραμμίζει πως το Υπουργείο Δικαιοσύνης «θα έπρεπε να βρει τρόπους αποφόρτωσης του προγράμματος των Δικαστηρίων και όχι υπερφόρτωσης του».
Αναφέρει επίσης ότι το δεύτερο θέμα είναι ότι «αποτελεί σχήμα οξύμωρο να ισχυρίζεται τώρα η Κυβέρνηση ότι είναι προτεραιότητά της η αντιμετώπιση των προβλημάτων στον χρηματοπιστωτικό τομέα λόγω του μεγάλου αριθμού Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ)».
«Εύλογα διερωτόμαστε γιατί η Κυβέρνηση δεν αντιμετώπισε και μάλιστα με προτεραιότητα αυτά τα προβλήματα από τότε που είχαν προκύψει, δηλαδή από το 2013», προσθέτει.
Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με το νομοσχέδιο, στο υπόμνημα του προς την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, ο ΣΥΠΡΟΔΑΤ αν και αναφέρει ότι η κίνηση αυτή είναι καλοδεχούμενη, καταθέτει μια σειρά σκεπτικισμών όπως «ο ορισμός του ΄δανειολήπτη΄ που υιοθετήθηκε στο Νομοσχέδιο, ο οποίος συμπεριλαμβάνει μόνο τις κατηγορίες ΄ευάλωτων καταναλωτών΄ που ορίζονται στο περί Καθορισμού της Ενεργειακής Φτώχειας και Προστασίας των Ευάλωτων Καταναλωτών Διάταγμα του 2015 και αφήνει εκτός την πλειοψηφούσα μερίδα δανειοληπτών».
Επίσης, ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι τον προβληματίζει «η υπέρβαση της καθορισμένης από τον Περί Δικαστηρίων Νόμο (14/60) δικαιοδοσίας των Δικαστών που θα εκδικάζουν τις πιο πάνω υποθέσεις, ανεξαρτήτως κλίμακας», όπως επίσης το ότι «της ψήφισης του Νομοσχεδίου πρέπει να προηγηθεί η στελέχωση της νεοσυσταθείσης Σχολής Δικαστών και η διαμόρφωση σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενός αξιόπιστου, αποτελεσματικού και ταχέως προγράμματος κατάρτισης δικαστών που πιθανώς να μην είχαν στο παρελθόν τριβή με το θέμα».
Επιπλέον, τον ΣΥΠΡΟΔΑΤ προβληματίζει το δικαίωμα εκάστου διαδίκου να προβάλει τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικαστηρίου και να έχει χρόνον επαρκή διά την προπαρασκευή τούτων, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, όπως αναφέρει, «της δίκαιης δίκης, ο οποίος κινδυνεύει να διασαλευθεί με την υποχρέωση αποπεράτωσης της εκδίκασης εντός απαρέγκλιτης προθεσμίας 60 ημερών που προνοεί το Νομοσχέδιο».
«Η προθεσμία των 60 ημερών παραγνωρίζει και τοποθετεί σκόπελο στην δυνατότητα εκ μέρους των διαδίκων καταχώρησης ενδιάμεσων αιτήσεων και εκδίκασής των προς το συμφέρον της δικαιοσύνης», προσθέτει.
Ωστόσο, ο ΣΥΠΡΟΔΑΤ αναφέρει στο υπόμνημα του προς την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών ότι «στους κατά γενική ομολογία εξαπατηθέντες χιλιάδες κατόχους αξιογράφων, ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποσχέθηκε και δεσμεύτηκε από το 2013 να βρει τρόπους αποκατάστασης τους».
«Τελικά αφού δεν έγινε τίποτα ο Πρόεδρος τους συμβούλεψε να κινηθούν με αγωγές στα Δικαστήρια και να προσθέσουν σαν Εναγόμενη και την Κυπριακή Δημοκρατία, πράγμα που έκαναν», αναφέρει και προσθέτει πως «ήδη δικάστηκαν αρκετές υποθέσεις αξιογράφων σε διάφορα Δικαστήρια», τα οποία άλλα δικαίωσαν τους ενάγοντες και άλλα όχι.
Σημειώνει ότι συνεχίζεται η εκδίκαση πολλών τέτοιων υποθέσεων, ενώ εκκρεμούν για να εκδικαστούν και αρκετές εφέσεις.
Ωστόσο, ο ΣΥΠΡΟΔΑΤ αναφέρει ότι ενώ δεν υπάρχουν καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και παρά τις παραστάσεις και παρακλήσεις των εξαπατηθέντων να αποδεχθεί το κράτος να αποσυρθούν οι αγωγές εναντίον του χωρίς να επιβαρυνθούν με δικηγορικά έξοδα, «εντούτοις ο Γενικός Εισαγγελέας σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών επιμένουν να πληρώσουν οι κάτοχοι αξιογράφων δικηγορικά έξοδα στο κράτος».
«Αυτή η στάση για εμάς είναι εντελώς απαράδεκτη έχοντας υπόψη τις πιο πάνω υποσχέσεις και δεσμεύσεις τόσο του Προέδρου προσωπικά όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε επίπεδο Eurogroup», καταλήγει ο ΣΥΠΡΟΔΑΤ.
Πηγή : ΚΥΠΕ