Εκδόθηκε σήμερα η γνώμη της Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΕ Juliane Kokott επί προδικαστικής παραπομπής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Λετονίας. Η υπόθεση προέκυψε από εξαγορά εκ μέρους κυπριακής ιθύνουσας εταιρείας μεριδίων συμμετοχής σε χρηματιστηριακή ανώνυμη εταιρεία στη Λετονία, η οποία ενεργοποίησε την υποχρέωση υποβολής υποχρεωτικής προσφοράς στους λοιπούς μετόχους της υπό εξαγορά εταιρίας για την εξαγορά των συμμετοχών τους. Η εκ μέρους επενδυτή απόκτηση μετοχών εταιρίας, εφόσον του παρέχει τη δυνατότητα στο εξής να ελέγχει τις δραστηριότητες της εταιρίας αυτής, παράγει αποτελέσματα όχι μόνο για τη διοίκηση αλλά και για τους μετόχους της εταιρίας. Τούτο διότι οι τελευταίοι είχαν λάβει την απόφαση να επενδύσουν υπό διαφορετικές συνθήκες και επομένως ενδέχεται, ανάλογα με τις περιστάσεις, να μην επιθυμούν πλέον να συμμετέχουν στην εταιρία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ευρωπαϊκή οδηγία για τις εξαγορές επιβάλλει σε επενδυτή που αποκτά τον έλεγχο εταιρίας, τον λεγόμενο «προσφέροντα», να υποβάλει προσφορά στους εναπομείναντες μετόχους μειοψηφίας για την εξαγορά των συμμετοχών τους σε δίκαιη τιμή. Συναφώς, η οδηγία θεωρεί δίκαιη την ανώτερη τιμή που κατέβαλε ο προσφέρων εντός συγκεκριμένης περιόδου πριν από την εξαγορά της ίδιας της εταιρίας, προκειμένου να αποκτήσει τους τίτλους αυτής.
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αφενός, το ζήτημα αν και υπό ποιες προϋποθέσεις τα κράτη μέλη μπορούν να υποχρεώσουν τον προσφέροντα να καταβάλει στους υπόλοιπους εταίρους διαφορετική τιμή από την ανώτερη τιμή αγοράς που κατέβαλε και αφετέρου, αν ο προσφέρων έχει δικαιώματα έναντι κράτους μέλους το οποίο τον υποχρέωσε να καταβάλει υψηλότερη τιμή και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια είναι τα δικαιώματα αυτά.
Η πρόταση της Γενικού Εισαγγελέα ήταν όπως το ΔΕΕ απαντήσει ως ακολούθως:
1. Το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά γενικό κανόνα, να προβλέπουν την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού τιμή ως ελάχιστη τιμή των υποχρεωτικών προσφορών. Τούτο δεν απαιτείται σε περιπτώσεις όπως αυτές περί των οποίων γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, στις οποίες η υψηλότερη τιμή που κατέβαλε ο προσφέρων κατά τη διάρκεια διαστήματος καθοριζόμενου από το οικείο κράτος μέλος πριν από την υποβολή της προσφοράς δεν θεωρείται δίκαιη, πράγμα το οποίο απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει. Επομένως, το άρθρο 5, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής δεν εμποδίζει εθνική ρύθμιση η οποία, σε μια τέτοια περίπτωση, λαμβάνει υπόψη τιμή διαφορετική από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή, εφόσον οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θεωρείται ότι η τιμή αυτή δεν είναι δίκαιη και τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται η εναλλακτική αξία είναι αρκούντως σαφή, ακριβή και προβλέψιμα σύμφωνα με τις ερμηνευτικές μεθόδους που αναγνωρίζονται από το εθνικό δίκαιο.
α) Η «έλλειψη ρευστότητας» των τίτλων συμμετοχών της υπό εξαγορά εταιρίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αρκούντως σαφής, ακριβής και προβλέψιμη προϋπόθεση για τη συνδρομή ειδικών περιστάσεων η οποία να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/25 αν εκ του νόμου δεν καθορίζονται σαφώς συγκεκριμένες ποσότητες ή συχνότητες εμπορίας, κάτω από τις οποίες ο τίτλος θεωρείται μη ρευστοποιήσιμος.
β) Ως κριτήριο για τον νομοθετικό καθορισμό δίκαιης τιμής διαφορετικής από την προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/25 μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κάθε αντικειμενικό κριτήριο αξιολόγησης που χρησιμοποιείται εν γένει σε χρηματοοικονομικές αναλύσεις για τον καθορισμό της πραγματικής οικονομικής αξίας μεριδίου συμμετοχής σε υπό εξαγορά εταιρία. Στον εθνικό δικαστή απόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον η τιμή που καθορίστηκε κατ’ εφαρμογή της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως αντιπροσωπεύει την αξία αυτή.
γ) Εντούτοις, ένα κριτήριο αξιολόγησης δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκούντως σαφές, ακριβές και προβλέψιμο αν για την εφαρμογή του απαιτείται ο τελολογικός περιορισμός μιας διατάξεως ή η εφαρμογή του αποκλείεται επειδή αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.
2. Το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/25 έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή σκοπεί στην προστασία του προσφέροντος στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφοράς, προκειμένου να μην υποχρεωθεί να καταβάλει τιμή υψηλότερη της δίκαιης τοιαύτης στο πλαίσιο υποχρεωτικής προσφοράς.
3. Το δίκαιο της Ένωσης αντίκειται στην εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως η οποία, σε περίπτωση σαφώς αποτιμητής χρηματικής ζημίας που προκλήθηκε από το οικείο κράτος μέλος άμεσα σε ιδιώτη λόγω κατάφωρης παραβάσεως διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που τον προστατεύει, συνεπάγεται, από ένα ορισμένο ποσό ζημίας και πάνω, κατ’ αποκοπή μείωση της τάξεως του 50 %.
Διαβάστε την απόφαση ΕΔΩ