Με αφορμή την εξαιρετική προσέγγιση της συναδέλφου Μαρίας Κυπριανού αναφορικά με την απορρύθμιση της πορνείας στην Κύπρο και ειδικότερα την επιχειρούμενη υιοθέτηση από τον Εθνικό Νομοθέτη του επονομαζόμενου και ως «Σουηδικού Μοντέλου» για την καταπολέμηση της εμπορίας προσώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση, δια της ποινικοποίησης της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών δέον να σημειωθούν τα εξής:
Διανύοντας αισίως τη 2η δεκαετία του 21ου αιώνα, ο ποινικός κολασμός του αγοραίου έρωτα φαντάζει αναμφίβολα μέτρο αναχρονιστικό και ενδεχομένως εκ των πραγμάτων ανεδαφικό. Στη περίπτωση δε της ελεύθερης επιλογής ενηλίκων συγκρούεται ευθέως με τη θεμελιώδη αρχή της ατομικής και σεξουαλικής ελευθερίας. Η πολιτική πρωτοβουλία περί «ποινικοποίησης» της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών υπό το πρίσμα της νομικής επιστήμης, πραγματεύεται το «κλασσικό» ζήτημα της συμπίεσης ή συρρίκνωσης των ατομικών ελευθεριών στη μέγγενη διασφάλισης της δημόσιας τάξης όπως ειδικότερα εκφράζεται δια της πάταξης της πορνείας. Το ότι η πορνεία σχετίζεται με διάφορα εγκλήματα αποτελεί κοινό τόπο. Ιστορικά βέβαια, τα όποια κατασταλτικά μέτρα λαμβάνονταν κατά των εργαζομένων στο χώρο αυτό και όχι κατά των πελατών τους (βλ. σχ. Prostitution and Sex Work, 16 Georgetown J. of Gender and the Law, eds. Augustson and George (2015), pp. 229-233). Η εξέλιξη του δικαίου ωστόσο και ιδίως η ουσιαστική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γυναικών έχει επιφέρει μία δραστική μεταβολή του χαρακτήρα των αποτρεπτικών μέτρων δια του κολασμού και των πελατών και ειδικότερα μέσω της ποινικοποίησης της αγοράς, της προσφοράς προς πληρωμή καθώς και της (υποσχετικής) συμφωνίας αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών (π.χ. αρκετές Πολιτείες των Η.Π.Α. έχουν υιοθετήσει διατάξεις ποινικού κολασμού των πελατών υπηρεσιών πορνείας). Στον Ευρωπαϊκό χώρο το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί – όπως ήδη αναφέρθηκε – η Σουηδία με την περίφημη διάταξη Brottsbalk 6.11.
Εν πρώτοις λοιπόν, η επιχειρούμενη τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του ημεδαπού Ποινικού Κώδικα δεν αποτελούν «δικαιικό παράδοξο» ούτε νομοθετική πρωτοτυπία αλλά εντάσσονται σε μία ήδη εκπεφρασμένη “κουλτούρα διαφοροποίησης” του κατασταλτικού προσανατολισμού με πρόδηλο σκοπό τόσο την εξάλειψη της μαστροπείας και του εμπορίου λευκής σαρκός όσο φυσικά και καθαυτής της πορνείας.
Όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αμέσως μετά το άρθρο 165 του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (Κεφ. 154), δημιουργείται νέο άρθρο (165Α) με τίτλο: «Συνουσία έναντι πληρωμής», στο οποίο ορίζεται: (1) «Πρόσωπο το οποίο έρχεται σε συνουσία με άλλο πρόσωπο έναντι πληρωμής είναι ένοχος πλημμελήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000,00€) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα 1 έτος ή και στις δύο αυτές ποινές» (2) «Πρόσωπο το οποίο αποπειράται να έλθει σε συνουσία με άλλο πρόσωπο έναντι πληρωμής είναι ένοχος πλημμελήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (1.000,00€)». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ειδικότερα για τη 2η παράγραφο, η διατύπωση του κανόνα δικαίου κρίνεται το λιγότερο προβληματική. Από τη γραμματική ερμηνεία ουδόλως συγκεκριμενοποιείται το υλικό στοιχείο της διωκόμενης πράξης. Η διάταξη ορίζει ότι για την τέλεση του αδικήματος απαιτείται όχι επαφή αλλά απόπειρα σεξουαλικής επαφής επ’ αμοιβή. Όμως, πώς οριοθετείται επί του προκειμένου η απόπειρα; Πού τοποθετείται ο «δείκτης διαχυτικότητας» που καθορίζει την επιβολή ή μη του ποινικού κολασμού;
Σε κάθε περίπτωση η εφαρμογή σε ισχύ της ανωτέρω διάταξης μετουσιώνει μία σαφέστατη πολιτική επιλογή. Ο νομοθέτης επιχειρεί να περάσει από την εποχή της “ανεκτικότητας”, δηλ. της άσκησης πορνείας χωρίς τον φόβο ποινικών κυρώσεων, στην υιοθέτηση δραστικότερων μέτρων – με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον αυστηρό ποινικό κολασμό των πελατών υπηρεσιών αγοραίου έρωτα δια της επιβολής υψηλών χρηματικών ποινών καθώς και ποινής φυλάκισης με σκοπό την εξαφάνισή της δια του εξοβελισμού της στις πράξεις που στοιχειοθετούν ποινικό αδίκημα ιδιαίτερης μάλιστα απαξίας.
Ωστόσο, η επιχειρούμενη αναθεώρηση του κανονιστικού πλαισίου δια της εισαγωγής του άρθρου 165Α επιχειρεί μία αμφιλεγόμενη ομογενοποίηση της επιβαλλόμενης πορνείας (που αναντίλεκτα απαιτείται να παταχθεί) με την εκούσια που αποτελεί εκδήλωση σεξουαλικής ελευθερίας και προϊόν της ατομικής βούλησης ευρύτερα. Η εξομοίωση των ανωτέρω διαφορετικών περιπτώσεων δια της ενδεχόμενης προσθήκης του άρθρου 165Α του Π.Κ. δημιουργεί ζήτημα συμβατότητας με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. το οποίο έχει κρίνει ότι η πορνεία αντίκειται στην Ε.Σ.Δ.Α. μόνον όταν είναι αναγκαστική, ήτοι επιβάλλεται στο φυσικό πρόσωπο (περίπτωση εμπορίας ανθρώπων, βλ. σχ. VT c. France). Πιο συγκεκριμένα, ασύμβατη με το άρθρο 4 της Σύμβασης είναι η επιβαλλόμενη πορνεία και τα Κράτη καλούνται να υιοθετήσουν ένα αποτελεσματικό και συνεκτικό ελεγκτικό μηχανισμό για την ουσιαστική αντιμετώπισή της (S. M. c. Croatie). Εξ αντιδιαστολής τεκμαίρεται ότι εφόσον η πορνεία αποτελεί προϊόν συνειδητής επιλογής, δεν θα πρέπει να ποινικοποιείται ούτε η προσφορά ούτε η αναζήτηση υπηρεσιών σεξουαλικής επαφής ως ενέργειες που ενσαρκώνουν την ατομική και σεξουαλική ελευθερία και υπάγονται στο προστατευτικό πλαίσιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Ε.Σ.Δ.Α.
Επί του πρακτέου φυσικά είναι εξαιρετικά δυσχερές να εξαχθεί με ασφάλεια και πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας εάν ασκείται εκουσίως είτε υπό την απειλή βίας. Αυτό που σε κάθε περίπτωση απαιτείται είναι η διεξαγωγή αναλυτική, τεκμηριωμένη και συνεκτική έρευνα (L.E. c. Greece ). Κατά συνέπεια λοιπόν είναι το ίδιο το Ε.Δ.Δ.Α. που υπερθεματίζει υπέρ της κανονιστικής διάκρισης των δύο (2) διαφορετικών περιπτώσεων ως sine qua non προϋπόθεσης συμβατότητας με τις επιταγές της Σύμβασης.
Καταληκτικά λοιπόν ο Εθνικός νομοθέτης οφείλει, στα πλαίσια της πολιτικής πάταξης του εγκλήματος και ειδικότερα της ανθρώπινης εκμετάλλευσης να λάβει υπόψη του τις ειδικότερες πτυχές του εν λόγω ζητήματος και ενδεχόμενου δυσανάλογου περιορισμού ατομικών ελευθεριών όπως ερμηνεύονται μέσα από την επίκαιρη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α.