Ο δικαστικός έλεγχος της διαταγής παροχής πληροφοριών στο πλαίσιο των διακρατικών φορολογικών ελέγχων εντός της Ε.Ε.

Ο ορθός προσδιορισμός των οφειλόμενων φόρων, ειδικά της άμεσης φορολογίας, καθίσταται ένα δύσκολο έργο για τις εθνικές φορολογικές Αρχές των κρατών μελών της Ε.Ε., διότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ψηφιακής επανάστασης η κινητικότητα ανθρώπων και κεφαλαίων, ο όγκος των διασυνοριακών συναλλαγών και η διεθνοποίηση των χρηματοοικονομικών μέσων επηρεάζουν τη λειτουργία των φορολογικών συστημάτων με συνέπεια την διπλή φορολόγηση, η οποία με τη σειρά της εξωθεί σε φοροδιαφυγή και, κυρίως, φοροαποφυγή.

Για την αντιμετώπιση των παραπάνω φαινομένων και των συνεπειών τους το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την Οδηγία 2011/16/ΕΕ σε αντικατάσταση της ξεπερασμένης Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ.

 Η Οδηγία 2011/16/ΕΕ προβλέπει ακριβέστερους και σαφέστερους κανόνες, σε σχέση με αυτούς της 77/799/ΕΟΚ, που διέπουν τη διοικητική συνεργασία των κρατών μελών για φορολογικές υποθέσεις και ιδίως στον τομέα της ανταλλαγής των πληροφοριών. Εισάγει την άνευ όρων υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών για τον ορθό προσδιορισμό των φόρων σε διασυνοριακές υποθέσεις και για την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης.

Στο πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ προβλέπεται, η διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών κατόπιν αιτήματος – διαταγής μίας φορολογικής αρχής κράτους μέλους προς μία άλλη (άρθρο 5 της Οδηγίας).

Με βάση τη διαδικασία του άρθρου 5 (αίτημα – διαταγή) έχει αχθεί ενώπιον του ΔΕΕ υπόθεση[1] της οποίας το νομικό και δικαστικό διακύβευμα είναι εάν η διαταγή[2] παροχής πληροφοριών συνιστά παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου από το οποίο ζητείται να χορηγηθούν πληροφορίες, του φορολογούμενου και άλλων ενδιαφερομένων τρίτων, κατά της οποίας πρέπει να προβλέπεται πραγματικό ένδικο βοήθημα βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2016 και τον Μάρτιο του 2017, δυνάμει της φορολογικής σύμβασης μεταξύ Λουξεμβούργου και Ισπανίας, καθώς και της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ, σχετικά με την διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, οι ισπανικές φορολογικές αρχές ζήτησαν πληροφορίες από τις αντίστοιχες αρχές του Λουξεμβούργου αναφορικά με την καλλιτέχνιδα FC που κατοικεί στην Ισπανία. Δεδομένου ότι δεν είχε τις απαιτούμενες πληροφορίες, η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου ζήτησε από λουξεμβουργιανή εταιρία να της παράσχει ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την FC. Όσον αφορά το πρώτο αίτημα παροχής πληροφοριών, ζήτησε από την εταιρία να χορηγήσει αντίγραφα των συμβάσεων που έχουν συναφθεί από την ίδια εταιρία με άλλες δύο εταιρίες σχετικά με τα δικαιώματα της καλλιτέχνιδος και άλλα έγγραφα, όπως τιμολόγια και αναλυτικά στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών της.

 Επίσης, η φορολογική αρχή του Λουξεμβούργου, κατόπιν του αιτήματος της ισπανικής φορολογικής αρχής,  υποχρέωσε μια Τράπεζα της  χώρας να της παράσχει πληροφορίες σχετικά με τους λογαριασμούς, τα υπόλοιπα λογαριασμών και άλλα περιουσιακά στοιχεία της ίδιας φορολογούμενης.

Η προσφυγή της φορολογούμενης – καλλιτέχνιδος κατά των δύο αυτών διαταγών – αιτημάτων για τη χορήγηση πληροφοριών φορολογικού χαρακτήρα, που την αφορούσαν, από την  φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου προς την εταιρία και την τράπεζα, κατόπιν αιτήματος της ισπανικής φορολογικής αρχής, αποκλείστηκε.

  Για τη διαφορά αυτή επιλήφθηκε, κατόπιν προσφυγής της καλλιτέχνιδος, το Cour Administrative (Διοικητικό Εφετείο Λουξεμβούργου) το οποίο έθεσε το προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του ΔΕΕ εάν η διαταγή παροχής πληροφοριών συνιστά παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου από το οποίο ζητείται να χορηγηθούν πληροφορίες, του φορολογούμενου και άλλων ενδιαφερομένων τρίτων, κατά της οποίας πρέπει να προβλέπεται πραγματικό ένδικο βοήθημα βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Επίσης, το ερωτών δικαστήριο έθεσε τον προβληματισμό, υπό τη μορφή ερωτήματος, σε ποιο βαθμό η αίτηση για παροχή πληροφοριών πρέπει να είναι συγκεκριμένη και ακριβής όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ώστε η αρμόδια φορολογική διοίκηση να μπορεί να εκτιμήσει την «προβλέψιμη συνάφεια» (άρθρο 6 παρ. 2 της Οδηγίας) των πληροφοριών που ζητήθηκαν για τη φορολογική διαδικασία στο άλλο κράτος μέλος και κατά πόσο η διοικητική συνεργασία, βάσει της Οδηγίας 2011/16, αφορά μόνο σε «πληροφορίες που, κατά πάσα πιθανότητα, έχουν σημασία» (άρθρο 1 παρ.1 της Οδηγίας).

 Η πρόταση – εισήγηση[3] της Γενικής Εισαγγελέα  J. Kokott στην υπόθεση ενώπιον του ΔΕΕ είναι ξεκάθαρη και συμπυκνώνεται ως εξής : o αποδέκτης διαταγής παροχής πληροφοριών, ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος και άλλοι ενδιαφερόμενοι τρίτοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν δικαστικό έλεγχο μιας τέτοιας διαταγής στο πλαίσιο διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών.Ο αποκλεισμός τέτοιας δυνατότητας νομικής προστασίας παραβιάζει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Πρόταση την οποία συνυπογράφουμε. Το παράνομο ή μη μίας τέτοιας διαταγής, η τυχόν ακυρότητά της και το ανυπόστατό της, η τυχόν καταχρηστικότητά της, η άσκησή της με βάση τις ειδικότερες ρυθμίσεις της Οδηγίας 2011/16, αλλά και με βάση τις σχετικές ρυθμίσεις της εθνικής έννομης τάξης, η τυχόν παραβίαση προσωπικών δεδομένων αυτού που αφορά η διαταγή, μπορούν να ελεγχθούν δικαστικά μόνο μέσω μίας προβλεπόμενης και επιτρεπόμενης προσφυγής και αυτός ο έλεγχος δε μπορεί παρά να είναι δικαστικός με βάση την εθνική διοικητική δικονομία.

 Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο και η απόφαση, επί αυτής, θα εκδοθεί αργότερα. Η δικαστική απόφαση αναμένεται  με μεγάλο ενδιαφέρον και η αποδοχή από το ΔΕΕ της πρότασης της Γενικής Εισαγγελέα θα αποτελέσει σταθμό στην αποτελεσματική προστασία των φυσικών και νομικών προσώπων από τις ενέργειες των φορολογικών διοικήσεων σε ένα στάδιο που μέχρι σήμερα δεν προβλέπονταν καμία προστασία κατά παράβαση όλων των σχετικών αρχών του Κράτους Δικαίου, όπως αποτυπώνονται στα εθνικά Συντάγματα, στις ευρωπαϊκές Συνθήκες, στις εθνικές έννομες τάξεις, στο παράγωγο Ενωσιακό Δίκαιο και  στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

 Για την ιστορία και την πληρότητα του κειμένου μας αναφέρουμε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση έχουν καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις η Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως δικαιούνται.


[1] Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-245/19, Λουξεμβούργο κατά B & C-246/19, Λουξεμβούργο κατά B, C, D και FC.

[2] Να σημειωθεί ότι ο όρος «διαταγή» είναι νομολογιακός και δεν συναντάται στο κείμενο της Οδηγίας, όπου γίνεται λόγος, κυρίως, για «αίτημα» ή «εντολή».

[3] Προτάσεις C-245/19 και C-246/19.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , , ,