Σχόλιο στην Αίτηση 171/19, 9.10.2019
Εκδόθηκε πριν λίγες μέρες απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε σύνθεση μονομέλειας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο αρνήθηκε να εκδώσει διάταγμα παραχώρησης του μαρτυρικού υλικού στην Υπεράσπιση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι σε ιδιωτική ποινική υπόθεση δεν υπάρχει ανάκριση, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφ. 155, και ότι κατά συνέπεια ο ιδιώτης κατήγορος δεν έχει υποχρέωση να προμηθεύσει τους Κατηγορούμενους με αντίγραφα του υλικού το οποίο θα προσκομίσει κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να δώσει άδεια για καταχώρηση certiorari, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη στην περίπτωση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης ως προς το δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου στο μαρτυρικό υλικό που κατέχει ο ιδιώτης κατήγορος.
Το άρθρο 7 (2) και (3) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο Ν.186(Ι)/2014, προβλέπει τα εξής ως προς το δικαίωμα κατηγορουμένου σε πρόσβαση στα έγγραφα της υπόθεσης του
«(2) Όταν κλήση ή ένταλμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 44 του παρόντος Νόμου επιδοθεί στον κατηγορούμενο, αυτός δικαιούται με γραπτό αίτημά του προς την κατηγορούσα αρχή να έχει δωρεάν πρόσβαση στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου:
Νοείται ότι, εφόσον, περιέλθει στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής νέο υλικό, το οποίο αυτή προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη διαδικασία, παραχωρείται στον κατηγορούμενο περαιτέρω πρόσβαση στο υλικό αυτό.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος αιτείται γραπτώς την παροχή αντιγράφων τέτοιου υλικού, καταβάλλεται το τέλος, το οποίο καθορίζεται εκάστοτε από τον Αρχηγό Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.».
Θα πρέπει να τονιστεί ότι παρόμοιο δικαίωμα, αν και διαφοροποιημένο, προβλεπόταν και πριν την τροποποίηση με το ν. 186(Ι)/14 .
Ο τροποποιητικός Νόμος 186(Ι)/2014 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2012/13 ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης ενός κατηγορουμένου στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών . Στο Άρθρο 7.2 και 7.3 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, κάτω από τον τίτλο «Δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας» αναφέρεται ότι:
«2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές χορηγούν πρόσβαση τουλάχιστον στο σύνολο του αποδεικτικού υλικού που κατέχουν υπέρ ή κατά του υπόπτου ή του κατηγορουμένου στο εν λόγω άτομο ή στον συνήγορό του για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας και την προετοιμασία της υπεράσπισής του.
3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η πρόσβαση στο υλικό σύμφωνα με την παράγραφο 2 παραχωρείται εγκαίρως ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και το αργότερο έως την υποβολή των στοιχείων της κατηγορίας στην κρίση του δικαστηρίου. Εφόσον νέο αποδεικτικό υλικό περιέλθει στην κατοχή των αρμόδιων αρχών, παραχωρείται πρόσβαση σε αυτό το υλικό εγκαίρως ώστε να εξετασθεί δεόντως».
Σχετική ως προς την ερμηνεία των ανωτέρω είναι η απόφαση Colev .
Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι:
«Είναι κατάληξή μου ότι δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, στη βάση των γεγονότων και των λόγων για τους οποίους οι αιτητές ζητούν τις πιο πάνω θεραπείες με την υπό κρίση αίτηση. Τα δεδομένα που έλαβα υπόψη μου ότι δεν στοιχειοθετούν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση είναι ότι το άρθρο 7 του ΚΕΦ. 155 εφαρμόζεται στην περίπτωση που έγινε διερεύνηση της υπόθεσης σε σχέση με ποινικά αδικήματα από την Αστυνομία, ως η αρμόδια αρχή του κράτους. Ούτε επίσης τίθεται θέμα παραβίασης της Οδηγίας που, όπως ανέφερα ανωτέρω, οι πρόνοιες της παραπέμπουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους οι οποίες έχουν την υποχρέωση σεβασμού του δικαιώματος κατηγορούμενου πρόσβασης σε έγγραφα της υπόθεσης του. Συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου των Αιτητών ότι και η ιδιωτική ποινική υπόθεση είναι ποινική και η μόνη της διαφορά με τη δημόσια είναι ως προς το πρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, και ότι στην ιδιωτική ποινική υπόθεση σε περίπτωση καταδίκης υπάρχει το ενδεχόμενο επιβολής είτε ποινής φυλάκισης είτε και προστίμου, όπως κάθε ποινική υπόθεση».
Με όλο τον δέοντα σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την ως άνω προσέγγιση. Το δικαίωμα στην ιδιωτική ποινική δίωξη είναι ένα δικαίωμα που πηγάζει από το κοινοδίκαιο, το οποίο παραμένει επικουρική πηγή δικαίου δυνάμει του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Σχετική είναι για παράδειγμα, η ανάλυση στην Ttofinis v. Theocharides . Το δικαίωμα αυτό δεν πηγάζει επομένως από νομοθεσία και κυρίως αφορά περιπτώσεις που οι διωκτικές αρχές δεν επιθυμούν την έναρξη της διαδικασίας και αναγνωρίζεται από τη νομολογία ως ένα εχέγγυο κατά της αυθαίρετης ή μεροληπτικής στάσης των διωκτικών αρχών.
Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία οι υποχρεώσεις ενός ιδιώτη κατηγόρου δεν διαφέρουν από τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του δημόσιου κατηγόρου (βλέπε Buxton L.J. στην υπόθεση R. v. Belmarsh Magistrates‘ Court, ex p. Watts [1999] 2 Cr App.R. 188, DC, ο οποίος ανέφερε:
“…we do well to remind ourselves that a private prosecutor such as Mr Tivnan is still a prosecutor, and subject to the same obligations as a minister of justice as are the public prosecuting authorities”
Σχετική είναι επίσης η R. (Dacre) v. Westminster Magistrates’ Court [2009] 1 Cr.App.R. 6 DC), στην οποία ο Latham L.J. αποφάνθηκε ότι:
“The principle clearly applies to the way in which any private prosecution is presented to the court, in the sense of ensuring that all the relevant material is made available both for the court and for the defence. In other words the actual conduct of the prosecution must be in accordance with the requirements imposed upon public prosecutors”.
Συνεπάγεται ότι ένας ιδιώτης κατήγορος έχει τις ίδιες υποχρεώσεις αποκάλυψης εγγράφων όπως ο δημόσιος κατήγορος. Αυτές οι υποχρεώσεις αποκάλυψης πηγάζουν από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο εφαρμόζεται στην Κύπρο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Κυρωτικός) Νόμος 39/1962. Οι κατευθυντήριες γραμμές του Γενικού Εισαγγελέα του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν από νωρίς τονίσει την ανάγκη για πλήρη αποκάλυψη ως προϋπόθεση και αναπόσπαστο μέρος μιας δίκαιης δίκης. Η διαδικασία, που εμφανίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές, είχε εγκριθεί από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων (R v H&C [2004] UKHL 3).
Αυτό έχει επίσης εξάλλου αποφασιστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο έκρινε ότι η απαίτηση της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 6 προϋποθέτει ότι οι διωκτικές αρχές αποκαλύπτουν στην υπεράσπιση όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ή τα οποία θα μπορούσαν να είχαν συλλεχθεί από τις αρμόδιες αρχές (Rowe and Davis v. the United Kingdom [GC], § 60, Edwards v United Kingdom (1993) 15 EHRR 417, Jespers v Belgium (1981) 27 DR 61). Η υποχρέωση να παρασχεθούν επαρκή μέσα για την προετοιμασία της υπεράσπισης δεν συνιστά απλώς μια αρνητική υποχρέωση αποχής από κρατική επέμβαση. Υπάρχει και θετική υποχρέωση του κράτους να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να τοποθετηθεί η υπεράσπιση σε ίση θέση με τον κατήγορο: βλέπε Patanki and Dunshirn v. Austria (1963) 6 Y.B. 714; Jespers v. Belgium, 27 D.R.
Δεν θεωρώ ότι το κείμενο της Οδηγίας προβαίνει σε παρόμοια διαφοροποίηση μεταξύ ιδιώτη κατηγόρου και δημόσιου κατηγόρου. Το ΔΕΕ έχει τονίσει, ως και το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του, ότι ο σκοπός της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ είναι να ενισχύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών για τα αντίστοιχα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης, μέσω της θέσπισης ελάχιστων κοινών κανόνων στον τομέα της ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης καθώς και ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας.
Δεν συμμερίζομαι επομένως την θέση ότι οι ελάχιστοι κοινοί κανόνες που απαιτούνται για διασφάλιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο αμβλύνονται όταν πρόκειται περί ιδιώτη κατηγόρου. Ούτε και θεωρώ πως μια παρόμοια ερμηνεία εναρμονίζεται είτε με την Οδηγία, είτε με την ΕΣΔΑ, είτε με τις νομολογημένες αρχές του κοινοδικαίου. Αλλά ούτε και πιστεύω πως η ιδιωτική ποινική δίωξη ως εχέγγυο κατά της αυθαίρετης ή μεροληπτικής στάσης των διωκτικών αρχών είναι εύλογο να στηρίζεται σε λιγότερα εχέγγυα προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου συγκριτικά προς τα εχέγγυα που παρέχονται σε περιπτώσεις δημόσιου κατήγορου.