Σε απόφασή του ημερ. 24.10.2019 το Ανώτατο Δικαστήριο, εξέτασε έφεση για αξίωση αποζημιώσεων για αμέλεια σε βάρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλιομετόχου (Κ.Σ.Π./Εφεσίβλητοι). Ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων, διαχειριστών της περιουσίας αποβιώσαντος, ήταν ότι το Κ.Σ.Π. δεν είχε λάβει τα δέοντα μέτρα για την ασφαλή διακίνηση του αποβιώσαντος και συγκεκριμένα για την ασφαλή χρήση του δρόμου στο Παλιομέτοχο, ώστε ο αποβιώσας να βρεθεί ξαφνικά ενώπιον ενός μη αναμενόμενου κινδύνου και να απωλέσει τη ζωή του.
Οι Εφεσείοντες είχαν βασίσει την αξίωσή τους και επί του νομικού δόγματος res ipsa loquitur, πλην όμως κρίθηκε ότι η προσκόμιση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων για την απόδειξη της αμέλειας των Εφεσιβλήτων καθιστούσε ανεπίτρεπτη νομικά την εφαρμογή της προαναφερόμενης αρχής.
Ήταν παραδεκτό ότι ο δρόμος υπαγόταν εντός της αρμοδιότητας του Κ.Σ.Π. και ότι ο θάνατος του αποβιώσαντος οφειλόταν σε τραυματισμό συνεπεία του επίδικου τροχαίου δυστυχήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί σε εύρημα ότι η στροφή του δρόμου είχε κλίση περί τις 20 μοίρες, δεχόμενο μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Το Εφετείο έκρινε ότι η αντίθετη προσέγγιση των μαρτύρων των Εφεσειόντων δεν υποστηριζόταν ούτε από το σχέδιο επί κλίμακας, ούτε από τις φωτογραφίες που κατατέθηκαν ως τεκμήρια και κατέληξε:
«Με δεδομένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την κλίση της εν λόγω στροφής, προκύπτει αβίαστα ότι η συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων επί του επίδικου δρόμου δεν συνιστούσε εγγενή κίνδυνο και βεβαίως ούτε και εύλογα προβλεπτή επικινδυνότητα, ούτως ώστε να ενεργοποιείτο και ανάλογη υποχρέωση επιμέλειας των Εφεσιβλήτων, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση εύλογα προβλέψιμης ζημιάς για πρόσωπα τα οποία χρησιμοποιούν, υπό κανονικές συνθήκες, τον δρόμο. Εν τέλει, ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαμόρφωση του συγκεκριμένου δρόμου δεν συνιστούσε εύλογα προβλεπτό κίνδυνο για τους τότε νόμιμους χρήστες του, και για τους οποίους οι Εφεσίβλητοι είχαν καθήκον να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα προστασίας τους».