Το Ανώτατο Δικαστήριο πρόσφατα εξέδωσε την Απόφαση για την 56η έδρα, ακυρώνοντας εκ νέου την ανακήρυξη του Γιώργου Παπαδόπουλου ως Βουλευτή του Κινήματος «Αλληλεγγύη». Η Απόφαση αυτή, πέραν από τα ζητήματα πολιτικής «ηθικής» που εγείρει και που έχουν αναδειχθεί είτε με αρθρογραφία είτε με πολιτικές συζητήσεις, αποτελεί και απόφαση που ενσωματώνει και μεταφέρει στη Κύπρο τη γνωστή συζήτηση για τον απαραβίαστο πυρήνα ενός συντάγματος ή τη θεωρία για τις αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος ή της ιεράρχησης των συνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος που απασχολεί διάφορες χώρες (για το θέμα βλ. την ανάλυση του Yianiv Roznai, Unconstitutional Constitutional Amendments-The Migration and Success of a Constitutional Idea, The AmericanJournal of Comparative Law, 2013, Vol. 61, No.3, 657-719).
Γενικότερα, κάθε φορά που ένα Ανώτατο Δικαστήριο «ανακαλύπτει» τα όρια της τροποποίησης του εκάστοτε Συντάγματος, είναι σύνηθες να προκαλείται μια ευρύτερη συζήτηση, συνήθως από ακαδημαϊκούς κύκλους. Στη Κύπρο αυτή η συζήτηση ξεκίνησε από άρθρο στην ιστοσελίδα Δικαιοσύνη από τον κ. Αιμιλιανίδη (ο οποίος θέτει αρκετά ζητήματα, τα οποία προκύπτουν κατά την άποψη μου από την έλλειψη αιτιολόγησης της Απόφασης που είναι και η μεγαλύτερη αδυναμία της). Η συζήτηση αυτή επεκτάθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με «έντονο» κυρίως τρόπο, χωρίς να έχω εντοπίσει κάποια επί της ουσίας συζήτηση.
Με το σημείωμα αυτό επιδιώκω να κάνω μια πολύ σύντομη, απλουστευμένη και σίγουρα όχι ακαδημαϊκή και σε βάθος προσέγγιση της σχετικής συζήτησης, εξετάζοντας σε κάποιο βαθμό τις ρίζες των ζητημάτων αυτών και επισημαίνοντας ότι δεν είναι ασύνηθες να ανακαλύπτονται όρια στις τροποποιήσεις του εκάστοτε Συντάγματος ή ακόμα και ιεράρχηση μεταξύ των κανόνων του ίδιου του Συντάγματος ή ακόμη και αντισυνταγματικές διατάξεις ενός Συντάγματος, υπογραμμίζοντας ότι τέτοιες Αποφάσεις δεν είναι «πραξικοπηματικές» ή «θεσμική εκτροπή» αλλά ευκαιρία για διάλογο, αρκεί να γίνονται με τρόπο συνταγματικά ανεκτό και να προστατεύουν από πραγματικές αυθαιρεσίες του εκάστοτε νομοθέτη, κατάλληλα θεμελιωμένες και αιτιολογημένες, ώστε να εξαλείφουν κάθε αμφιβολία απέναντι σε υπόνοιες Δικαστικής αυθαιρεσίας.
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται, κατά την άποψη μου, το εξής απόσπασμα από την Απόφαση «Το δικαίωμα του συνταγματικού νομοθέτη να τροποποιεί πρόνοια του Συντάγματος ως έκφραση της αντιπροσωπευτικής του λαού ιδιότητας της Βουλής, περιορίζεται από το δεδομένο ότι δεν μπορεί να επεμβαίνει σε θεμελιώδεις δομές του Συντάγματος. Η θεωρία περί αυτού του «Basic Structure Doctrine» έχει αναπτυχθεί από διάφορα Συνταγματικά Δικαστήρια». Όπως αναφέρει και το ίδιο Δικαστήριο στην Απόφαση του, επιγραμματικά και επικαλούμενο πολύ συνοπτικά τη συζήτηση που γίνεται διεθνώς, δεν πρωτοστατεί στην ανακάλυψη των ορίων της τροποποίησης του Συντάγματος αλλά αποτελεί υιοθέτηση μιας υφιστάμενης και θεμελιωμένης συνταγματικής προσέγγισης, οικεία σε Δικαστές Ανωτάτων Δικαστηρίων, οι οποίοι σε κράτη δικαίου αποτελούν τους τελικούς κριτές και θεματοφύλακες του κράτους δικαίου. Αυτό ίσως να αποστερεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και το όποιο επιχείρημα για την έλλειψη σε βάθος επεξήγησης των θέσεων του ή σε βάθος ανάλυσης της σχετικής συζήτησης που γίνεται για το θέμα αυτό.
Τέτοιες προσεγγίσεις έλκουν την καταγωγή τους από τη γερμανική σχολή συνταγματικής σκέψης και από απόψεις αντίστοιχες με αυτές που εξέφραζε ο Carl Schmitt, ο οποίος πρόβαλλε επιχειρήματα περί ενός «πυρήνα του Συντάγματος» που περιέχει απαραβίαστες αρχές που προστατεύουν το Σύνταγμα και αποτελούν αρχές που είναι βαθιά ριζωμένες στη συντακτική εξουσία του λαού. Ζητήματα τέτοια βρίσκονται στα χέρια του ίδιου του λαού και ο συνταγματικός νομοθέτης (δηλαδή η εκάστοτε Βουλή που τροποποιεί το Σύνταγμα) δεν είναι σε θέση να τροποποιήσει αυτές τις διατάξεις. Η λογική βρίσκεται στο ότι ο συντακτικός νομοθέτης (ο λαός) έχει απεριόριστη εξουσία, πρωτογενή και ο συνταγματικός (η Βουλή που αντιπροσωπεύει τον λαό) που τροποποιεί το εκάστοτε Σύνταγμα έχει μια «παράγωγη» εξουσία την οποία αντλεί από το λαό. Η θεωρία αυτή έχει βρει παραλλαγές με κάποια εκ των επιχειρημάτων να εστιάζουν στην ερμηνεία της έννοιας της «τροποποίησης», η οποία δεν πρέπει να φτάνει στο βαθμό της «εκθεμελίωσης». Καταχρήσεις της «παράγωγης» αυτής εξουσίας δεν είναι ανεκτές και πρέπει να λειτουργούν ως εμπόδιο στον εκάστοτε συνταγματικό νομοθέτη από το να καταλύει το Σύνταγμα, φτάνοντας μέχρι το σημείο να διορίζει βουλευτές κάνοντας ένα δημοκρατικό κράτος λιγότερο δημοκρατικό ή δίδοντας ερμηνεία και τροποποιώντας νομοθεσία και Σύνταγμα για να εξυπηρετεί τις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες, παρακάμπτοντας επανειλημμένη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου μιας χώρας.
Ο Roznai στο πιο πάνω άρθρο του, εντοπίζει τις ρίζες της σχετικής συζήτησης στο γερμανικό δίκαιο (και στογαλλικό δίκαιο) αναφέροντας ότι «the post–Nazi regime era was characterized by the rejection of pure positivism andthe endorsement of natural law ideas, supporting the notion that even the constitutional amendment power is limited bycertain supra–constitutional principles”. Φυσικά, η αοριστία των ορίων αυτών επιλύθηκε (;) στη Γερμανία με την εισαγωγή του άρθρου 79 (3) του Συντάγματος, το οποίος καθορίζει πλέον τα όρια της Συνταγματικής Τροποποίησης, θέτοντας ουσιαστικά τα όρια της στη μη παραβίαση της βασικής δομής του Γερμανικού κράτους. Για παράδειγμα η βασική αυτή δομή του γερμανικού κράτους αποτελείται από τη κατανομή της Γερμανίας σε κρατίδια, την συμβολή την κρατιδίων στη νομοθετική εξουσία ή την παράβαση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Θα πρέπει φυσικά να σημειωθεί ότι η Γερμανία εντάσσεται σε εκείνες τις συνταγματικές έννομες τάξεις που περιέχουν τις λεγόμενες «eternity clauses» οι οποίες παρέχουν μια συνταγματική ρητή πρόνοια, σημείο αναφοράς και μια πρώτη νομιμοποίηση εξέτασης της εκάστοτε τροποποίησης του Συντάγματος ή/και από τα εκάστοτε Συνταγματικά Δικαστήρια, παρέχοντας τους παράλληλα την ανάλογη εξουσία συνταγματικού ελέγχου και παρεμπόδισης της αυθαιρεσίας του νομοθέτη.
Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η όλη συζήτηση δεν είναι φυσικά προνόμιο κρατών, με συνταγματικές ρήτρες ή και μη (ιδιαίτερα στα τελευταία τα όρια ενυπάρχουν και δεν προσδιορίζονται από κάπου ή καλύτερα ανακαλύπτονται από Δικαστές Ανωτάτων Δικαστηρίων), τα οποία υιοθετούν αντίστοιχες προσεγγίσεις (η ανάλυση που γίνεται στο πιο πάνω άρθρο, το οποίο είναι και ελεύθερα προσβάσιμο στο διαδίκτυο δίνει μια πολύ αναλυτική προσέγγιση των διάφορων παραδειγμάτων) αλλά εντοπίζεται ακόμα και στη νομολογία Δικαστηρίων που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο είναι «υπεράνω πάσης υποψίας».
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το Δικαστήριο της Ε.Ε. (ΔΕΕ), το οποίο πρόσφατα, με αφορμή την έκδοση της απόφασης Kadi (και η οποία φτάνει τη Γνωμοδότηση 2/13 για την είσοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ – η οποία υπενθυμίζεται απορρίφθηκε- και εκτείνεται μέχρι πρόσφατα) προβάλλοντας επιχειρήματα περί «ανακάλυψης» ενός απαραβίαστου πυρήνα κανόνων του Ενωσιακού Δικαίου τα οποία δεν μπορούν να αλλοιωθούν ή ακόμα και μιας ιεράρχησης των κανόνων του πρωτογενούς δικαίου. Γνωρίζω ότι είναι κατά κάποιο τρόπο ανόμοια ζητήματα, όμως αναδεικνύουν την τάση Δικαστηρίων, ως τελικοί κριτές και θεματοφύλακες του κράτους δικαίου, να καταλήγουν σε Αποφάσεις που δεν στηρίζονται σε κάποιο άρθρο του Συντάγματος τους αλλά σ’ ένα «πυρήνα» ή μια άγραφη σειρά κανόνων που «ανακαλύπτονται» και αιτιολογούν ή στηρίζουν την τελική τους Απόφαση.
Υπενθυμίζω, ότι η εν λόγω απόφαση Kadi αφορούσε τη νομιμότητα πράξης του ενωσιακού δικαίου που ενσωμάτωνε στην ενωσιακή έννομη τάξη Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για την επιβολή κυρώσεων σε ιδιώτες και εταιρείες που υπήρχαν στοιχεία ότι διασυνδέονταν με τρομοκρατικές οργανώσεις. Κατά την έκδοση της Απόφασης του το Δικαστήριο, ανέδειξε και ιεράρχησε «ένα άρθρο που πολλοί δεν ήξεραν» και συγκεκριμένα του τότε άρθρου 307 ΕΚ, το οποίο προσπαθούσε κατ’ ουσία να συμβιβάσει τις υποχρεώσεις που αναλάμβαναν τα κράτη μέλη δυνάμει διεθνών συνθηκών πριν την είσοδο τους στη Ε.Ε. και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην Ε.Ε.
Συγκεκριμένα το εν λόγω άρθρο θα εξυπηρετούσε το σεβασμό εκ μέρους της Ε.Ε. απέναντι στις διεθνείς υποχρεώσεις που ανέλαβαν τα κράτη μέλη της, πριν την είσοδο τους στην Ε.Ε. με τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην Ε.Ε. παρέχοντας τους την κατάλληλη νομική βάση. Μάλιστα το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια τέτοια ερμηνεία, χωρίς να διαβάσει πίσω από τις λέξεις, εφαρμόζοντας το άρθρο 307 ΕΚ αποφεύγοντας να ακυρώσει τη πράξη που ενσωμάτωνε την Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας με τη λογική ότι θα έπρεπε η Ε.Ε. να σεβαστεί την ανάγκη συμμόρφωσης των κρατών μελών με την Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το ΔΕΕ, διαφωνώντας με το Πρωτόδικο και ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση σημείωσε ότι «Πράγματι, το άρθρο 307 ΕΚ σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί́ να δικαιολογήσει παρέκκλισή από́ τις αρχές που συνιστούν τα θεμέλια της κοινοτικής εννόμου τάξεως, μεταξύ́ των οποίων η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία περιλαμβάνει και τον έλεγχο εκ μέρους του κοινοτικού́ δικαστή́ της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων ως προς τη συμφωνία τους με τα θεμελιώδη αυτά́ δικαιώματα.». Η ορολογία αυτή ήταν απαρχή της ακαδημαϊκής συζήτησης για την «ανακάλυψη απαραβίαστου πυρήνα» ή ακόμα και για μια ιεράρχηση των κανόνων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου.
Όλα αυτά, καίτοι εντασσόμενα στα πλαίσια ενός ευρύτερου διαλόγου, τόσο η συζήτηση για τον απαραβίαστο πυρήνα, την ιεράρχηση των συνταγματικών κανόνων και των αντισυνταγματικών συνταγματικών διατάξεων, επίκεντρο τους αποτελεί κατά την άποψη μου το ζήτημα των ορίων των εξουσιών ενός Δικαστηρίου, εκεί και όπου θα πρέπει να εστιάζει η συζήτηση. Στη βάση αυτή η Απόφαση ανοίγει πιστεύω ένα ενδιαφέρον διάλογο με την Νομολογία άλλων Συνταγματικών Δικαστηρίων, δίδοντας την ευκαιρία στην Κυπριακή Έννομη Τάξη και στο Κύπριο Δικαστή να συμβάλει στο ζωντανό Συνταγματικό Διάλογο μεταξύ των Δικαστηρίων που υιοθετούν αυτή την προσέγγιση και γιατί όχι να αποτελέσει και ενεργό μέλος της λεγόμενης θεωρίας της «Ένωσης Συνταγματικών Δικαστηρίων» ή όπως είναι γνωστή Verfassungsgerichtsverbund.
Το ζήτημα χρειάζεται ωστόσο προσοχή, αφού είτε ονομάζεται «απαραβίαστος πυρήνας» είτε ιεράρχηση κανόνων του συνταγματικού δικαίου είτε αντισυνταγματικές συνταγματικές διατάξεις, ιδιαίτερα εκεί και όπου δεν υπάρχει γραπτή «eternity clause» ως σημείο έναρξης, αναφοράς και νομιμοποίησης του Συνταγματικού ελέγχου των ορίων αυτών, ο εν λόγω έλεγχος δεν γνωρίζει άκρα όρια και δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη σαφήνεια με τον κίνδυνο να διολισθήσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην Δικαστική Αυθαιρεσία.
Έτσι αναδεικνύεται ταυτόχρονα και η ανάγκη για δημιουργία εξειδικευμένου συνταγματικού δικαστηρίου που θα αποτελείται από Δικαστές, καταρτισμένους σε ζητήματα συνταγματικού δικαίου. Πράγματι, η Απόφαση εκτός από μια «συνταγματική στιγμή» του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι ταυτόχρονα και μια χαμένη ευκαιρία ανάπτυξης ενός νομικού σημείου με έντονο παρασκήνιο και συζήτηση, χωρίς όρια και η γενικότητα της δεν συμβάλλει στην ασφάλεια δικαίου ή όπως τίθεται από τον ΥAP, P. (2015). The conundrum of unconstitutional constitutional amendments. Global Constitutionalism, 4(1), 114-136, «implied basic structure doctrine has tended to expand through time as courts find more parts of the constitution to be basic, and it would seem that this doctrine is also used (or abused) by the judiciary for turf-protection purposes».
Η προσπάθεια αποτροπής της αυθαιρεσίας του Νομοθέτη μπορεί να οδηγήσει εύκολα σε Δικαστική Αυθαιρεσία και θα πρέπει τέτοια βήματα να γίνονται πολύ προσεκτικά με κατάλληλα τεκμηριωμένες αποφάσεις, που στέλνουν το μήνυμα της διαφύλαξης της Συνταγματικής τάξης, του κράτους δικαίου και όχι του δικαστικού ακτιβισμού, της παραβίασης της διάκρισης των εξουσιών και της ανάδειξης της δικαστικής αυθαιρεσίας. Καταληκτικά σημειώνω ότι με τον πυρήνα της Απόφασης συμφωνώ, διαφωνώ όμως με την ελλιπή αιτιολόγηση της όσο αφορά το σημείο που αφορά τις λεγόμενες αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος.