Τα γεγονότα των τελευταίων δέκα χρόνων, αρχής γενομένης από την αραβική άνοιξη και, εν συνεχεία, την άνοδο του ISIS, την Συριακή κρίση, τις περιφερειακές ανακατατάξεις και τα ενεργειακά ζητήματα στην Αν. Μεσόγειο και, εσχάτως, την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, έχουν προκαλέσει μια μεγάλη έξαρση δημοσίου διαλόγου και αναλύσεων επί αυτών των θεμάτων. Πολλοί αναλυτές επικαλούνται γνώση σε θέματα ασφάλειας, άλλοι σε θέματα διεθνούς δικαίου, άλλοι σε «γεωπολιτικά θέματα» (ένας όρος που χρησιμοποιείται καταχρηστικά και, εν πολλοίς, αυθαίρετα) κλπ. Η πραγματικότητα είναι ότι μπορεί κάποιος αναλυτής να επικαλεστεί ειδίκευση μόνον εάν διαθέτει κάποια συγκεκριμένα εφόδια τα οποία προκύπτουν μέσα από τις σπουδές του και μέσα από την ερευνητική του δραστηριότητα. Και, εν προκειμένω, όταν αναφερόμαστε σε θέματα διεθνούς πολιτικής, το πεδίο που παρέχει αυτή την ειδίκευση είναι αυτό της πολιτικής επιστήμης και πιο συγκεκριμένα, ο κλάδος των διεθνών σχέσεων.
Συνεπώς, κάποιος αναλυτής, ο οποίος δεν διαθέτει συγκεκριμένα εφόδια και δεξιότητες, δηλαδή σπουδές στις διεθνείς σχέσεις και σοβαρή, συντεταγμένη και αξιολογημένη ερευνητική δραστηριότητα, δεν διαθέτει ειδίκευση. Η μελέτη της ιστορίας και της επικαιρότητας, σε συνδυασμό με την ατομική ευφυία και την προσωπική εμπειρία και βιώματα είναι σημαντικά προσόντα, όχι όμως επαρκή. Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που διαφοροποιούν τον ειδικευμένο ερευνητή από τον ανεξάρτητο, ατομικό μελετητή; Γιατί π.χ. μία δημόσια υπηρεσία, ένας διεθνής οργανισμός, μία δεξαμενή σκέψης ή μία εταιρία που ενδιαφέρεται για ανάλυση θεμάτων διεθνούς οικονομίας και πολιτικής να αναθέσει σε έναν ειδικευμένο ερευνητή το έργο της έρευνας και της γνωμοδότησης επί ενός σχετικού θέματος και όχι στον οποιοδήποτε μελετητή;
Η διαφορά του ειδικευμένου ερευνητή από τον ατομικό μελετητή έγκειται, μεταξύ άλλων, σε δύο βασικά εφόδια που παρέχουν οι σπουδές στην πολιτική επιστήμη και τις διεθνείς σχέσεις, τα οποία αναπτύσσονται παράλληλα διά της τριβής με την σχετική, ειδικευμένη βιβλιογραφία: την θεωρία και τη μεθοδολογία. Η θεωρία της πολιτικής επιστήμης και δη των διεθνών σχέσεων εξοπλίζει τον μελετητή/αναλυτή με την ικανότητα να αντιλαμβάνεται την πληροφορία όχι ως σκόρπια γνώση, αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου γνωστικού πλαισίου. Του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται τις διεθνείς εξελίξεις όχι ως μεμονωμένα γεγονότα, αλλά ως κατηγορίες φαινομένων που χαρακτηρίζονται από σχέσεις αιτιότητας και, άρα, υπάρχει ένας μίνιμουμ βαθμός προβλεψιμότητας. Η θεωρητική παράδοση στις διεθνείς σχέσεις είναι πλούσια και πολυδαίδαλη, ενώ υπάρχουν πολλές οικογένειες θεωριών. Η γνώση για την επιλογή του κατάλληλου θεωρητικού πλαισίου και της κατάλληλης βιβλιογραφικής παράδοσης για την ανάλυση ενός διεθνούς φαινομένου είναι αδύνατον να αποκτηθεί μέσω της ατομικής μελέτης, παρά μόνον μέσω της καθοδήγησης ειδικευμένων διδασκόντων. Οι δε γνώσεις μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών επιτρέπουν στον μελετητή/αναλυτή να οργανώνει τη μελέτη του με στόχο την οικοδόμηση νέας γνώσης. Του επιτρέπει, δηλαδή, να αξιοποιεί τη μελέτη ως έρευνα η οποία να διέπεται από συγκεκριμένους ερευνητικούς στόχους, να περιορίσει τα ερευνητικά και αναλυτικά σφάλματα και, στο τέλος, να δώσει ένα συντεταγμένο και γνωστικά οργανωμένο αποτέλεσμα.
Τόσο η θεωρητική, όσο και η μεθοδολογική κατάρτιση αποτελούν πολύ δύσκολα και επίπονα εγχειρήματα. Εν τούτοις, αποτελούν απαραίτητα εφόδια για την κατανόηση και την σοβαρή επιστημονική μελέτη διεθνών φαινομένων, όπως οι διεθνείς συγκρούσεις, η διεθνής συνεργασία, η διεθνής πολιτική οικονομία κ.α. Ταυτόχρονα, αποτελούν απαραίτητα εφόδια για την παραγωγή ποιοτικών ερευνητικών αποτελεσμάτων, στοιχείο που σηματοδοτεί το πέρασμα από το στάδιο του φοιτητή/μελετητή στο στάδιο του ερευνητή, δηλαδή από την απλή κατανάλωση υφιστάμενης γνώσης στην παραγωγή νέας γνώσης. Όσοι δεν διαθέτουν αυτά τα εφόδια δεν παράγουν γνώση αλλά απλώς αναπαράγουν πληροφορίες (αμφιβόλου, συχνά, αξιοπιστίας). Το φαινόμενο αυτό υποκρύπτει κινδύνους διότι δεν είναι πάντοτε ορατό στο ευρύ κοινό, στη σφαίρα του δημόσιου διαλόγου. Ταυτόχρονα όμως, όσοι έλκονται από τη μελέτη των διεθνών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων μπορούν, με τις κατάλληλες σπουδές, να μετατρέψουν την έλξη αυτή σε επιστημονικό και επαγγελματικό εργαλείο.