Όπως ήταν αναμενόμενο δεν υπήρξαν τελικά κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας στην πρόσφατη Σύνοδο των ηγετών των χωρών της ΕΕ. Από την άλλη στο κοινό ανακοινωθέν ενθαρρύνονται όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να επιλύσουν τις διαφορές τους στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω συνομιλιών. Παράλληλα εκφράζεται η θέση ότι θα πρέπει να επιλυθεί το Κυπριακό καθώς μια τέτοια εξέλιξη «θα συμβάλει στην επίλυση πολλαπλών ζητημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο και θα ανοίξει ο δρόμος για εδραίωση της ασφάλειας και της συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή».
Αλλά προτού αλέκτωρ λαλήσει η Τουρκία προχωρεί αλαζονικά περιφρονώντας τους πάντες στη δημιουργία νέων τετελεσμένων υποσκάπτοντας τις προοπτικές του διαλόγου για το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η αναποτελεσματική αντίδραση της ΕΕ και της διεθνούς κοινότητας επιτρέπει στον Ερντογάν να συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Ανεξάρτητα από τις τουρκικές μεθοδεύσεις στην περιοχή των Βαρωσίων, είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε κατά πόσον είναι εφικτή η επίλυση του Κυπριακού στο άμεσο μέλλον με τρόπο που να τερματίζεται η τουρκική κατοχή και να δημιουργούνται προϋποθέσεις για ένα βιώσιμο και λειτουργικό κράτος. Εξετάζοντας έστω και συνοπτικά μόνο μια πτυχή του Κυπριακού, αυτή σε σχέση με το διεθνές καθεστώς του κράτους, αναδεικνύεται το τεράστιο χάσμα που υπάρχει. Η Τουρκία καθώς και η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων θεωρούν την Κυπριακή Δημοκρατία ως εκλιπούσα. Η τουρκική θέση θεωρεί ότι στην Κύπρο υπάρχει στον Βορρά η «ΤΔΒΚ» ως νόμιμο κράτος και η Ελληνοκυπριακή Διοίκηση στον Νότο. Πέραν τούτου η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή ηγεσία επικαλούνται την Κυπριακή Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1960 κατά το δοκούν για τις οποιεσδήποτε διεκδικήσεις και δικαιώματα αγνοώντας τις υποχρεώσεις τους. Για την τουρκική πλευρά ο νέος συνεταιρισμός θα προκύψει από δύο συνιστώντα/συνιδρυτικά κράτη. Ως αποτέλεσμα το νέο κράτος θα αντικαταστήσει άπαξ και δια παντός την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά υποστηρίζει ότι η οποιαδήποτε λύση θα διασφαλίζει τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και ενώ η τουρκική πλευρά προωθεί τις μαξιμαλιστικές της θέσεις που ισοδυναμούν με όρους παράδοσης, η ελληνοκυπριακή πλευρά αποφεύγει επιμελώς να θέσει τα ζητήματα επί τον τύπον των ήλων. Η σωστή τοποθέτηση θα ήταν ότι κοινή αφετηρία θα ήταν το Σύνταγμα του 1960. Άλλωστε η Τουρκία όταν εισέβαλε στην Κύπρο το 1974 χρησιμοποίησε ως πρόσχημα την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης.
Ο ΟΗΕ διά των αντιπροσώπων του προσπάθησε διαχρονικά δια μέσου της εποικοδομητικής ασάφειας να υπερβεί τα οποιαδήποτε εμπόδια. Στόχος ήταν και παραμένει μια συμφωνία όπου οι Ελληνοκύπριοι θα θεωρούν ότι εξασφαλίζεται η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας – καθώς δεν θα υπάρχει ξανά αίτηση για ένταξη στον ΟΗΕ και στην ΕΕ – και οι Τουρκοκύπριοι (και οι έποικοι) ότι υπάρχει μια νέα πραγματικότητα – ένα τρικέφαλο κράτος με νέα σημαία όπου καμία σημαντική απόφαση δεν θα λαμβάνεται χωρίς τη δική τους έγκριση.
Η πραγματικότητα είναι ότι σε όλες τις πτυχές οι ελληνοκυπριακές θέσεις μετατοπίσθηκαν αργά αλλά σταθερά προς τις αντίστοιχες τουρκικές θέσεις. Ενδεικτικό του σημείου αυτού είναι η αποδοχή της πρόνοιας για δύο ισότιμα συνιστώντα κράτη (πρόνοια που είχε συμπεριληφθεί στο Σχέδιο Ανάν το οποίο απορρίφθηκε στο δημοψήφισμα το 2004) στις συμφωνίες Χριστόφια-Ταλάτ στις 23 Μαΐου 2008 και Αναστασιάδη-Έρογλου στις 11 Φεβρουαρίου 2014. Και ενώ κανένα σοβαρό κράτος δεν διαπραγματεύεται την ύπαρξή του, οι θέσεις αυτές έχουν εμπεδωθεί σε ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών δυνάμεων στην ελεύθερη Κύπρο.
Χωρίς να έχουμε εισέλθει στις άλλες σημαντικές πτυχές του Κυπριακού – διακυβέρνηση, ασφάλεια, εδαφικό, προσφυγικό, περιουσιακό, οικονομία, έποικοι – διαβλέπουμε ότι ήδη υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα για το διεθνές καθεστώς του κράτους. Με βάση το Σύνταγμα του 1960 εγκαθιδρύθηκε ένα δικοινοτικό κράτος το οποίο κατέρρευσε το 1963. Έκτοτε η Κυπριακή Δημοκρατία λειτουργεί με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης, το οποίο νομιμοποιήθηκε διεθνώς με το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 4 Μαρτίου 1964. Είναι αυτό το Ψήφισμα που η Τουρκία προσπαθεί να αποδομήσει με σκοπό την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας προτάσσοντας ταυτόχρονα την αναγκαιότητα για μια νέα τάξη πραγμάτων στην Κύπρο.
Εν κατακλείδι οποιαδήποτε λύση η οποία καταργεί το νόμιμο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα οδηγήσει τους Ελληνοκύπριους σε οδυνηρές περιπέτειες. Άλλο είναι ένα ομοσπονδιακό πολίτευμα στο οποίο η τουρκοκυπριακή περιφέρεια θα έχει τον ύψιστο βαθμό αυτονομίας και άλλο η αντικατάσταση του νόμιμου κράτους από δύο συνιστώντα/συνιδρυτικά κράτη από τα οποία να πηγάζουν οι οποιεσδήποτε εξουσίες και αρμοδιότητες. Και ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολη η επίλυση του Κυπριακού στο άμεσο μέλλον, το ζητούμενο πρέπει να είναι μια νέα προσέγγιση η οποία ενώ θα υπογραμμίζει την προσήλωσή μας σε μια έντιμη ειρηνική διευθέτηση, ταυτόχρονα θα αναβαθμίζει τους συντελεστές ισχύος και θα προωθεί εντός και εκτός Κύπρου το αφήγημα για την κύρια πηγή του προβλήματος, τον τουρκικό επεκτατισμό.